"Πολεμάμε και τραγουδάμε" Η τέχνη στην Αντίσταση

Κατηγορία: 

Το παρόν κείμενο αποτελεί το σύνολο της αφήγησης όπως παρουσιάστηκε στην πολιτιστική εκδήλωση στο 4ο camping της Πορείας

 

 

«(…) Πέφτουν οι σφαίρες σα βροχή κι' οι όλμοι σαν τη μπόρα,

τα βόλια από τ' αυτόματα λες κι ειν' πυκνό χαλάζι (...)

Θολούριασαν τα διάσελα κι' οι κάμποι σκοτεινιάσαν,

και στις βαθιές τις λαγκαδιές σαν πίσσα κατακάθι.

Κι' ένας στον άλλο λέγανε, στόμα σ' αυτί οι φασίστες.

Καιρός να τους ξεφύγουμε με τούτα τα σκοτάδια.(...)

Κι' όπως βαδίζουν φυλαχτά και παν να σκαπετήσουν,

το στράτευμα της λευτεριάς ξεγύμνωσε τις λόγχες. (...)

Και μια φωνή, τρανή βουή σηκώθη απ' άκρη σ' άκρη:

Πάνου τους ανταρτόπουλα, γενιά των αντρειωμένων.

Το τραγούδι αυτό, ανώνυμου δημιουργού ή δημιουργών, που πατάει στην παράδοση των κλέφτικων & δημοτικών τραγουδιών κ’ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του ΔΣΕ ‘Εξόρμηση’ στις 15 Ιούνη του ’48, τραγουδιόταν από τους αντάρτες του Δημοκρ. Στρατού στο βουνό. Κι όπως και κάθε άλλο αντάρτικο τραγούδι της περιόδου, αντανακλά το πνεύμα της αντίστασης και της λαϊκής τέχνης που άνθισε κι απλώθηκε στους κόλπους του Εαμικού κινήματος αλλά και στη διάρκεια του Εμφυλίου, με κύριο πλαίσιο δράσης και δημιουργίας τα ελληνικά βουνά, από τη μιαν άκρη της Ελλάδας ως την άλλη, από τον Ψηλορείτη ως το Παγγαίο. Τέχνη πηγαία, που εκφράζεται άμεσα, με δοκιμασμένα εκφραστικά μέσα, τέχνη πάνω απ’ όλα βαθειά λαϊκή, ανταποκρίνεται σ’ όλη τη διάρκεια της 8ετίας ’41-‘49 στο πιο επιτακτικό κάλεσμα στη νεότερη ιστορία του τόπου: να εκφράσει το πνεύμα της λαϊκής αντίστασης ενάντια στο φασίστα κατακτητή και κάθε επίβουλο δυνάστη, αλλά και το παλλαϊκό αίτημα για δημοκρατία, λαοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη. Άλλωστε η τέχνη, ως τρόπος γνώσης του κόσμου κι ύψιστη δημιουργική έκφραση του ανθρώπου, δεν θα μπορούσε παρά να συνδέεται διαλεκτικά με τη μεγάλη υπόθεση της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της υποτέλειας, δεν θα μπορούσε παρά να εμπνέεται από το όραμα του ‘βασιλείου της Ελευθερίας’.

Παρακολουθώντας μ’ ενάργεια την κοινωνικο-πολιτική διάσταση των ιστορικών δρώμενων, σταθερά φιλτραρισμένων από τη λαϊκή ματιά – μ’ αυτήν άλλωστε ταυτίζεται, η τέχνη ετούτη αντανακλά το ώριμο λαϊκό αίτημα για ένα ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, για κοινωνική απελευθέρωση, όπως σημειώνει ο Κώστας Βάρναλης στον πρόλογο του βιβλίου “Τραγούδια της αντίστασης” του Δημητρίου στα 1946. Πρόκειται για ριζοσπαστισμό χωρίς προηγούμενο στη νεότερη ελληνική ιστορία: η πολιτική, από πάρεργο φιλόδοξων αντρών και διανοουμένων, γίνεται για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους χειροπιαστό μέσο για τη δραστική αντιμετώπιση της καταστολής, της τρομοκρατίας και της καταστροφής. Εξέλιξη που πιστώνεται στη δραστική επίδραση του κομμουνιστικού κινήματος, και που εκφράζεται ως ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο και την κυρίαρχη ιδεολογία, το δεσποτισμό των παραδοσιακών δυνάμεων και τη λειτουργία τους. Μήπως η έναρξη της εθνικής Αντίστασης, δεν σηματοδοτείται από το γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη της 31ης Οκτώβρη του ‘40, που σύστηνε ‘Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ’; Μήπως το ΕΑΜ, που ιδρύεται με πρωτοβουλία των Ελλήνων κομμουνιστών, δεν αντανακλά την πολιτική των λαϊκών μετώπων ενάντια στο φασισμό που είχε εμπνευστεί και προωθήσει η Κομμουνιστική Διεθνής; Ή μήπως η δραματική εξέλιξη, με την ωμή στρατιωτική επέμβαση των αγγλο-αμερικανών, που συμπράττουν αγαστά με τη ντόπια μεγαλοαστική τάξη, τους πολιτικούς εκπροσώπους της και το παρακράτος προκειμένου να μην πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του, η όξυνση της ταξικής αντιπαράθεσης κι η οργανωμένη απάντηση κομμουνιστών και λαού, δεν αποτυπώνεται στην ποίηση και τα τραγούδια της εμφυλιακής περιόδου;

Ο αγώνας για την ελευθερία και τη λαοκρατία, δεν ξεσηκώνει μονάχα το λαό, αλλά και την πνευματική πρωτοπορία του τόπου. Μια νέα λογοτεχνία ξεπηδά, ένας νέος ποιητικός και θεατρικός λόγος, νέο τραγούδι, μπολιάζονται οι εικαστικές τέχνες, η ζωγραφική, η χαρακτική, ζωντανεύει το σκίτσο. Πρόκειται για μια καλλιτεχνική έκρηξη - από τις πρώτες ακόμα μέρες της Κατοχής, που κορυφώνεται το καλοκαίρι του 1944 με τη συγκρότηση της ΠΕΕΑ• μια πραγματική πολιτιστική αναγέννηση, που αντανακλά την χωρίς προηγούμενο πολιτική χειραφέτηση του λαού μας.

Για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία του τόπου, παράγεται λαϊκή τέχνη σε τέτοια έκταση κι ένταση. Ο λαός, συνεγερμένος απ’ το χειροπιαστό όραμα μιας πατρίδας λεύτερης και λαοκρατούμενης, γίνεται ποιητής, μουσουργός, συγγραφέας για να την υμνήσει. Στην πρωτοπορία, η αριστερά της διανόησης: Ο Κ. Βάρναλης στις 29/4/1941, από την ‘Πρωία’, με το χρονογράφημά του “Το αηδόνι” διαδηλώνει: “Α, δε θαμπώνει τη λαλιά μου/ θανάτου φοβέρα…” Και σπεύδει να υπογραμμίσει την ουσία της πνευματικής Αντίστασης: «Να πλησιάσουν οι πνευματικοί άνθρωποι το Λαό, να βάλουν την καρδιά τους πάνω στην καρδιά του Λαού για να χτυπήσει ομόθυμα μ’ εκείνην, να στεριώσουν περισσότερο τις ζωντανές και γόνιμες δυνάμεις του Έθνους και να ξεριζώσουν τις στείρες πλάνες που έχει. Δεν έχουν το δικαίωμα ν’ αρνηθούν αυτό το καθήκον, με διάφορες θεωρίες φυγής προς το ‘Εγώ’ (…)». Άλλωστε η ίδια εφημερίδα, με πρωτοπόρους τους Βάρναλη και Καρβούνη, γίνεται βήμα αντίστασης δεκάδων λογοτεχνών και πανεπιστημιακών, μεταξύ των οποίων οι Λουντέμης, Αυγέρης, Ρώτας, Καραγάτσης, Τερζάκης, Λαμπρινός, Κριαράς, Βρεττάκος, Λαπαθιώτης.

