Αλήθειες και ψέματα για τους πραγματικούς στόχους των εξαγγελιών Γαβρόγλου

Κατηγορία: 

Αν ο εμπαιγμός και η κοροϊδία αποτελούσαν επιστημονικά αντικείμενα, αναμφίβολα ο καλύτερος διδάξας θα ήταν το Υπουργείο Παιδείας. Και αυτό διότι οι εξαγγελίες Γαβρόγλου στις 3/9 για τις επιχειρούμενες αλλαγές στο Λύκειο και το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι γεμάτες από κούφιες εντυποσιωθηρικές λέξεις και ηχηρές περιγραφές για να συγκαλύψουν ουσιαστικά τις βαθιά ταξικές αντιεκπαιδευτικές αλλαγές που (και) αυτή η κυβέρνηση προωθεί. Μετά τη δημοσίευση των πορισμάτων της επιτροπής Λιάκου και του «Εθνικού-Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία» και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση των νόμων για τις αλλαγές σε ΑΕΙ-ΤΕΙ τον Αύγουστο του 2017 και των αλλαγών στις δομές εκπαίδευσης τον Ιούνιο του 2018, έρχεται τώρα η σειρά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να μπει στην «κλίνη του Προκρούστη» για να εναρμονιστεί πλήρως με τις αντιλαϊκές μνημονιακές πολιτικές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.

Αλήθειες και ψέματα για τις νέες αλλαγές

«Ευνοούνται κυρίως οι μαθητές που δεν έχουν την οικονομική ευχέρεια για ιδιαίτερα και φροντιστήρια». Ψέμα. Στην πραγματικότητα οι ταξικοί φραγμοί εντείνονται απροκάλυπτα, αφού πλέον οι μαθητές θα φτιάχνουν μηχανογραφικά από τη Β’ Λυκείου, και με βάση τις επιλογές τους (οι οποίες θα μπορούν να αλλάξουν μέχρι τα μέσα της Γ’ Λυκείου- μετά θα είναι οριστικές μέχρι και το τέλος της Γ’ Λυκείου), οι σχολές θα χωρίζονται σε σχολές «χαμηλής» και «υψηλής» ζήτησης. Είναι βεβαίως προφανής ο σκοπός του διαχωρισμού των σχολών και αυτός δεν είναι άλλος από τη δημιουργία αυριανών εργαζόμενων που επίσης θα είναι «χαμηλής» ή «υψηλής» ζήτησης. Ακόμα, η όξυνση της εξειδίκευσης και του εξεταστικοκεντρικού χαρακτήρα του «νέου» Λυκείου, στο οποίο οι μαθητές θα καλούνται να διαλέγουν σχολή ήδη από τη Β’ Λυκείου, είναι προφανές ότι πετάει έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τους μαθητές «των πίσω θρανίων», οι οποίοι δε θα έχουν πλέον θέση στο Λύκειο που μοναδικό σκοπό έχει την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και όχι την ολόπλευρη και σε βάθος μόρφωση της νέας γενιάς. Μάλιστα, για να ξεδιαλύνει τις όποιες αμφιβολίες, το Υπουργείο ξεκαθαρίζει ότι η κατάθεση μηχανογραφικού στη Β’ Λυκείου δεν είναι υποχρεωτική για όλους τους μαθητές, παρά μόνο για εκείνους που θέλουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πόρτα της εξόδου από το σχολείο για χιλιάδες μαθητές ή στην καλύτερη οδηγώντας αρκετούς από αυτούς στην απλήρωτη μαθητεία και τη δωρεάν εργασία.

«Εισάγεται η ελεύθερη πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση με την απόκτηση του απολυτηρίου». Ψέμα. Οι μόνες σχολές στις οποίες θα υπάρχει «ελεύθερη» πρόσβαση θα είναι οι λεγόμενες σχολές «χαμηλής ζήτησης» και τα διετή προγράμματα σπουδών που δημιουργήθηκαν πέρυσι με το νόμο Γαβρόγλου. Όταν αναφερόμαστε, βέβαια, σε σχολές «χαμηλής ζήτησης» ή στα περίφημα διετή προγράμματα σπουδών που έχουν αρχίσει να θεσπίζονται σε διάφορα τμήματα ΤΕΙ, οφείλουμε να κάνουμε ξεκάθαρο πως πρόκειται για σχολές με πετσοκομμένα έως ανύπαρκτα επαγγελματικά δικαιώματα, με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία αποφοίτων με πτυχία-κουρελόχαρτα και καταρτισμένων ελαστικών εργαζόμενων χωρίς κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα.

