"Το τελευταίο σημείωμα" του Παντελή Βούλγαρη

Κατηγορία: 

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, μον’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.

Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος. Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω. Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα. Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους, δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται παρά που τους προδώσανε απορρίμματα δικά μας. Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες, που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν, και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους! Απ’ τα ιερά τους κόκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κι η λεφτεριά του ανθρώπου. Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.   

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Την 1η Μάη του 1944, 200 κρατού­μενοι κομμουνιστές στο γερμανικό στρα­τόπεδο συγκέντρω­σης του Χαϊδαρίου, μεταφέρονται από το μπλοκ 15 - των μελ­λοθάνατων - στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής για εκτέλεση: Αντί­ποινα των ναζί για την εξολό­θρευση του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών, υποστρά­τηγου των γερμα­νικών στρα­τευμάτων κατοχής, Φραντς Κρεχ, και της 3μελούς συνοδείας του στις 27 Απρίλη του ’44, λίγο έξω από τους Μολάους της Λακωνίας, από διμοιρία του 8ου Συν­τάγματος του ΕΛΑΣ.

Μεταξύ των διακοσίων, ένα 14χρονο αγόρι, ανάπηροι πολέμου και ο Ναπο­λέων Σουκατζίδης, γεν­νη­μένος στην Προύσα της Μικράς Ασίας, στέλεχος του ΚΚΕ. Η δίωξη του Σουκατζίδη έχει ξεκινήσει με τον εκτοπισμό του στον Άη Στράτη από τη δικτατορία Μεταξά, για ν’ ακολουθήσει η μεταφορά του στην Ακροναυπλία το Φεβρουάριο του 1937, απ’ όπου και θα παραδοθεί στους ναζί (ανάμεσα σ’ εκατο­ντάδες πολιτικούς κρατούμενους) τον Α­πρί­λη του 1941. Θα μετα­φερθεί ύστερα στις φυλακές των Τρικάλων και της Λάρισας, και το Σεπτέμβρη του 1943 στο Στρα­τόπεδο Συγ­κέντρωσης του Χαϊ­δαρίου, όπου πρέπει να εκτελεί μεταξύ άλλων χρέη διερμηνέα, καθώς γνωρίζει καλά τα γερμανικά (και ρωσικά, αγγλικά, γαλλικά και τουρκικά). Όταν ο διοικητής του στρατοπέδου επιχειρεί, λίγο πριν το μοιραίο πρωί, ‘να τον γλυτώσει’, αντικαθιστώντας τον με άλλον κρατούμενο, ο Σουκατζίδης αρνεί­ται κατηγο­ρηματικά, κι ακολουθεί το δρόμο της εκτέλεσης μαζί με τους 199 συντρόφους του.

Η οργή - κι η περηφάνια για τον Σουκατζίδη και τους 200 της Και­σαριανής, έχει ποτίσει κείμενα, τραγούδια, πύρινους στίχους σαν τους παραπάνω του Κώστα Βάρ­ναλη, και μακρούς δρόμους αγώ­νων. Εκατόν εβδομήντα απ’ τους 200 ήταν Ακροναυπλιώτες (κι οι υπόλοιποι 30 πρώην εξόριστοι της Ανάφης). Οι ναζί δεν αρκέστηκαν σ’ αυτούς. Στο πλαίσιο των αντι­ποίνων για τον Κρεχ, διατά­χτηκε κι «ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συν­αντήσουν τα γερμανικά στρα­τεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην έξωθεν των χωρίων», πέρα από την εκτέλεση «100 άλλων Κομμου­νιστών τους οποίους εφό­νευσαν αυτοβούλως υπό την εντύ­πωσιν του κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί» (εννοούνται οι ταγμα­τασφαλίτες της περιοχής). Οι εκτελεσμένοι και δολοφονημένοι των αντιποίνων για τον ναζί στρατηγό θα φτάσουν τους 325, σε σύνολο 39.000 εκτελεσμένων της ναζιστικής θηριωδίας στη διάρκεια της Κατοχής, δεόντως υποβοη­θούμενης από ντόπια κατακάθια, δωσίλογους και γερμανοτσολιάδες.