Από τις πρώτες σημαντικές εκδηλώσεις μαζικής αντίστασης, όπου ο αθηναϊκός λαός συναντιέται με τον πνευματικό κόσμο, είναι η κηδεία του Παλαμά, στις 27 Φλεβάρη του 1943. Μπροστά στους κεραυνοβολημένους ναζί, χιλιάδες κόσμου ακολουθεί το φέρετρο, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, οργανώνεται στο ΕΑΜ, εκτός από λίγους υπερήλικες, που στηρίζουν παρόλα αυτά όπως μπορούν. Η πρώτη εαμική αντιστασιακή ομάδα που συγκροτείται με πρωτοβουλία του Μάρκου Αυγέρη, με μέλη, μεταξύ άλλων, τον Κωνσταντίνο Δημαρά, το Γιώργο Θεοτοκά και τον Ηλία Βενέζη, κυκλοφορεί την εφημερίδα «Ελευθερία», η οποία απαγορεύεται από τους Ιταλούς όταν μετά το 4ο φύλλο της συλλαμβάνεται ο τυπογράφος της. Εαμικές ομάδες λογοτεχνών συγκροτούνται και σε συνοικίες της Αθήνας, όπως λ.χ. στους Αμπελόκηπους, στην Καλλιθέα, στο Φάληρο. Ξεχωριστή ομάδα συγκροτούν οι Κρητικοί λογοτέχνες• αξιοσημείωτη είναι άλλωστε στη συνέχεια η πολιτιστική δραστηριότητα της ΕΠΟΝ Κρήτης. Ελάχιστοι συγγραφείς, γνωστοί μεταξικοί ή γερμανόφιλοι απέχουν, καθώς και ορισμένοι που αρνούνται την οργάνωση για λόγους αρχής, στηρίζοντας παρόλα αυτά το ΕΑΜ. Τα εμπόδια που τίθενται από την τριπλή λογοκρισία (ιταλική, γερμανική και της κατοχικής κυβέρνησης), αντιμετωπίζονται ευρηματικά κ’ δεν φρενάρουν την πνευματική κι εκδοτική δραστηριότητα των εαμιτών. Η συμμετοχή στην εαμική Αντίσταση προπαγανδίζεται ως εθνική αναγκαιότητα κι απαράγραφο ηθικό χρέος. Άρθρα, ποιήματα, πεζά κι εμβατήρια για τους αντάρτες που μελοποιούνται άμεσα, γράφονται σε “παράνομες εφημερίδες κ’ περιοδικά” και κυκλοφορούν χέρι με χέρι. Ο αντιστασιακός τύπος είναι πανταχού παρών. Οι αντιστασιακοί καλλιτέχνες συμμετέχουν στις κλαδικές απεργίες υποστηρίζοντας τα λαϊκά αιτήματα, σε κινητοποιήσεις για την απελευθέρωση κρατουμένων αγωνιστών. Συγκεντρώσεις οργανώνονται σε σπίτια, όπου απαγγέλλονται ποιήματα κ’ τραγουδιούνται αντάρτικα τραγούδια• σκετσάκια για Κουκλοθέατρο και τον Καραγκιόζη παίζονται σε συσσίτια και νοσοκομεία. Διαβήματα γίνονται προς κάθε κατεύθυνση κατά της τρομοκρατίας και των εκτελέσεων, εναντίον της επιστράτευσης και της κατοχής.

Αναμφίβολα, η τέχνη της περιόδου αντανακλά κυρίαρχα τη λαϊκή βούληση και τους λαϊκούς αγώνες, φωτογραφίζοντας με αυξημένη οξύτητα κι ενίοτε και χιούμορ, τις προθέσεις και τη στάση των εχθρών, συνιστώντας ταυτόχρονα η ίδια πράξη αντίστασης. Κι αν στην παρουσίασή μας αυτή, εστιάζουμε κυρίως στην τέχνη “του βουνού”, είναι γιατί οι περισσότερες, οι πιο χαρακτηριστικές της εκδηλώσεις, αφορούν τον Αγώνα στα βουνά, εκεί που η Αντίσταση φούντωσε και κατά μείζονα λόγο κρίθηκε.
 

ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιόνα, 
μουγκρίζουν τ’ Άγραφα, σειέται η στεριά. 
Στ' άρματα, στ' άρματα, εμπρός στον αγώνα, 
για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.

Ξαναζωντάνεψε τ' αρματολίκι, 
τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή, 
λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι λύκοι 
στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή.

Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα 
στέλνει περήφανο χαιρετισμό, 
νέας ανάστασης χτυπά η καμπάνα, 
μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό.

Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα 
που μας εβάραινε θανατερά, θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα 
και πανανθρώπινη τη λευτεριά

Το αντάρτικο τραγούδι ‘στ’ άρματα – στ’ άρματα’, γράφεται στα τέλη του 1942 από τον ποιητή και δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη, που θα διατελέσει μεταξύ άλλων και υπεύθυνος γραφείου τύπου της ΠΕΕΑ όπως και του πρώτου ελεύθερου πρακτορείου ειδήσεων, και μελοποιείται από τον αντάρτη μουσικό Αστραπόγιαννο, αλλιώς Άκη Σμυρναίο, που θυμάται:

Στο τέλος του 1942 και αρχές του 1943, οι Γερμανοί έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Βρισκόμουν τότε σ’ ένα αντάρτικο σώμα στην Αττικοβοιωτία. (…) Να ξέρετε πως ο πιο μεγάλος ηρωισμός των ανταρτών βρίσκεται στο γεγονός πως ήταν αναγκασμένοι - και τα κατάφερναν, να μετακινούνται συνεχώς, ιδίως στα πρώτα χρόνια. Τότε λοιπόν, σε μα παράνομη μετακίνηση, μου έδωσαν ένα παράνομο έντυπο, τον «Ριζοσπάστη» νομίζω, όπου δημοσιεύονταν οι στίχοι του Καρβούνη. Το ποίημα είχε καρφωθεί στο μυαλό μου και το επαναλάμβανα συνέχεια. Μέχρι που, στη διάρκεια μιας νυχτερινής πορείας, πηγαίναμε σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό - δε θυμάμαι τώρα τ’ όνομά του - το τραγούδησα, το μελοποίησα. Το πρωί στο χωριό, στην παραλία, μάζεψα μερικούς νέους, τους το έμαθα και το τραγούδησαν. Έγινε γνωστό πολύ γρήγορα (….) Ο Νίκος Καρβούνης με τη σειρά του αποφαίνεται – λακωνικά: “Ήταν προϊόν έξαρσης και οργής μαζί”.

Η ανάγκη να τραγουδηθεί ο αγώνας και το όραμα, να περάσει στα χείλη ολονών, γίνεται φανερή από την πρώτη στιγμή. Για το αντιστασιακό – γνωστότερο ως αντάρτικο τραγούδι, την πιο δημοφιλή μορφή τέχνης της Αντίστασης και του Εμφυλίου, επιστρατεύονται όλες οι πηγές. Λόγιες κατ’ αρχήν δημιουργίες, όπως στην περίπτωση του Ύμνου του ΕΛΑΣ, που γράφτηκε κατόπιν παραγγελιάς από την εαμίτισσα ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και μελοποιήθηκε από τον αντάρτη μουσικό Νίκο Τσάκωνα. Σε ερώτηση πως ένιωθε που χιλιάδες λαού τραγουδούσαν τους στίχους της, αλλά και τι ένιωθε κάθε φορά που άκουγε η ίδια τον ύμνο, η ποιήτρια απαντά: “μα απλούστατα, κείνο που είπε ο Μάρκος Αυγέρης στην εισήγησή του. Μια κάποια δικαίωση για τη ζωή μου”.

Επιστρατεύονται ακόμα η φόρμα και σπανιότερα ο στίχος των κλέφτικων και των δημοτικών τραγουδιών, αλλά και ρώσικα επαναστατικά τραγούδια κ’ μελωδίες που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου. Κυρίως όμως, τ’ αντάρτικα τραγούδια γεννιούνται, πλάθονται και μεταπλάθονται στα βουνά από ανώνυμους αγωνιστές, πριν τη μάχη ή και μετά, σε στιγμές ανάπαυλας ή περίσκεψης, για να υμνηθούν οι αντιστασιακές οργανώσεις, οι καπεταναίοι, οι αρχηγοί και οι αντάρτες, ιστορικά και ηρωικά γεγονότα, επαναστατικά και αντιστασιακά ιδανικά κι ιδέες που εμψυχώνουν στις δύσκολες ώρες, η ίδια η συνθήκη της ελευθερίας πάνω στο βουνό. Αναφέρονται στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης, σε τόπους, στις γυναίκες του αγώνα, στη μάνα, την αδερφή, στη φύση που τους περιβάλλει.

Η καταφυγή σε εμβατήρια και τραγούδια του ’21, όπως ο “Θούριος” του Ρήγα ή το “Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά”, σε κλέφτικα και δημοτικά, με τις παραλλαγές που επιβάλλουν οι νέες συνθήκες, δεν είναι τυχαία• δείχνει την πρόθεση του ξεσηκωμένου λαού να συνδεθεί με την αγωνιστική παράδοση του τόπου, με την κλεφτουριά, αντανακλώντας την αγωνιστική ιστορική συνέχεια και τα εθνικά αλλά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της Αντίστασης.

Αϊτός στον Ήλιο πέταξε, μ' ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ' τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη
κι από βραδύς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδένδρι
εκεί που πέσαν εκατόν δέκα οκτώ λεβέντες
βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ' ακρόνυχά του
βάζουν μάνες τα κλάματα και σείστει ο κάτου κόσμος
- πάφτε μάνες τα κλάματα - πάφτε τα μοιρολόγια
τι πέφτουν τ' άνθια των δεντρών σκίζουνε τα λιθάρια
κι απάνω στον Ταΰγετο ειν' κι’ άλλα παλικάρια.

Το πελοποννησιακό αυτό τραγούδι, που πατάει επίσης στην κλέφτικη – δημοτική παράδοση, γράφτηκε λίγο καιρό μετά την εκτέλεση, το Νοέμβρη του 1943, 118 Εαμιτών που προδόθηκαν από ντόπιους δοσίλογους στο Μονοδένδρι Λακωνίας, 26 χιλιόμετρα βορειότερα από τη Σπάρτη, στο δρόμο για την Τρίπολη. Ανάμεσά τους κι ένας γιατρός ονόματι Καρβούνης, που αρνήθηκε τη χάρη που του ‘διναν οι Γερμανοί – είχε σπουδάσει στη Γερμανία - απαιτώντας να μη γίνει καμιά απολύτως εκτέλεση.

Θεμελιώδη γνωρίσματα του αντάρτικου τραγουδιού, ο παραινετικός, ηρωικός τόνος, η αμεσότητα και η πηγαιότητα, στοιχεία που αποτυπώνονται χαρακτηριστικά σ’ ένα από τα πιο δημοφιλή ανυπόγραφα αντάρτικα, που μελωδικά στηρίχτηκε σ’ ένα παλιό ρώσικο επαναστατικό τραγούδι.

