Πριν λίγους μήνες τα ονόμαζαν «κολέγια». Σήμερα η Α. Διαμαντοπούλου τα αποκαλεί «ΚΕΜΕ-κολέγια». Αυτή η μετονομασία τους ήταν ουσιαστικά και η …μεγαλύτερη αντίσταση που επέδειξε η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, στον (υποκριτικό) αγώνα της να προασπίσει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και να περιορίσει τις ορέξεις της ιδιωτικής παρ-εκπαίδευσης.
Το ΕΚΕΠΙΣ (Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης) αφού διέλεγξε με αντικειμενικότητα, αυστηρότητα και λεπτομέρεια τα 40 υποψήφια ΚΕντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης μέσα σε 40 ημέρες (δηλαδή, με απλά μαθηματικά, 1 εκπαιδευτήριο ανά ημέρα), αξιολόγησε ότι 33 από αυτά ήταν άξια να λάβουν την πολυπόθητη άδεια ίδρυσης. Τα ΚΕΜΕ πλέον υφίστανται και με τη σφραγίδα του νόμου.
Εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που το ΕΚΕΠΙΣ έσπευσε να «αξιολογήσει» τα εν λόγω εκπαιδευτήρια, διότι οι ιδιοκτήτες τους (οι μέχρι πρότινος αποκαλούμενοι «κολεγιάρχες») ήθελαν τα μαγαζιά τους να είναι έτοιμα στα μέσα του Οκτώβρη, οπότε και ξεκινά η εκπαιδευτική (ο Θεός να την κάνει) χρονιά. Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας βρήκαν τρόπο να …δώσουν ώθηση στην παγωμένη αγορά, θεσμοθετώντας, για μια ακόμη φορά, υπέρ της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Χωρίς συστολές πια, το κράτος πριμοδοτεί ανερυθρίαστα την πώληση διπλωμάτων και πιστοποιητικών από τα πάσης φύσεως εκπαιδευτήρια, το εμπόριο (ούτε καν της γνώσης) αλλά της κατάρτισης και της αποσπασματικής εκπαίδευσης.
Τα ΚΕΜΕ-κολέγια χρωστούν, σε σημαντικό βαθμό, την υπόθεση της αναγνώρισής τους στις εκπαιδευτικές κατευθυντήριες γραμμές των Βρυξελλών και τις γενικές πολιτικές επιλογές της ΕΕ. Ωστόσο μόνο τα 20 από τα 33 αυτά ιδρύματα λειτουργούν ως παραρτήματα ευρωπαϊκών πανεπιστημίων· 5 ΚΕΜΕ «συνεργάζονται» με ιδιωτικά κολέγια της Αμερικής, ενώ 8 ΚΕΜΕ παρουσιάζονται μάλλον αυτοτελή. Εδώ ακριβώς, τίθεται το ερώτημα: Τελικά, για τη λειτουργία των ΚΕΜΕ, είναι απαραίτητη η σύνδεσή τους με κάποιο μητρικό πανεπιστήμιο του εξωτερικού; Απ’ ό,τι φαίνεται, «όχι». Παρόλα αυτά, μερίδα της ελληνικής εκπαιδευτικής αρθρογραφίας παρατηρεί ότι από τα 40 ΚΕΜΕ που κατέθεσαν αίτημα αδειοδότησης, τα 7 απέτυχαν διότι «υπήρχε πρόβλημα στη διασύνδεσή τους με τα ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα».
Δυστυχώς, την ίδια στιγμή που μέσα από τις ασάφειες και το ομιχλώδες νομικό τοπίο η ιδιωτική παραπαιδεία διακριτικά ισχυροποιείται, ο φοιτητικός και σπουδαστικός κόσμος παρακολουθεί τις εξελίξεις ανενημέρωτος ή, σίγουρα, ανενεργός. Την ίδια στιγμή που ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιωτικών Κολεγίων Ελλάδος καμαρώνει ότι, πλέον «οι οικογένειες έχουν μπροστά τους μια νέα επιλογή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση», η εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έχει το κουράγιο να δώσει μια φραστική έστω απάντηση στην πρόκληση. Κι ενώ τα ΚΕΜΕ-κολέγια (τουλάχιστον εκείνα που λειτουργούν ως παραρτήματα ιδιωτικών πανεπιστημίων του εξωτερικού) εξασφαλίζουν για τους αποφοίτους τους αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, τουλάχιστον 24 ειδικότητες ΤΕΙ δεν έχουν επιτύχει κάτι αντίστοιχο για τους δικούς τους πτυχιούχους. Και ενώ οι κολεγιόπεδες έρχονται να διεκδικήσουν, μέσω ΑΣΕΠ, τις ίδιες θέσεις εργασίας με τους αποφοίτους των δημόσιων τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ένα ασυντόνιστο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα περιορίζει τον αγώνα του στη διεκδίκηση ενός φοιτητικού πάσου.
Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, πίσω από τις σχετιζόμενες με το πρόβλημα λέξεις (Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης, Υπουργείο Παιδείας, Δια βίου Εκπαίδευσης και Θρησκευμάτων) δεν κρύβεται πια, αλλά παρελαύνει, η πρόθεση του κράτους να στρέψει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων στο κυνήγι διπλωμάτων και πιστοποιητικών κατάρτισης, να μεταθέσει την ευθύνη της ανεργίας στο άτομο που δεν κατόρθωσε να συλλέξει τα «απαιτούμενα» μόρια για να διεκδικήσει την πρόσληψή του.
Πρώτη πράξη αντίστασης στη διαμορφούμενη αυτή νέα κοινωνική (και όχι απλά «εκπαιδευτική») κατάσταση είναι, ακριβώς, η ενημέρωση για τις διαστάσεις τού προβλήματος.