Η τραγικότητα ωστόσο της εκ­τέλεσης των διακοσίων κομμου­νιστών, πέρα από το ιδιαίτερο ‘χρώμα’ αυτής καθαυτής της μέρας (1η του Μάη), υπογραμμίζεται κι από μια σειρά λεπτομέρειες, που έγιναν ευρύτερα γνωστές στην πάροδο των χρόνων. Όπως εν­δεικτικά το περιεχόμενο κάποιων από τα σημειώματα που έγραψαν ορισμένοι στη διαδρομή με τα καμιόνια και τα πέταξαν στο δρό­μο, για να τα μαζέψουν πατριώτες κάτοικοι της Καισαριανής και να τα παραδώσουν αργότερα στις οικογένειες των νεκρών. Σαν αυτό του Χανιώτη γεωπόνου Νίκου Μαριακάκη, που γράφει: _«Καλύ­τερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος». Ή του Μήτσου Ρε­μπούτσικα, από την Αχαγιά: «Αγα­πημένοι μου, ο θάνατός μου δεν θα πρέπει να σας λυπήσει, αλλά να σας ατσαλώσει πιο πολύ για την πάλη που γίνεται». Του Ηπειρώτη δά­σκαλου Κώστα Τσίρκα: «Πρωτο­μαγιά. Γεια σας, όλοι πάμε στην μάχη», και του 14χρονου Ανδρέα Λυκουρίνου από την Καλλιθέα: «Πατέρα, με πηγαίνουν στην Καισαριανή για εκτέλεση με άλλους επτά κρατούμενους. Μη λυπάστε. Πεθαίνω για τη Λευτεριά και την Πατρίδα». Του εργάτη Σάββα Σαββόπουλου: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα, πως ούτε στιγμή δε χάσαμε την πίστη στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ένωσης. Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου, με σκληρή δουλειά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ», και τέλος, του ίδιου του Σουκατζίδη, που στον πατέρα του Φώτη γράφει: «Πατερούλη, πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περή­φανος για το μονάκριβο γιο σου…» Και στην αρραβωνιαστικιά του Χαρά: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυ­χισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου».

Δεν είναι χωρίς σημασία και το γεγονός πως έχει από το Μάρτη συσταθεί η Κυβέρνηση του Βου­νού, κι ο ΕΛΑΣ ολοκληρώνει θρι­αμ­βευτικά την αντεπίθεση: Η Ελεύθερη Ελλάδα, ως συμπαγής, συνεχόμενη ελεύθερη περιοχή, πιάνει πια από τα ελληνοαλβανικά σύνορα ως έξω απ’ την Αθήνα, την ίδια ώρα που ο Κόκκινος Στρατός προελαύνει ακάθεκτος. Δικαίωση -και πίκρα μαζί για τους Ακ­ρο­ναυπλιώτες, που δεν αφήνουν να φανεί στιγμή ... “Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια”.  Οι τελευταίες τους κουβέντες είναι για την πα­τρίδα, τον κόσμο που οραμα­τίστηκαν, τη λευτεριά.

Με τούτα κατά νου, η πρόθεση του Παντελή Βούλγαρη να περι­γράψει αν μη τι άλλο με σεβασμό τις τελευταίες μέρες των διακοσίων της Καισαριανής στο πανί, σε μια περίοδο όπου βυσσοδομεί (όλο και πιο απροσχημάτιστα) η αντίδραση κι ο αντικομμουνισμός, είναι σε κάθε περίπτωση μια γενναία πρό­θεση, κι ως τέτοια, οφείλουμε να τη χαιρετίσουμε.