Είμαι του ΕΛΑΣ αντάρτης και στα όρη κατοικώ

Και για την ελευθεριά μας  και τον θάνατο αψηφώ        

Το τουφέκι μου στον ώμο το σπαθί μου στο πλευρό

Απ' τα όρη κατεβαίνω   τους φασίστες κυνηγώ   

Δεν φοβάμαι την κρεμάλα δεν φοβάμαι το σχοινί

Και στο πέρασμά μου τρέμουν  Ράλληδες και Γερμανοί          

Ράλληδες ταγματαλήτες Μπουραντάδες, Γερμανοί

Τα κεφάλια σας θα πέσουν   απ' τ' αντάρτικο σπαθί     

Μάνα μου, γλυκιά μου Ελλάδα ο αντάρτης του ΕΛΑΣ

Θα σ' ανάψει τη λαμπάδα   της τιμής, της λευτεριάς 

Αντιστασιακά τραγούδια θα γράψουν πολλοί γνωστοί και μη συνθέτες, ποιητές, στιχουργοί της εποχής. Ανάμεσά τους, οι Νίκος Τσάκωνας, Κώστας Καλαντζής ή ‘Θεσσαλός’, Γιώργος Κοτζιούλας, Μενέλαος Λουντέμης, Ευάγγελος Μαχαίρας, Ναυσικά Φλέγγα – Χατζή, Γιάννης Μιχαλόπουλος ή ‘Ωρίων’, Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής, Απόστολος Σπήλιος, Βασίλης Ρώτας, Χάρης Σακελλαρίου, Γεράσιμος Σταυρολέμης ή ‘Γρηγόρης’.

Τέχνη λαϊκή και ριζοσπαστική, λοιπόν, που εμπνέεται από την παράδοση, ολοκληρώνεται συχνά συλλογικά κ’ λειτουργεί άμεσα. Όπως εύστοχα περιγράφεται από τον αντιστασιακό ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, “στις μεγάλες αγωνιστικές στιγμές του λαού μας ή και των λαών, δεν υπάρχει χρόνος για να περιμένει κανείς τη διαδικασία ωρίμανσης της ποιητικής δημιουργίας. Η ώρα της μάχης χρειάζεται στίχους για άμεση χρήση, όπως για άμεση χρήση χρειάζεται τα βόλια και το μπαρούτι”.

Από τα πιο πολυτραγουδισμένα ως σήμερα αντάρτικα, είναι το τραγούδι που γράφτηκε με αφορμή την πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ, τη μάχη στο Μικρό Χωριό, υπόδειγμα συλλογικής και κυρίως πηγαίας δημιουργίας. Λίγα λόγια για την ιστορία του: Από το φθινόπωρο του 1942, η ένοπλη Αντίσταση είναι μονόδρομος για τη Ρούμελη που βρίσκεται υπό τη σταθερή απειλή των Ιταλών. Η ομάδα του Άρη αριθμεί πια 300 αντάρτες. Όταν διερχόμενοι Γερμανοί στρατιώτες απαντούν τυχαία το νεαρό Μικροχωρίτη Τάσο Γουρνά και τον ρωτούν που θα βρουν καρύδια, αυτός αθώα προτείνει το χωριό του. Οι Γερμανοί ανεβαίνουν τον Τυμφρηστό, κι οι ενήμεροι στο μεταξύ αντάρτες που ενεδρεύουν στο Κλαυσί, τους χτυπούν, τραυματίζοντάς τους για εκφοβισμό. Περιποιούνται παρόλα αυτά τις πληγές τους, πριν τους αφήσουν όμως, ο Άρης τους προειδοποιεί: “Σας αφήνουμε για πρώτη και τελευταία φορά, εδώ όμως δεν θα ξαναπατήσετε”. Δεν τους εκτελούν, για το φόβο αιματηρών αντίποινων στα γύρω χωριά. Η απάντηση δίνεται απ’ τους Ιταλούς, με τη σύλληψη ομήρων απ’ το Μικρό και Μεγάλο Χωριό. Στις 17 του Δεκέμβρη τ’ “αντάρτικα του Άρη” φτάνουν μ’ ελάχιστα όπλα στο χωριό και στρατοπεδεύουν στο σχολείο. Ο Τάσος Λευτεριάς, που έχει ήδη σταλεί στη Ρούμελη δεν θέλει μάχη, κυρίως επειδή τα όπλα είναι λιγοστά. Έτσι σκέφτονται κι οι τρομαγμένοι Μικροχωρίτες. Ο Άρης όμως, που νιώθει πως πρέπει να στεριώσει το αντάρτικο στη Ρούμελη, αντιδρά: “Δεν βγήκαμε στο βουνό για να φάμε το ψωμί σας. Βγήκαμε για να πολεμήσουμε για τη λευτεριά”. Απ’ το φυλάκιο των ανταρτών, πληροφορούνται ότι 2000 Ιταλοί φτάνουν απ’ το Καρπενήσι. Φαίνεται ότι ειδοποιήθηκαν από τις ντόπιες αρχές για την ύπαρξη ανταρτών στην περιοχή, ώστε οι Ιταλοί να εκτιμήσουν την κίνηση. Με την άφιξή τους στο Μεγάλο Χωριό, οι Ιταλοί πιάνουν ομήρους και τους κλείνουν στο σχολείο. Ο παπάς του χωριού, Κώστας Τζεβελέκας με τ’ όνομα, απ’ τους πρώτους που πέταξαν τα ράσα για να πάρουν τ’ άρματα, διαβάζει ευχές για τη νικηφόρα έκβαση της μάχης. Την ίδια ώρα στο Μικρό Χωριό στήνεται ενέδρα. Οι αντάρτες στρατοπεδεύουν απέναντι απ’ τη ρεματιά που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού για να ’χουν ορατότητα. Άψογη ενέδρα, με πρόβλεψη πλαγιοφυλακών, υπόδειγμα αντάρτικης τακτικής. Με το που μπαίνουν οι Ιταλοί στο χωριό δέχονται τα οργανωμένα πυρά των ανταρτών. Σύγχρονα, πολυβόλα χτυπούν απ’ το Μεγάλο Χωριό. Πρώτος σκοτώνεται ο Ιταλός διοικητής. Ακολουθούν 70 ακόμα. Απ’ την πλευρά των ανταρτών σκοτώνεται ο 16χρονος Κλέαρχος, αλλιώς Κώστας Μπίρτσας. Καθιερώνεται το αντάρτικο σύνθημα ‘Κλέαρχος’ - παρασύνθημα ‘Μικρό Χωριό’. Την ώρα της μάχης οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού με τα παιδιά καταφεύγουν σε μια χαράδρα, στη σπηλιά της Μπλουρέντζας, όπου βρίσκεται το βλαχόσπιτο του Κατσιγιάννη. Η νύχτα παγερή, η αγωνία περισσεύει και τα μωρά δεν σταματούν να κλαίνε. Εκεί κι η Ναυσικά Φλέγγα, αλλιώς γνωστή σαν Πρωτομαγιά. Σ’ ένα μπακαλόχαρτο που βρίσκει, γράφει πέντε στίχους για τα βουνά που στενάζουν, τ’ αντάρτικα του Άρη, το δόλιο το Μικρό Χωριό. Δυο νέοι απ’ το χωριό που τραγουδούν καλά, οι Πολύζος κ’ Γιαννακόπουλος, επιχειρούν να το μελοποιήσουν. Κοντεύει να ξημερώσει όταν πρωτοτραγουδιέται. Ο μαχητής και συνθέτης Αλέκος Ξένος γράφει τη μουσική σε παρτιτούρα, και το τραγούδι κυκλοφορεί στόμα με στόμα σ’ όλα τα γύρω χωριά. Το χαρτάκι μπαίνει σ’ ένα μικρό πορτοφολάκι στην τσάντα της Ναυσικάς κι εκεί μένει. Ο καπετάν Περικλής της ζητάει να του το δώσει για να βγάλει αντίγραφα. Εκείνη δεν το δίνει ούτε στον Άρη. Όταν ο τελευταίος το πρωτακούει, χαριτολογώντας της λέει: “Αυτό το «έσφαξε» θα μπορούσες να το παραλείψεις”.

Αναστενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει

Το δόλιο το μικρό χωριό και πάλι ανταριάζει

 Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά πέφτουν ντουφέκια αλάργα

Ο Άρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλικάρια

Έλα βρε άπιστε Ιταλέ κορόιδο Μουσολίνι

Να μετρηθούμε εδώ μαζί να δεις το τι θα γίνει

Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους μικρά παιδιά να σφάξεις

μηδέ κορίτσια ντροπαλά ούτε χωριά να κάψεις

Αρνάδες για να τυραννάς στη μέση στο παζάρι

έχεις μπροστά σου σήμερα τον καπετάνιο Άρη

Που γρήγορος σαν τον αητό σαν το γοργό τ’ αγέρι

προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι

Τα τραγούδια που επενδύθηκαν με τη μουσική διεθνών εμβατηρίων ήταν είτε μεταφράσεις των ξένων πρωτότυπων ή ντόπιες δημιουργίες. Εκείνα που πατούσαν σε σκοπούς δημοτικών τραγουδιών, ήταν δύο λογιών: Εκείνα που διατήρησαν τη μουσική αλλά και τη μορφή των δημοτικών με μικρές παραλλαγές στο περιεχόμενο των στίχων, κι από την άλλη, νέες δημιουργίες, που ‘ντύθηκαν’ μουσικά με παλιούς, καθιερωμένους σκοπούς. Η μουσική των αντάρτικων υπήρξε καθοριστική για την εξάπλωση τους, καθώς ο λαός ήταν εξοικειωμένος με τα δημοτικά, του ήταν λοιπόν ευκολότερο να τα δεχτεί, να τα τραγουδήσει και να τα διαδώσει.