«Η αύξηση των ωρών διδασκαλίας θα συνοδευτεί από μία λελογισμένη αύξηση της ύλης». Αλήθεια. Πράγματι, το Υπουρ­γείο Παιδείας δε θεωρεί ότι είναι αρκετή η επικέντρωση σε τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, δεν είναι αρκετή η αφαίρεση της Ιστορίας και της Βιολογίας από τη Γενική Παιδεία, δύο μαθημάτων που έδιναν τη δυνατότητα στους μαθητές να έρχονται σε επαφή και να αποκτούν γνώσεις για την εξέλιξη των κοινωνιών και για τον φυσικό κόσμο, αλλά αυξάνει και την ύλη, μετατρέποντας το Λύκειο σε φροντιστήριο που μοναδικό σκοπό έχει την ταχεία μετάδοση της ιδιαίτερα ογκώδους διδακτέας ύλης.

Τα Λατινικά, η Κοινωνιολογία και μια αναγκαία σημείωση

Οφείλουμε να κάνουμε μία σημείωση για το ζήτημα της κατάργησης των Λατινικών. Είναι καταρχήν φανερό ότι η συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα λειτουργεί εντελώς αποπροσανατολιστικά για το ουσιαστικό περιεχόμενο των επικείμενων αλλαγών και ως τέτοια πρέπει να ιδωθεί. Από την άλλη, δεν μπορεί το θέμα αυτό να αφήνεται βορά είτε στον ψευτομοντερνισμό του ΣΥΡΙΖΑ είτε στην αρχαιοπληξία της ΝΔ. Απέναντι στην αρχαιολατρία και την προγονοπληξία που προβάλλουν διάφοροι συντηρητικοί κύκλοι εντός και εκτός εκπαίδευσης δεν αρκούν εύκολες αναγνώσεις και απόλυτες κρίσεις, κυρίως μάλιστα από οργανώσεις που (θέλουν να) αναφέρονται στο προοδευτικό κίνημα και την αριστερά. Αν συνδεθεί η κατάργηση των Λατινικών με τις εξελίξεις στις καθηγητικές σχολές και την προσπάθεια απόσπασης της διδακτικής επάρκειας από τα πτυχία και ιδιαίτερα με την υποβάθμιση των πτυχίων των αποφοίτων των σχολών Ανθρωπιστικών Σπουδών, τότε φαίνεται ακόμη πιο έντονα πως σκοπός του συγκεκριμένου μέτρου είναι να πλήξει περαιτέρω τα επαγγελματικά δικαιώματα των εκπαιδευτικών και να αιτιολογήσει με τον τρόπο αυτό λιγότερες προσλήψεις φιλολόγων, να θέσει απέναντι με συντεχνιακό τρόπο φιλολόγους και κοινωνιολόγους, αλλά και να υποβαθμίσει το περιεχόμενο των ανθρωπιστικών σπουδών.

Η αριστερά και το προοδευτικό κίνημα από πολύ παλιά τάχθηκαν απέναντι στην αρχαιομανία που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει όχι μόνο τις ανθρωπιστικές σπουδές γενικά, αλλά και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ειδικά. Αυτό όμως καθόλου δε σημαίνει ότι οι αρχαίες γλώσσες δεν έχουν θέση στην εκπαίδευση γιατί «είναι νεκρές». Τα Λατινικά (προφανώς όχι με τον τρόπο που διδάσκονται σήμερα στο σχολείο, κάτι που όμως ισχύει για όλα τα μαθήματα και για το οποίο την πλήρη ευθύνη έχουν διαχρονικά όλες οι ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας που προωθούν τη στείρα αποστήθιση και την παπαγαλία), μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση όχι μόνο ρωμαϊκών κειμένων ή λατινογενών γλωσσών, αλλά και ευρύτερα στη βαθύτερη γνώση των θεμελίων ολόκληρων επιστημονικών τομέων, της φιλοσοφίας, της ευρωπαϊκής ιστορίας, της αρχαιολογίας, ακόμη και της ελληνικής γλώσσας μέσω της συγκριτικής γλωσσολογίας.