Δεν μπορούμε παρόλα αυτά να προσπεράσουμε κάποιες αδυ­ναμίες, κυρίως ως προς τη μορφή, που συνεπάγονται συχνά χάσμα με το περιεχόμενο. Αρχής γενομένης από τον μελοδραματικό τόνο, που προδίνεται κι απ’ αυτόν ακόμα τον τίτλο. Την αγάπη του για το με­λόδραμα, ο δημιουργός του “Προ­ξενιού της Άννας” την έχει ξεδι­πλώσει κάμποσες φορές• πιο χαρακτηριστικά τα τελευταία χρό­νια, στις “Νύφες”. Το χρονικό όμως των τελευταίων ημερών των 200 της Καισαριανής, δεν σηκώνει μελοδραματικές αποστροφές. Ή διεκτραγώδηση. Είναι θεμιτό να διεκτραγωδεί κανείς (υπό όρους) το αφανές. Το κρυμμένο. Δεν υπάρχει όμως τίποτα αφανές στη βαρβα­ρότητα των ναζί – ή τη λεβεντιά των κομμουνιστών.

Υπερσκηνοθετείται εν τέλει ένα εμφατικά απλό – όσο και μεγα­λειώδες χρονικό, όπου η καθα­ρότητα της στάσης τα λέει όλα. Δεν έχει κανείς παρά να τη φωτο­γραφίσει μ’ εντιμότητα, χωρίς να προσθέσει το παραμικρό. Γιατί το παραπανίσιο συσκοτίζει εν προ­κειμένω την ουσία. Στη βάση αυτή, άλλο τόσο αταίριαστο είναι το στρογγύλεμα. Οι έντονα λυρικές - και μεταφυσικές νύξεις, οι ενατε­νίσεις του στερεώματος, τα σταυ­ρο­κοπήματα. Γυναίκες κι άντρες που ‘χουν διαπαιδαγωγηθεί και σφυρηλατηθεί στις φυλακές και τα ξερονήσια χωρίς να κατεβάσουν στιγμή το βλέμμα, δεν έχουν ανάγκη χριστιανικής παρηγοριάς, και δεν ατενίζουν την ύστατη στιγμή τα ουράνια, αλλά το αύριο των ανθρώπων. Το αύριο μιας πατρίδας λεύτερης και λαοκρα­τούμενης, το όραμα ενός δίκαιου κόσμου. Η ιστορία αυτών των ανθρώπων δεν έχει στρογγυλές ή μαλακές περιοχές. Είναι γωνιώδης – και τραχιά.   Για τον Σουκατζίδη και τους διακόσιους, τους Επονίτες του Υμηττού και τους ιερολοχίτες του Δεκέμβρη, για την αντάρτισσα του Δημοκρατικού Στρατού που έκλαψε για πρώτη φορά γοερά όταν οι σύντροφοί της δεν την πήραν κοντά στη μάχη – βαριά τραυ­ματισμένη καθώς ήταν, περισ­σεύ­ουν οι πολύπλοκες περιγραφές. Κι αν, σε τελευταία ανάλυση, υπ­ά­ρ­­­­­­χουν παραπάνω από ένας τρόποι ν’ αναμετρηθεί κανείς με το θά­νατο, κανένας δεν είναι πιο ίσιος απ’ αυτόν. Και ίσια πρέπει ν’ απο­δοθεί.

Η προσπάθεια παρόλα αυτά του Βούλγαρη, να μιλήσει για μια πλευρά της κατασυκοφαντημένης απ’ την αντίδραση ιστορίας των Ελλήνων κομμουνιστών, δεν είναι αμελητέα. Γιατί βάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ένα μικρό λιθάρι στον αγώνα να μην ξεχαστούν οι χτεσινοί αγώνες κι οι θυσίες. Για να καρπίσει το χυμένο αίμα των συντρόφων.

Θέμις

Διαβάστε επίσης