Ο Κώστας Βάρναλης λέει για το αντάρτικο τραγούδι: “Και στα κλέφτικα τραγούδια και στα τραγούδια της Αντίστασης είναι κοινή η αγάπη της λευτεριάς και της πατρίδας, καθώς και το πνεύμα της θυσίας του ατόμου για το καλό του συνόλου. Όμως τα τραγούδια της Αντίστασης έχουνε και μερικά καινούργια στοιχεία, που η ιστορική εξέλιξη και η κοινωνική διαφοροποίηση τα έφερε σαν καινούργιες κινητήριες δυνάμεις ενάντια στην αντίδραση. Είναι ο ξεκάθαρος και συνειδητός σκοπός, όχι μονάχα για την εθνική απελευθέρωση, παρά και για την κοινωνική. Μέσα στα τραγούδια τούτα ορίζεται κατηγορηματικά ο δημοκρατικός χαρακτήρας του αγώνα. Μιλούνε για λαοκρατία, την ισότητα των ανθρώπων, για την κατάργηση της σκλαβιάς των δουλευτάδων, για την επικράτηση του Δίκιου. Αλλά και κάτι παραπάνου: ξέρουν οι αγωνιστές, πως δεν είναι μονάχα “λευτερωτές της νέας γενιάς κι εκδικητές”, παρά και “χτίστες” νέας ζωής. Ξέρουν ακόμα, πως είναι η πλειοψηφία του λαού (“Στα γερά μας στήθια – μια φωνή λαλεί: είμαστε οι πολλοί”). Και ξέρουν ακόμα πως η εθνική τους λευτεριά απλώνεται ως την πανανθρώπινη. (…). Ο ποιητής Βασίλης Ρώτας, που πιστώνεται κάμποσους στίχους αντάρτικων τραγουδιών, αποφαίνεται: “Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ. Σ’ όλες τις αφηγήσεις, οι αντάρτες που έρχονται και φεύγουν με τραγούδια, είναι εικόνα πολύ συχνή. (…) Σε κείνους που θεωρούν καθοριστικό το γεγονός ότι στην Κατοχή και τ’ αντάρτικο ακούγονταν παλιά δημοτικά τραγούδια και ρώσικες μελωδίες, έχουμε να πούμε πως η λαϊκή δημιουργία υιοθετεί δημιουργικά, με την ίδια ευκολία κι αφέλεια που δημιουργεί. Το χαρακτηριστικό της είναι το φυσικό και το αβίαστο, είτε τραγουδά κι εκφράζεται με δανεισμένη μελωδία, είτε παράγει και γεννά τη νέα. (…) Αρκεί ν’ αναφέρουμε σαν παράδειγμα γι αυτά πως το κλαρίνο, οι Έλληνες το πρωτογνώρισαν απ’ τις βαυαρικές μπάντες, το βιολί απ’ τους πλανόδιους γύφτους στα Βαλκάνια, πως η μελωδία «Ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ» είναι στρατιωτικό σάλπισμα του γαλλικού στρατού, κ.λπ. Στα θέματα αυτά, οι απαιτήσεις για καθαρότητα κι αυθεντικότητα είναι ρατσισμός”. Ας σημειωθεί πως ο μεγάλος συνθέτης Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, απ’ όλη την ευρωπαϊκή παραγωγή στο φεστιβάλ αντιστασιακού τραγουδιού που διοργανώθηκε στο Βουκουρέστι το 1948, διάλεξε μόνο ελληνικά τραγούδια, που ενορχήστρωσε και παρουσίασε κατόπιν στη Σ.Ε.

Θα ήταν παράλειψη, αν δεν αναφερόμασταν και στη συμβολή του ρεμπέτικου τραγουδιού στην Αντίσταση. Θα ήταν άλλο τόσο ανιστόρητο, να ισχυριστούμε ότι οι ρεμπέτες ανέβηκαν στο βουνό. Δεν ανέβηκαν. Όταν όμως οι εκπρόσωποι του ελαφρού τραγουδιού σίγησαν μετά την αποχώρηση των Ιταλών, πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα δεν δίστασαν να ψυχαγωγήσουν τους Γερμανούς, οι ρεμπέτες εκφράστηκαν, γράφοντας αντιναζιστικά τραγούδια, περιγράφοντας ζωντανά την κατοχική συνθήκη, και σε ορισμένες περιπτώσεις, μιλώντας από καθαρή ταξική θέση. Κάποιοι από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του ρεμπέτικου της εποχής, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης κι ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, γράφουν τραγούδια που καταδικάζουν την κοινωνική ανισότητα και την καταστολή, κι υμνούν τους αντάρτες, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι του Μπαγιαντέρα που ακολουθεί:

ΕΑΜ [Μπαγιαντέρα]

Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,

Στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα

Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,

με τους συντρόφους περπατώ, μέρες, αυγές και βράδια

Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα

Και το ΕΑΜ μες στην καρδιά, γι αυτό θα μπω στο χώμα.

Το Σεπτέμβρη του ’43, μετά την παράδοση της ιταλικής Μεραρχίας Πινερόλο στους αντάρτες, ο Β. Τσιτσάνης παίζει στην Πύλη Τρικάλων αυτοσχέδια τραγούδια για τους εκατοντάδες κατοίκους της περιοχής που έχουν μαζευτεί - κάποια σε ρεμπέτικο σκοπό. Σ’ ένα απ’ αυτά, όπως θυμάται ο Σπύρος Οικονόμου, παλιός αντάρτης του ΕΛΑΣ, τραγουδά ο Δημήτρης Ασβεστάς. Από κει και το μικρό απόσπασμα:

Καλώς τα τ’ ανταρτάκια μας απ’ τα νερά τα κρύα

που πολεμούσαν στα βουνά για την ελευθερία”.

Από τα πιο φλογερά αντιστασιακά ρεμπέτικα, αυτό που γράφτηκε για τον Άρη μετά το θάνατό του. Ο Νίκος Μάθεσης έγραψε τους στίχους και το μελοποίησε ο Μανώλης Χιώτης (1945). Το τραγούδι δεν ηχογραφήθηκε, και μετά το θάνατο του Χιώτη (1970), ο Μιχάλης Γενίτσαρης μελοποίησε εκ νέου στα 1974 τους στίχους του Μάθεση. “Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού έκατσα και το ‘γραψα, γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος”, διηγείται ο Νίκος Μάθεσης.

Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια

ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα

Τι έχεις κλαψοπούλι μου και χαμηλά κοιτάζεις

για πες μου τι σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις

Μαράθηκαν τα λούλουδα χάθηκε το φεγγάρι

ένας λεβέντης έσβησε που τον ελέγαν Άρη

Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια

θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια

Αλλά και στη διάρκεια του Εμφυλίου πήραν θέση οι ρεμπέτες.

Ρεμπέτικο της εμφυλιακής περιόδου, κι η ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’ του Βασίλη Τσιτσάνη. Αφηγείται ο ίδιος: “Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε κ’ τη μελωδία. (…)Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ότι είχα μέσα μου και ότι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο «Ματωμένη Κυριακή», διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα μιας Κυριακής, είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου κι εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι. (…)”.

ΟΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ

Από τον αγώνα δεν λείπουν οι εικαστικοί δημιουργοί, προπαγανδίζοντας με τα ιδιαίτερα όπλα τους τα μηνύματα της Αντίστασης.
Η άνοδος του κινήματος, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του πολιτικού ρόλου της χαρακτικής, που αποκτά ιδιαίτερο κοινωνικό αντίκρισμα. Η αγωνιστική χαρακτική, που ξεκινά με δημοσιεύσεις στο ‘Ριζοσπάστη’ και σ’ άλλα αντιστασιακά έντυπα, γίνεται κυρίαρχη κατεύθυνση. Οι Γιώργος Φαρσακίδης, Δημήτρης Γιολδάσης, Μέμος Μακρής, Γιάννης Κεφαλληνός, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Χρήστος Δαγκλής, Βάλιας Σεμερτζίδης, Χρήστος Καπράλος, Κώστας Γραμματόπουλος, Άννα Κινδύνη, Γιάννης Στεφανίδης, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Γιώργος Σικελιώτης, Θανάσης Απάρτης, Ορέστης Κανέλλης, Τάσσος, και πολλοί άλλοι ακόμα συνθέτουν έναν ενιαίο τύπο προπαγανδιστικής τέχνης, σαφή, πειστικό και άμεσο ως προς το περιεχόμενό του.

Ένας ιδιαίτερος εικαστικός, στρατευμένος στην Αντίσταση είναι κι ο Φωκίων Δημητριάδης, που αποτυπώνει με τα χαρακτηριστικά σκίτσα του τον καθημερινό αγώνα και τα δεινά του δοκιμαζόμενου λαού, αξιόπιστο τεκμήριο της κατοχικής περιόδου όπως την έζησε ο λαός της μεγαλούπολης, αντανακλώντας τη λαϊκή ματιά, και μαζί τις αξίες και τον βαθύ ανθρωπισμό των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Αντίστασης.

Καθημερινή ήταν η περισυλλογή χιλιάδων αποστεωμένων νεκρών από τα κάρα του Δήμου, εξαιτίας του λιμού.

 

 

 

 

Ο ΝΕΟΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ.
Οι Αθηναίοι δεν έχασαν το χιούμορ τους: -Καλημέρα. Πόσα; -Δεκαπέντε. Εσύ; -Είκοσι.
Επρόκειτο για τα κιλά που έχασαν.

"Δεν το θέλω. Σκότωσες τον μπαμπά μου!"

ΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ ΜΑΣ.
-Όχι κύριε, όχι από σας!...