Γενικότερα, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε διαλεκτικά οποιαδήποτε επιστήμη, οφείλουμε να πούμε πως κανένα γνωστικό αντικείμενο, πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε στις ανθρωπιστικές σπουδές δεν μπορεί να διδάσκεται ξεκομμένο από τη μή­τρα του, αλλά πρέπει να εξετάζεται στην κίνηση και την ιστορικότητά του. Από την άποψη αυτή, θεωρούμε πως η κατάργηση των Λατινικών συνιστά πισωγύρισμα και όχι πρόοδο, όσο και αν δεν έχουμε την παραμικρή αυταπάτη πως στο πλαίσιο του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος κανένα πρόγραμμα σπουδών δεν πρόκειται να απαντήσει στις ανάγκες του λαού για πραγματική, ουσιαστική και ολό­πλευρη μόρφωση.

Οι πραγματικοί στόχοι των αλλαγών στο Λύκειο

Κατά την άποψή μας, ο πραγματικός στόχος των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων είναι να εναρμονιστεί πλήρως η εκπαίδευση με τις επιταγές του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, όπως αυτές περιγράφονται ιδιαίτερα στις Συνθήκες της Λισαβόνας, της Πράγας, της Μπολόνιας, στο «εκπαιδευτικό μνημόνιο» της ΕΕ και στις προτάσεις του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση. Τι σημαίνει εναρμόνιση της εκπαίδευσης με τις επιταγές ΕΕ-ΟΟΣΑ;

1.Όξυνση των ταξικών φραγμών, κατηγοριοποίηση των μαθητών και συρρίκνωση του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γι’ αυτό το λόγο σκοπός των εξαγγελιών του ΥΠΕΘ είναι η δημιουργία τριών κατηγοριών μαθητών. Η πρώτη αφορά τους μαθητές που θα καταφέρουν να εισαχθούν στις «καλές» σχολές και στα τμήματα «υψηλής ζήτησης». Η δεύτερη αφορά εκείνους που θα εισάγονται στα τμήματα «χαμηλής ζήτησης» ή στα διετή προγράμματα σπουδών και που προορίζονται να γίνουν καταρτισμένοι χαμηλόμισθοι και χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα εργαζόμενοι, ενώ η τρίτη αφορά τα παιδιά που θα πάρουν -εφόσον το καταφέρουν- το απολυτήριο Λυκείου και που οδηγούνται στο μορφωτικό, εργασιακό και κοινωνικό περιθώριο.

2.Υποβάθμιση της Γενικής Παιδείας. Η πολιτική των μνημονίων προτάσσει την πλήρη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Οτιδήποτε δεν αφορά το άμεσο επιχειρηματικό κέρδος και την καπιταλιστική αγορά κρίνεται περιττό και αφαιρείται. Γι’ αυτό το λόγο καταργούνται η Ιστορία και η Βιολογία και για τον ίδιο λόγο αφαιρούνται και τα Λατινικά από την πρώτη Ομάδα Προσανατολισμού. Όσα παραπλανητικά επιχειρήματα κι αν παραθέσει η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, όσες αποπροσανατολιστικές κοκορομαχίες κι αν γίνουν στα δελτία των οχτώ για τα Λατινικά και την Κοινωνιολογία, δε θα μπορέσει να κρυφτεί η ουσία της συντεταγμένης προσπάθειας υποβάθμισης και συρρίκνωσης των ανθρωπιστικών και κλασικών σπουδών, αφού αυτές δεν ανταποκρίνονται «στις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας».

3.Εντατικοποίηση, εξειδίκευση, κατάρτιση. Σε συνέχεια της κατάργησης μαθημάτων Γενικής Παιδείας, η Γ’ Λυκείου μετατρέπεται -όπως ρητά παραδέχεται και το Υπουργείο Παιδείας- σε «προπαρασκευαστικό έτος για το Πανεπιστήμιο», ενώ το Λύκειο χάνει εντελώς τον παιδαγωγικό και τον ευρύτερα παιδευτικό του ρόλο. Γι’ αυτό οι Ομάδες Προσανατολισμού γίνονται τέσσερις, ώστε κάθε Ομάδα να αφορά μονάχα εξειδικευμένα επιστημονικά αντικείμενα και στείρα α­πο­στήθιση αποσπασματικών γνώσεων. Γι’ αυτό προωθούνται ιδιαίτερα τα διετή προγράμματα σπουδών απ’ τα οποία θα βγαίνει καταρτισμένο φθηνό εργατικό δυναμικό, όπως ακριβώς επιτάσσει η αντιλαϊκή πολιτική των μνημονίων.