"Κατά τη γενική απεργία του Ιουλίου 1943 οι Γερμανοί πυροβόλησαν στο πλήθος των διαδηλωτών. Μεταξύ των θυμάτων και μια κοπέλα που έπεσε τραυματισμένη μπροστά στο τανκ. Ο οδηγός έβαλε μπρος και καταπλάκωσε την τραυματισμένη".

 

 

 

 

Η τρομοκρατία των κατοχικών αρχών απέναντι στους Έλληνες πολίτες έλαβε απροκάλυπτο χαρακτήρα.

-Ώστε δεν έχεις πενήντα λίρες να μου δώσεις; 
Τότε είσαι κομμουνιστής και θα τουφεκισθείς!

ΣΑΔΙΣΜΟΣ
Η μνηστή του φονιά ενός προδότη υπουργού υποχρεώνεται να καθίσει 
σε μια αναμμένη ηλεκτρική κουζίνα. Παρ' ότι υπέστη τρομερά εγκαύματα,
δεν μαρτύρησε τους συντρόφους της.

 

 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Το μικρό μας αφιέρωμα στους εικαστικούς της Αντίστασης, θα ήταν λειψό, χωρίς μια ελάχιστη αναφορά στους φωτογράφους της Αντίστασης, τον Σπύρο Μελετζή και τον Κώστα Μπαλάφα: 
…”Όταν αρχίσαµε να συνειδητοποιούμε τι είναι σκλαβιά, πείνα, τρομοκρατία, ξυλοδαρμοί, βασανιστήρια, εκτελέσεις, κρεµάλες, κάψιµο χωριών, […] να µας αρπάζουν το ψωµί, να µην αφήνουν τίποτα δικό µας, τότε καταλάβαµε τι θα πει σκλαβιά και κατοχή […] Και μέσα σε κείνη την κατάμαυρη απελπισία, ακούστηκε το βροντερό, το εθνοσωτήριο σάλπισµα του Ε.Α.Μ., που καλούσε σε παλλαϊκό ξεσήκωµα όλο τον Ελληνικό λαό για την επιβίωσή του, για τη λευτεριά του […] Όποιος έτυχε εκείνη την εποχή και ανέβηκε στα βουνά και βρέθηκε στην ανταρτοκρατούµενη περιοχή στην Ελεύθερη Ελλάδα, αυτός δε θα ξεχάσει ποτέ σε τι περιβάλλον βρέθηκε […] Μέσα σε αυτό το περιβάλλον το γεμάτο ζωή και δράση βρέθηκα και εγώ µε τη φωτογραφική µου µηχανή […] και µια μέρα οι φωτογραφίες μου αυτές θα ήταν τα πιο αδιάψευστα, τα πιο αληθινά ντοκουμέντα που θα φανέρωναν […] όλη αυτή τη δράση και τη δημιουργική πνοή που πραγματοποιούνταν σε όλους τους τομείς και σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής στην Ελεύθερη Ελλάδα (…)”, καταθέτει ο Σπύρος Μελετζής. Ο Κώστας Μπαλάφας πάλι, αποθανάτισε τόσο την πορεία του ελληνικού στρατού στην αναμέτρηση με τους Ιταλούς, όσο και του αγώνα των ελασιτών, ως τυφεκιοφόρος του ΕΛΑΣ κι ο ίδιος. Λέει: “Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. (…) Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου• […] Αυτόν το λαό φωτογραφίζω. (…) Τον ενθουσιασμό και τη λεβεντιά των ανταρτών αλλά και τις καταστροφές, τους σκοτωμούς, τα καμένα χωριά και τον πόνο του λαού μας".

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

… “Έχει σημασία να τονιστεί πως οι αντάρτες κι ο πληθυσμός της υπαίθρου αισθάνθηκαν πολύ την ανάγκη της τέχνης. Κι όπου δεν είχαν ειδικούς ανθρώπους, γίνονταν οι ίδιοι τεχνίτες, δημιουργούσαν μοναχοί τους (…) Τα παλικάρια που πολεμούσαν χρειάζονταν τραγούδια. Έδιναν μάχες κι ήθελαν να τις θυμούνται. Έμπαιναν στα χωριά κι έπρεπε να τα ξεσηκώσουν. Ποιος θα ‘γραφε τους στίχους; Ποιος θα ‘βρισκε το σκοπό; Οι ποιητές, οι μουσουργοί, έλειπαν στα κέντρα. Μα οι πολεμιστές, ο αγωνιζόμενος λαός, δεν απογοητεύονταν εύκολα. Αυτοί που με το τίποτα είχαν δημιουργήσει έναν επίφοβο στρατό, αυτοί που είχαν θεμελιώσει μια νέα κατάσταση στα χωριά, ήταν ικανοί να τα βολέψουν όλα. Έτσι πέτυχαν αβοήθητοι και στον τομέα της τέχνης. Έκαμαν και θέατρο. Άρχισαν από μιμήσεις σκετς κι έφτασαν σε κανονικές παραστάσεις. Έκαμαν την αρχή με κουβέρτες και στο τέλος διέθεταν σκηνικά. Οι ερασιτέχνες εξελίχθηκαν σε αληθινούς ηθοποιούς (…) Αυτά όλα έγιναν χωρίς διδασκαλίες, αυθόρμητα και ομαδικά, στο περιθώριο της άλλης υπηρεσίας. Και το σπουδαίο είναι πως βρήκαν μεγάλη απήχηση, πήραν παλλαϊκό χαρακτήρα. (…)”,

καταθέτει ο Γιώργος Κοτζιούλας, ποιητής, κριτικός, μεταφραστής και πεζογράφος της Αντίστασης, στον πρόλογο του βιβλίου του “Θέατρο στα Βουνά”, χωρώντας μέσα σε είκοσι αράδες όλη την ουσία της λαϊκής τέχνης που άνθισε στα ελεύθερα ελληνικά βουνά το αξεπέραστο ’44.

Δεν ήταν μόνο ο Κοτζιούλας, που δούλεψε μ’ όλες του τις δυνάμεις για το “Θέατρο του Βουνού”. Ήταν κι ο Βασίλης Ρώτας, από τους στυλοβάτες της πνευματικής δραστηριότητας στους κόλπους του ΕΑΜ, ο μπαρμπα-Βασίλης, όπως τον αποκαλούσαν οι αντάρτες κι ο Γ. Ρίτσος, ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου που συνεργάστηκε στενά με το Ρώτα, ο Χάρης Σακελλαρίου, που έγραψε μονόπρακτα ειδικά για το Θέατρο του Βουνού, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Βάσης, η Άννα Ξένου κι ο Γιώργος Δήμου, επαγγελματίες ηθοποιοί που αφοσιώθηκαν με τη σειρά τους στο Θέατρο στα Βουνά.

Σαν πρώτη αφετηρία αυτής της προσπάθειας, σημειώνεται το Θεατρικό Σπουδαστήριο που ιδρύει ο Βασίλης Ρώτας στα 1942 σε συμφωνία με το ΕΑΜ, που περνάει στην αντιστασιακή ιστορία σαν επονίτικο καταφύγιο. Το θέατρο του Ρώτα λειτουργεί σαν ιδιαίτερη εστία προβληματισμού και ζύμωσης, όπου οι Επονίτες αποκτούν θεατρική παιδεία, ενώ συμμετέχουν σε σωρό εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, σε δρόμους και πλατείες, με κείμενα που ξεσηκώνουν το λαό, ενώ οι εισπράξεις ενισχύουν το ταμείο της Αντίστασης. Το καλοκαίρι του 1944, καθ’ υπόδειξη της ΠΕΕΑ ο Ρώτας ιδρύει τον “Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας”, ως ανταπόκριση στην ανάγκη και το επίμονο αίτημα των ανταρτών για ζωντανή τέχνη και θέατρο, ενώ την ίδια ακριβώς περίοδο, συγκροτείται στα βουνά της Ηπείρου – με τον τρόπο που περιγράφηκε πριν - η ‘Λαϊκή Σκηνή’ του Γιώργου Κοτζιούλα, μαχητή της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, η οποία στηρίζει έμψυχα το θίασο και τη δράση του. Όπως σημειώνεται στον πρόλογο του βιβλίου του Γιώργου Κοτζιούλα, είναι από τις σπάνιες φορές στα παγκόσμια χρονικά δημιουργίας κι ανάπτυξης αντάρτικου θεάτρου σε απελευθερωμένες από κατοχικούς στρατούς περιοχές. Σύμφωνα με τους ερευνητές, παρόμοιο εγχείρημα απαντιέται μόνο την περίοδο των εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων στην Κίνα και το Βιετνάμ, και σε κάποια αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής.

Για την αξία των έργων του Γιώργου Κοτζιούλα, η Έλλη Αλεξίου αποφαίνεται στο περιοδικό ‘Θέατρο’ στα 1976: “Η πατριωτική έξαρση του Γιώργου Κοτζιούλα και η ανεβασμένη πίστη για λευτεριά στο αντάρτικο, υποχρέωνε τον Κοτζιούλα να γίνει διδαχός του αγρότη. Το καθήκον αυτό δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πάνω στα χνάρια του Τσέχωφ ή στις ανέσεις του Γκαίτε. Εδώ ο Κοτζιούλας θα δίδασκε το αλφαβητάρι τέχνης στον άμαθο Έλληνα αγρότη. Οι δυσκολίες δεν αγκάλιαζαν μόνο τη γραφή του ίδιου του έργου, μα και τα συνακόλουθα μιας παράστασης μέσα στις αετοφωλιές των έρημων βουνών, δίπλα στην ένδεια των πάντων, από τα στοιχειώδη σκηνικά, μέχρι το ψωμί που θα μπορούσε να στυλώσει τους ξενηστικωμένους μαχητές-ηθοποιούς”.

Ιδιαίτερη σελίδα στην ιστορία του θεάτρου την περίοδο της Αντίστασης, οι παραστάσεις κουκλοθέατρου με επικεφαλής τον Γ. Ακίλογλου, ο οποίος εμφανίζεται και μιλά στη σχετική ταινία της γνωστής μας, προσφιλούς, που δεν βρίσκεται πια κοντά μας Αλίντας Δημητρίου.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΠΟΝ

 

Απάνω στα ψηλά βουνά αντάρτες επονίτες
παλεύουν για τη λευτεριά, Ελλάδα μας, χτυπώντας τους φασίστες
Αχ Πατρίδα μας γλυκιά, σφυρί, δρεπάνι και γροθιά, εμπρός παιδιά, αχ πατρίδα μας γλυκειά, Δημοκρατία λαϊκιά

Της νέας γενιάς είμαστ’ εμείς το πιο ακριβό καμάρι
που ανοίξαμε το δρόμο μας, Ελλάδα μας, στις 23 Φλεβάρη
Αχ Πατρίδα μας γλυκιά, σφυρί, δρεπάνι και γροθιά, εμπρός παιδιά, αχ πατρίδα μας γλυκειά, Δημοκρατία λαϊκιά

Χέρι με χέρι στη φωτιά όλοι μας ενωμένοι, κάτω ο φασισμός, παιδιά, Ελλάδα μας, η νίκη μας προσμένει. 
Αχ Πατρίδα μας γλυκιά, σφυρί, δρεπάνι και γροθιά, εμπρός παιδιά, αχ πατρίδα μας γλυκειά, Δημοκρατία λαϊκιά

Πρωτοπορία του λαού για μια ζωή καινούργια
δίχως πολέμους και σφαγές, Ελλάδα μας, με Ειρήνη και τραγούδια. Αχ Πατρίδα μας γλυκιά, σφυρί, δρεπάνι και γροθιά, εμπρός παιδιά, αχ πατρίδα μας γλυκειά, Δημοκρατία λαϊκιά

Καθοριστική στο άπλωμα της πολιτισμού και της τέχνης, με σύνθημα “ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ” που πέρασε σ’ όλα τα στόματα από τη μιαν άκρη της χώρας ως την άλλη, ήταν η συμβολή της ΕΠΟΝ. Για την ιστορία, πάνω από 30 χιλιάδες Eπονίτες κι Eπονίτισσες πολέμησαν στις γραμμές του EΛAΣ. Oι πιο πολλοί από τους Eλασίτες της Aθήνας και του Πειραιά ήταν μέλη της EΠON, όπως κι οι μισοί σχεδόν απ’ τους Eλασίτες που χάθηκαν.

Το περιοδικό “Νέα Γενιά” έχει ρόλο έντυπου οργάνου της ΕΠΟΝ σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση, από τον Οκτώβρη του ‘44 μέχρι και το τελευταίο τεύχος, τον Οκτώβρη του ’47, το περιοδικό κυκλοφορεί νόμιμα. Η ΕΠΟΝ ξανανοίγει τα σχολειά, που οι ναζί έχουν μετατρέψει σε στρατώνες, αχούρια, ακόμα και φυλακές. Σε πολλά απ’ αυτά, οι Επονίτες έχουν ρόλο δασκάλου, στις δε περιοχές όπου οι ναζί έχουν κάψει ολόκληρα χωριά, οι Επονίτες καταφέρνουν να χτίσουν πρόχειρα σχολειά. Στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία ιδρύονται με πρωτοβουλία τους γεωργικές σχολές. Ο αγώνας για τη μόρφωση είναι βασική προτεραιότητα. Με τη συνεργασία των κορυφαίων παιδαγωγών, του Δημήτρη Γληνού, του Κώστα Σωτηρίου, της Ρόζας Ιμβριώτη, του Μιχάλη Παπαμαύρου, μελετάται σε βάθος το εκπαιδευτικό ζήτημα, κι εκπονείται εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ξεκινά να υλοποιεί η ΠΕΕΑ. Γράφονται σύγχρονα, προοδευτικά βιβλία που κυκλοφορούν σε 100.000 αντίτυπα, και μοιράζονται για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου δωρεάν στους μαθητές της ελεύθερης Ελλάδας.

Αξιοσημείωτη, με βάση τα δεδομένα της περιόδου, όπως έχει ήδη επισημανθεί, είναι η ανάπτυξη του θεάτρου. Πως αποτιμά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα το ίδιο το ΚΣ της ΕΠΟΝ: “Δημιουργήθηκαν εκατοντάδες θέατρα σ’ όλη την Ελλάδα, όπου για πρώτη φορά τα νιάτα κι ο λαός, ιδιαίτερα της υπαίθρου, ένιωσαν τη χαρά της τέχνης. Εκατοντάδες χορωδίες νέων, θεατρικοί όμιλοι, εκπολιτιστικά συνεργεία, δούλεψαν ως το πιο ξεκομμένο απ’ τη ζωή και τον πολιτισμό ορεινό χωριουδάκι, για να εμψυχώσουν, ν’ ανακουφίσουν, και να δώσουν χαρά και κέφι στο βασανισμένο λαό και τα νιάτα που πολεμούσαν για τη λευτεριά”. “Για πρώτη φορά”, σημειώνει ο στιχουργός και συγγραφέας Ευάγγ. Μαχαίρας, μαχητής του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που συνέλεξε και κατέγραψε πλήθος σωζόμενων ντοκουμέντων για την τέχνη της Αντίστασης, “άκουσαν στα χωριά το Σολωμό, τον Κάλβο, το Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, το Βάρναλη”. Στους κόλπους της ΕΠΟΝ συναντιούνται ο Αργύρης Κουνάδης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο στιχουργός Κώστας Βίρβος. Ο πολιτισμός της ΕΠΟΝ θ’ απλωθεί με πολλούς τρόπους: Οι επονίτες επιλαμβάνονται της ανοικοδόμησης χωριών, γεφυρών και δρόμων, παλεύουν για τις αναδασώσεις, για την καταπολέμηση λοιμωδών νόσων, πολεμούν τα ναρκωτικά.

Θα πρωταγωνιστήσουν και το Δεκέμβρη του ’44, στις μάχες της Αθήνας: Εφορμούν οι Άγγλοι. Στον πλάι τους στοιχίζονται ντόπιες στρατιωτικές δυνάμεις, ένοπλοι μοναρχικοί, χωροφύλακες και συνεργάτες των ναζί – θα φτάσουν τις 16.000. Στις Βρετανικές δυνάμεις προστίθενται συνεχώς ενισχύσεις που φτάνουν καθημερινά απ’ τη Βρετανία και την Ινδία. Στην τελική φάση της αναμέτρησης, ο βρετανικός στρατός αριθμεί πάνω από 75.000 άντρες. Απέναντί τους, λιγότεροι από 10000 αντάρτες – ανάμεσά τους πολλοί φοιτητές. Ο λόχος τους, βαφτίζεται συμβολικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα Λόχος Λόρδος Μπάυρον. Οι ιερολοχίτες δεν χάνουν ούτε μία μάχη. Η Νεάπολη, τα Εξάρχεια, η Αλεξάνδρας, οι Αμπελόκηποι, κρατούν μέχρι τέλους.

Έχε γεια χαρά σπουδάζουσα γενιά
που βγήκες στον αγώνα για τη λευτεριά
βουνά και κάμποι και της Αθήνας όλοι οι δρόμοι αντιλαλούν
Λόρδος Μπάυρον λόχος ΕΛΑΣ ΕΠΟΝ
ιερός λόχος των σπουδαστών
Εμπρός νεολαία σπουδάζουσα εμπρός - εμπρός
εμπρός στον αγώνα τα νιάτα μας εμπρός - εμπρός
δημοκρατία ελευθερία καινούργια γνώση και προκοπή
Λόρδος Μπάυρον λόχος ΕΛΑΣ ΕΠΟΝ
ιερός λόχος των σπουδαστών
Έχε γειά χαρά σπουδάζουσα γενιά
που βγήκες στον αγώνα για τη λευτεριά
κουράγιο και σπάζουν οι αλυσίδες και θα 'ρθουν τα φλάμπουρα της αυγής
Λόρδος Μπάυρον λόχος ΕΛΑΣ ΕΠΟΝ
ιερός λόχος των σπουδαστών
Έχε γειά χαρά σπουδάζουσα γενιά
που βγήκες στον αγώνα για τη λευτεριά
ηρώων θυσίες χαράζουν το δρόμο του χρέους της δόξας και της τιμής
Λόρδος Μπάυρον λόχος ΕΛΑΣ ΕΠΟΝ
ιερός λόχος των σπουδαστών (δις).

Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, αποτυπώνει την ιστορική στιγμή: “Κι ο λόχος των φοιτητών ‘Λόρδος Βύρων’, πολεμώντας στο κέντρο της πόλης, απάγγελνε στίχους από την ‘κατάρα της Αθηνάς’, και σκεφτότανε σαν τι θα μπορούσε να παρηγορήσει τον ίσκιο του Μπάυρον σε τούτο τον κόσμο. Κι απαντούσε καγχάζοντας ο Ελγίνος καθισμένος απάνω στα βαριά πυροβόλα, που αυλακώνανε το σκοτάδι με τις τροχιές των οβίδων τους. Και διακρίνονταν μέσα στη λάμψη τους να ταράζεται σύσσωμος ο Ναός στην κορφή της. Κι ο λόχος των φοιτητών “Λόρδος Βύρων” πολεμούσε στο κέντρο της πόλης. Κι οραματιζόντουσαν, πολεμώντας, φυτείες απέραντες και πόλεις καινούργιες κι εκκλησιές και καμπάνες καινούργιες και… (…) Χριστός Ανέστη! Χριστός Ανέστη! (…) Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Αδέλφια μας όλου του κόσμου. Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.– Ελευθερία ή Θάνατος”!