4.Υποβάθμιση του ρόλου των εκπαιδευτικών και προώθηση της αξιολόγησης. Στο «νέο» Λύκειο που οραματίζεται το Υπουργείο Παιδείας, οι εκπαιδευτικοί προορίζονται να είναι απλοί διεκπεραιωτές της εξεταστικής διαδικασίας, καθώς ο παιδευτικός τους ρόλος ουσιαστικά ακυρώνεται και βασική τους αρμοδιότητα πρέπει να είναι η προετοιμασία των μαθητών για τις εξετάσεις. Η επίταση του εξεταστικοκεντρικού χαρακτήρα του σχολείου, έχει βέβαια κι ένα ακόμη αποτέλεσμα: Οι ομάδες σχολείων και εκπαιδευτικών που θα «συνεργάζονται» για τη συγκρότηση των θεμάτων των εξετάσεων και για τη διόρθωσή τους, θα αφορά τους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές μονάδες που θα πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις της αντιλαϊκής και αντιεκπαιδευτικής αξιολόγησης.

Με αυτό τον τρό­πο τίθεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο που βάζει επί τάπητος την υποβάθμιση ολό­κληρων σχολείων και τις απολύσεις εκπαιδευτικών που θα επιλέξουν να μη συμ­­μορφωθούν με το εξεταστικοκεντρικό και αντιπαιδαγωγικό εκπαιδευτικό μοντέλο του Υπουργείου.

Οι επιχειρούμενες αλλαγές ως κομμάτι της πολιτικής των μνημονίων

Όλα αυτά έρχονται να συντρίψουν περαιτέρω τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα μιας γενιάς που καλείται να συνηθίσει ως «κανονικότητα» την ανεργία, τις επισφαλείς εργασιακές σχέσεις, την απλήρωτη ή ανασφάλιστη δουλειά, τους μισθούς και τα μεροκάματα πείνας, τη μετανάστευση. Όλα αυτά έρχονται να υποβαθμίσουν ακόμη περισσότερο τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των χιλιάδων κλειστών σχολείων, του μειωμένου κατά 30% αριθμού των εκπαιδευτικών. Φτά­νουν και περισσεύουν οι ευχές του υ­πουρ­γού και των παρατρεχάμενών του στους μαθητές που λιποθυμούν από την πείνα, που τους πετσοκόβονται τα μορφωτικά δικαιώματα και τους στερείται η εργασιακή προοπτική. Στους αναπληρωτές και μόνιμους εκπαιδευτικούς που καλούνται κάθε χρόνο να καλύψουν χιλιάδες κενά και μεταφέρονται απ’ τη μια άκρη της χώρας στην άλλη. Στους γονείς που είδαν τους μισθούς και τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται, που απολύθηκαν, που βρίσκονται στην ανεργία και που παλεύουν με νύχια και με δόντια να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο.

Όπως ξεδιάντροπα, ψευδώς και με απόλυτο κυνισμό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπόσχεται σ’ έναν λαό ρημαγμένο από τη βαθιά ταξική και αντιλαϊκή πολιτική των τελευταίων χρόνων ότι «βγαίνουμε από τα μνημόνια» την ίδια στιγμή που υπόσχεται στους «εταίρους» ιμπεριαλιστές ότι «θα εφαρμοστούν ως το τέλος όλες οι δεσμεύσεις της χώρας», έτσι και το Υπουργείο Παιδείας, βαφτίζοντας το ψάρι κρέας, ισχυρίζεται ότι δήθεν «αναβαθμίζει» τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η μόνη απάντηση που οφείλει να δώσει το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να ακουστεί καθαρά και ξάστερα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη: Οι εξαγγελίες του ΥΠΕΘ για τις αλλαγές στο Λύκειο ΔΕ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ!

Μαθητική-Φοιτητική Πορεία

Διαβάστε επίσης