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Όταν οι μέρες θα γλεντάν κι οι νύχτες θα χορεύουν
και τη χαρά θα τη μετράν μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
τότε να ζεις, αγάπη μου, θυμήσου με κι εμένα
θυμήσου αν ήμουν όμορφος, αν ήμουν παλικάρι
τραγουδιστής και χορευτής και πρώτος στους αγώνες
θυμήσου με αν δεν έγραψα με αίμα τ’ όνομά μου
σε βράχους, σε καστρόπορτες, σε δρόμους σε πλατείες
σε φαντασίες κοριτσιών, σε στόματα αντρειωμένων. Β. Ρώτας

Στο ποίημα του Βασίλη Ρώτα, διαγράφεται η μέθη των ποιητών της εποχής, της πρώτης λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς, που έγραψαν όπως έζησαν - εκείνες τις γεμάτες προσδοκία κι αγώνα μέρες της σφυρήλατης 8ετίας. Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία των αντιστασιακών λογοτεχνών, αποτυπώνονται οι ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις, η τραγικότητα κι ο ηρωικός τόνος των αναμετρήσεων, ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, το όραμα ενός δίκαιου κόσμου. Μπορούμε να μιλήσουμε για θεματική ενότητα κι ενιαία ποιητική φωνή, που επιβάλλεται από την ίδια τη φυσιογνωμία του αγώνα και τη συνειδητή στράτευση. Μεταξύ των αντιστασιακών ποιητών και πεζογράφων της εποχής, οι Άρης Αλεξάνδρου, Μιχάλης Κατσαρός, Μανώλης Αναγνωστάκης, Μενέλαος Λουντέμης, Μέλπω Αξιώτη, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Ρίτσος, Ρίτα – Μπούμη Παπά, Ασημάκης Πανσέληνος, Αντώνης Βρατσάνος, Γιάννης Δάλλας, Δημήτρης Χριστοδούλου, Γιώργης Παυλόπουλος, Δημήτρης Χατζής.

Το σύνθημα για την έναρξη της πνευματικής αντίστασης, δίνουν δυο ποιητές: Ο Άγγελος Σικελιανός κ’ ο Κώστας Βάρναλης. Ο Κωνσταντίνος Δημαράς σε επιφυλλίδα στην εφημερίδα ‘Ελεύθερο Βήμα’ της 31/5/1941 γράφει: ‘Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν οι πνευματικοί άνθρωποι ότι δεν ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά σε μια ολότητα’. (…) Στο παράνομο έντυπο, τους ‘Πρωτοπόρους’, που κυκλοφορεί από τον Αύγουστο του ’43 ως το τέλος του χρόνου, ο Μάρκος Αυγέρης στηλιτεύει τις τάσεις φυγής στη λογοτεχνία, (…) διευκρινίζοντας ότι οι ‘Πρωτοπόροι’ θα δράσουν με την αισθητική θεωρία ‘της Τέχνης για τη Ζωή’. Όλες οι μορφές είναι δεχτές, δηλώνει, μόνο το περιεχόμενο ενδιαφέρει, και θυμίζει στους λογοτέχνες πως κάνουν τέχνη κι όχι δημοσιογραφία. Μόνη προϋπόθεση, να διαπνέονται τα έργα από ένα αίσθημα ελευθερίας· όχι κήρυγμα ελευθερίας: ‘Κανένα κήρυγμα δεν είναι τέχνη’, τονίζεται. Η εφημερίδα ‘Πρωία’, με πρωτοπόρους τους Βάρναλη και Νίκο Καρβούνη, γίνεται βήμα αντίστασης δεκάδων λογοτεχνών κ’ πανεπιστημιακών. Στις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών κ’ λογοτεχνών για το δυνάμωμα του Αγώνα πρωτοστατούν οι κόκκινοι λογοτέχνες: Ο Μενέλαος Λουντέμης, που γράφει φλογερά ποιήματα κι αντιστασιακά κείμενα σε κάθε πρόσφορο βήμα, ο Μάρκος Αυγέρης που τίθεται επικεφαλής του ΕΑΜ λογοτεχνών, ο Βασίλης Ρώτας, από τους θεμελιωτές της πολιτιστικής δραστηριότητας της ΕΠΟΝ και του Θεάτρου του Βουνού.

Η εφημερίδα «Απελευθερωτής», όργανο της Κ.Ε. του ΕΑΜ (αντιπροσωπεία Αθήνας-Πειραιά) στο φύλλο της Πέμπτης  12 Οκτωβρίου 1944 αναγγέλλει τη χαρμόσυνη είδηση της αποχώρησης των τελευταίων Γερμανών στρατιωτών από την Αθήνα. Για τη Θεσσαλονίκη η απελευθέρωση της πόλης έγινε στα τέλη Οκτωβρίου του ’44. Ωστόσο  στην περιοχή των Χανίων τα υπόλοιπα των γερμανικών στρατευμάτων αποχώρησαν μετά τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου, το Μάιο του 1945.

 

Απελευθέρωση της Αθήνας (φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη)

Το Δεκέμβρη του ’44, η πνευματική πρωτοπορία του τόπου στοιχίζεται και πάλι με το λαό στους δρόμους της Αθήνας. Το μήνυμα στεντόρειο:

“Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα”.

“Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει”, ειπώθηκε. Ο Δεκέμβρης του ’44, μ’ όλες τις επαγωγικές σημάνσεις του, επηρεάζει βαθειά την προοδευτική διανόηση, σημαδεύοντας το έργο των σημαντικότερων πεζογράφων και ποιητών της περιόδου: ‘Ο μεγάλος Δεκέμβρης’ του Μενέλαου Λουντέμη. ‘Αθήνα 1944-45’ (χρονικό), και ‘Εικοστός αιώνας’ (μυθιστόρημα) της Μέλπως Αξιώτη. ‘Η φωτιά’ του Δημ. Χατζή. ‘Δεκέμβρης’ του Τάσου Λειβαδίτη. ‘Το αγρίμι’ του Νικηφόρου Βρεττάκου. ‘Στο οδόφραγμα’ του Γιάννη Δάλλα. ‘Αθήνα – Δεκέμβρης ‘44’ της Ρίτας Μπούμη-Παπά.

Ο Δεκέμβρης προοιωνίζεται τον Εμφύλιο, μ’ όλα τα χαρακτηριστικά μιας σκληρής ταξικής αναμέτρησης. Τα όρια είναι πεντακάθαρα, το ίδιο και το διακύβευμα. Κι ο αγώνας μέχρις εσχάτων. Που δίνεται στα βουνά από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά κι απ’ όλους τους κομμουνιστές και συνοδοιπόρους αγωνιστές, σε κάθε μετερίζι και στα νησιά της εξορίας. Η Τέχνη πάντα παρούσα. Η Καίτη Δρόσου, συντρόφισσα του Άρη Αλεξάνδρου και καρδιακή φίλη του Γιάννη Ρίτσου, ποιήτρια κι η ίδια, καταθέτει: “1948: Τα ξερονήσια είναι κόλας γεμάτα. Αρχίζει ο αποικισμός της Μακρονήσου. Του λοιπού, ο κόσμος, ο κόσμος μου είναι κλειστός. Ακόμη και το «καλημέρα, είμαι καλά και υγεία ποθώ» κυκλοφορεί λογοκριμένο στα δελτάρια, με σταθερές τα νησιά Ικαρία, Λήμνος, Μακρόνησος, Άη Στράτης”. Κι ο Γιάννης Ρίτσος απ’ το Κοντοπούλι της Λήμνου, σε λογοκριμένο γράμμα του προς την Δρόσου στις 10 Νοεμβρίου του ’48: “… Φτάσαν οι αγέρηδες – σφυρίζουν απ’ όξω – τριζοβολάν τα τζάμια. Είναι μια αγριάδα και μια δύναμη. Βαθαίνει η ερημιά. Μα η καρδιά είναι γεμάτη – το ξέρεις – γεμάτη χαρά κι ομορφιά. Δουλεύω πολύ. Γράφω κάθε μέρα – ασταμάτητα – ένας πυρετός – θέλω να σας φιλήσω απ’ τη χαρά μου – γιατί κι η πίκρα είναι χαρά – μπορώ να τη φτιάξω χαρά. Εσύ καταλαβαίνεις. Σου γράφω βιαστικά – με περιμένουν τα χαρτιά μου. Τέλειωσα ένα θεατρικό. Έβαλα μπρος και δεύτερο – και ποιήματα. Ζωγραφίζω κιόλας. Μου στείλανε νερομπογιές. Έχω και κάτι σχέδια απ’ τη ζωή μας. Σωστός πυρετός. Είμαι καλά. Χαίρουμαι να με βιτσίζει ο αγέρας στο πρόσωπο” (…).

Τ’ αντιστασιακά “Ελεύθερα Γράμματα”, που είχε ιδρύσει το ’45 0 Δημήτρης Φωτιάδης, όπου δημοσιεύονταν κείμενα του Νίκου Βέη, του Λαμπρινού, του Ρίτσου, του Έρενμπουργκ, συνεχίζουν να εκδίδονται με την ευθύνη του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Τάσου Βουρνά. Η πεζογραφία στις επάλξεις: Διαβάζουμε, από τη “Σφαγή του Κομμένου” του Γιάννη Δάλλα: “ Άμποτε η μικρή αυτή θυσία μας να γίνει μια σκαλωσιά πιο πάνου για τη Λευτεριά και τη Δικαιοσύνη. Εκείνοι πέσανε, μα μεις θα παλέψουμε ακόμα. Και τα χέρια που λείπουνε, είπα, εμείς, όχι τόσοι που είμαστε, αλλά και μισοί από τους μισούς ακόμα να ‘μαστε, θα τα χιλιοδιπλώσουμε”. Ο Δημήτρης Χατζής καταθέτει τ’ αγωνιστικά του κείμενα με τίτλο “Θητεία”. Μικρό απόσπασμα από τη “Μουργκάνα”: “Μα πάνω απ’ όλα πρέπει να μπει το μυστικό της ταχτικής του Δημοκρατικού Στρατού – της ταχτικής της ενεργητικής άμυνας. Αυτό δεν είναι λόγος αδειανός σαν τους όρους των στρατηγών της Αθήνας. Ενεργητική άμυνα θα πει, πέντε ντουφέκια που χτυπούν έναν ολάκερο εχθρικό καταυλισμό, μια προφυλακή που γίνεται γραμμή κύριας άμυνας. Θα πει ποδάρια που περπατούνε – ξυπόλυτα κάποτε – μέσα σε λάσπες και χιόνια για να φτάσουν πίσω από τις εχθρικές θέσεις. Θα πει νάρκες που τινάζουνε τ’ αυτοκίνητα μακριά από το μέτωπο. Όλμοι που κουβαλιούνται δέκα και δώδεκα ώρες στην πλάτη. Θα πει ένας σύνδεσμος δεκαοχτώ χρονών που τρέχει ανάμεσα από τις σφαίρες, ένας γέρος μεταγωγικός που κουβαλάει στην πλάτη του ένα κορίτσι με σπασμένο ποδάρι και αυτό τραγουδάει: Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα”.

Η όξυνση της ταξικής αντιπαράθεσης, φωτογραφίζεται στα ποιήματα και τ’ αντάρτικα τραγούδια των μαχητών του

Δημοκρατικού Στρατού, που γράφονται ανάμεσα στη μια μάχη και την άλλη. Στην καθημερινή εφημερίδα του ΓΑ του ΔΣΕ, «Εξόρμηση», καθιερώνεται η στήλη «ΑΓΩΝΑΣ και ΤΕΧΝΗ», που αφορά κυρίως τη λογοτεχνική δραστηριότητα των μελών του ΔΣΕ, όπου δημοσιεύονται συνήθως ποιήματα νέων κυρίως αγωνιστών, χωρίς πρότερη λογοτεχνική θητεία, που είτε υπογράφουν με τ’ όνομά τους, ή με ψευδώνυμο ή αρχικά, είτε μένουν ανώνυμοι. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύονται και ποιήματα καταξιωμένων λογοτεχνών, όπως και νεότερων, που έχουν ασκηθεί στην ποίηση και την πεζογραφία στα χρόνια της εαμικής Αντίστασης. Κάμποσα από τα ποιήματα των νέων κι ανώνυμων μαχητών που δημοσιεύονται στην «Εξόρμηση», έχουν πρωτο-δημοσιευτεί σε έντυπα των διαφόρων τοπικών Αρχηγείων και σε φυλλάδια. 

Από την εφημερίδα - όργανο της Δημοκρατικής Νεολαίας Ελλάδας (ΔΝΕ) του ΔΣΕ, «Νέος Μαχητής», και το παρακάτω απόσπασμα από ανυπόγραφο ποίημα, που δημοσιεύεται στις 6 του Δεκέμβρη 1947 (φύλλο 1ο), στη στήλη «ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ».

«Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ»

«Λεύτερα σεις αγρίμια μου τα δόντια σας τροχίστε

και σεις πυκνά χιονόδεντρα σφίξετε τα κλαδιά σας

να μην πατήσει ο τύραννος το λεύτερό σας χώμα.

Κι όταν θε νάρθει η Άνοιξη και λιώσουνε τα χιόνια

και θα φυσήξει δροσερό της λευτεριάς τ' αγέρι

αητέ μου δος μου τα φτερά κι ελάφι μου τα πόδια

και ρεματιά μου την ορμή για να χυθώ στον κάμπο, να δώσω βόλι στο φονιά και λευτεριά στο σκλάβο».

Χαρακτηριστικό και το ποίημα “ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ” του μαχητή του ΔΣΕ Π. Καρυώτη, που απαγγέλθηκε στο βουνό στις 28 του Οκτώβρη του 1948, και δημοσιεύτηκε προφανώς σ’ έντυπο του Δημοκρ. Στρατού της περιόδου. Διαβάζουμε μικρό απόσπασμα:

Μα η φλόγα της πίστης σου φέγγει στη νύχτα,

στρατέ του λαού της Ελλάδας δυο χρόνια.

Λιτόχωρο - Γράμμος, ο δρόμος π' ανοίγει

με τ' άξια σου τ' άρματα, φτάνει στη νίκη.

Προχώρα, προχώρα!... Οι τύραννοι κάτου!

Για πάντα να φύγουν κι οι ξένοι δυνάστες”.

Αυτό το ανεξάντλητο πνευματικό ρεύμα, δεν θ’ ανακοπεί παρά με τη δραματική έκβαση του Εμφυλίου. Δεν θα στομώσει όμως,

ούτε θα χαθεί. Στις φυλακές και τις εξορίες, σε κάθε μετερίζι αντίστασης και μαζί - δημιουργίας, η παρακαταθήκη της ηρωικής 8ετίας θα συνεχίσει να καρπίζει, καρπούς ανεκτίμητου πολιτισμού.

Κλείνουμε μ’ ένα μικρό απόσπασμα από το “ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ” του Νίκου Μπελογιάννη, που πρωτογράφτηκε το 1945 και ξαναδουλεύτηκε το 1951 στη φυλακή, μήνες μόνο πριν την εκτέλεσή του. Φωτεινή βεβαίωση της φλόγας που έκαιγε τους ανυπέρβλητους εκείνους τελάληδες της ελευθερίας, “τέκνα της ανάγκης κι ώριμα τέκνα της οργής”. Το απόσπασμα αφορά ένα βιβλίο που γράφεται γύρω στα 1806, Ανωνύμου Έλληνος, κι επιγράφεται “Ελληνική Νομαρχία”: “… Δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ίσως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Έλληνα», τον κάθε Έλληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά κι αγωνιστικό πνεύμα. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους. (…) Απ’ αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους κι αγανάχτηση γι αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση”.

Και η Έλλη Παππά στον πρόλογο: “…Μπορεί η ανθρώπινη μοναξιά ν’ αρχίζει εκεί όπου τελειώνουνε τα όρια της ανθρώπινης δημιουργικότητας, εκεί όπου στομώνει η ικανότητα του ανθρώπου ν’ αλλάζει τους όρους της ζωής του, εκεί όπου εξαντλείται η μαχητικότητα κι αρχίζει η παραδοχή της ήττας. Μέσα σ’ όλα αυτά νομίζω πως βρίσκεται η σημασία της μελέτης του Νίκου Μπελογιάννη για την Ιστορία της Ελληνικής Σκέψης. Από το ανολοκλήρωτο δεύτερο κεφάλαιο, από τα ανολοκλήρωτα κομμάτια για τον 19ο αιώνα, από τις σημειώσεις, τις αποδελτιώσεις, τα σχόλια του βγαίνει ένα μήνυμα, που πιστεύω πως θα το νιώσουνε τα παιδιά του σήμερα: μελετάτε, ερευνάτε, δημιουργείτε, μη δεχτείτε ποτέ πως είσαστε δέσμιοι του ιμπεριαλισμού, του συστήματος, ή οποιουδήποτε άλλου δαίμονα της εποχής μας – και της εποχής σας”.

Ο Μπελογιάννης δεν επιδίωξε μια στείρα εξιστόρηση της διαδρομής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, αλλά, όπως σημειώνεται και στ’ οπισθόφυλλο του βιβλίου του, την παρακολούθηση “της συνάρθρωσης λαού, γλώσσας και λογοτεχνίας, που συστήνει την εθνική κοινότητα, που συγκροτεί την ιδιαίτερη ταυτότητα και τη συνείδηση του νεοελληνικού έθνους”. Ο πολιτισμός των εαμιτών, των εξόριστων αγωνιστών και των μαχητών του ΔΣΕ, και στην έννοια αυτή χωράνε όλοι οι αγώνες που δόθηκαν για την απελευθέρωση από τα δεσμά – όλα τα δεσμά, σηκώθηκε σ’ αυτό το ύψος: του μπολιάσματος της λαϊκής συνείδησης - κόντρα στην κυριαρχία της αστικής τάξης και της ιδεολογίας της - με το νάμα της αξιοπρέπειας, του πατριωτισμού, του ανυποχώρητου αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα, της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Μαλλιά σγουρά, μαλλιά κοράκου χρώμα

που ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά

σας αγαπούσα πάντοτε και τώρα          

η δόλια μου καρδιά στενάζει και πονά   

Πάει καιρός που έβγαινες στους δρόμους

τη σκούφια φόραγες λεβέντικα στραβά

και τα μαλλιά χυτά πάνω στους ώμους

τ' ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά

Θα 'ρθουν καιροί, καιροί ευτυχισμένοι

σκλάβοι δε θα 'ναι τότε οι λαοί

θα ζούμε τότε πια αδερφωμένοι

σε μια ελεύθερη ειρηνική ζωή

Εγώ Άη-Στρά-, Άη-Στράτη δε φοβάμαι

είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά

τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν

δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά.

 

 

Διαβάστε επίσης