"Λαϊκή Ενότητα" Μια αναπαραγωγή της πολιτικής που διαιωνίζει τις ρεφορμιστικές αυταπάτες

Η αδιέξοδη  πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ  που έχει οδηγήσει  όχι μόνο στο να μένουν απείραχτα τα μέτρα των δύο πρώτων μνημονίων αλλά και στο φόρτωμα του ελληνικού λαού με ένα τρίτο βαρύ μνημόνιο, μαζί με τη μεγάλη απογοήτευση και δυσαρέσκεια που έφερε σε μεγάλος μέρος ψηφοφόρων και μελών του, άνοιξε ρήγμα και μέσα στις γραμμές του που έφτασε μέχρι την κοινοβουλευτική ομάδα και τα ανώτερα πολιτικά όργανά του.
Μετά την άρνηση ψήφισης στη Βουλή της συμφωνίας που υπόγραψε ο Αλ.Τσίπρας με την ΕΕ, από μερίδα βουλευτών του, μετά την καταψήφιση στη Βουλή από την ίδια μερίδα των βουλευτών των νομοσχεδίων με τα «προαπαιτούμενα» αντιλαϊκά μέτρα της συμφωνίας και, τέλος, με το όχι και το παρών βουλευτών στην ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή για το μνημόνιο, καταμεσίς Αυγούστου, σημειώθηκαν  ραγδαίες εξελίξεις στο κυβερνητικό κόμμα που είχαν σαν κατάληξη τη διάσπασή του.
Διάσπαση που πυροδοτήθηκε με την κίνηση του Αλ.Τσίπρα να δρομολογήσει ταχύρυθμες εκλογές με στόχο να ξεκαθαρίσει την κοινοβουλευτική ομάδα του από τους διαφωνούντες και καταψηφίζοντες και, ταυτόχρονα, από την αντίδραση των βουλευτών της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσουν ανεξάρτητη κοινοβουλευτική ομάδα με τον τίτλο «ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ» (Λ.Ε.). Επακολούθησαν μαζικές παραιτήσεις από τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ στελεχών και μελών που ακολουθούν τη «Λ.Ε.» και η τελευταία μπήκε στο δρόμο της μετατροπής της σε πολιτικό φορέα με στόχο να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο στις σύντομα επερχόμενες εκλογές. Για το σκοπό αυτό διεξάγει συζητήσεις και με άλλες δυνάμεις (ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ.), ο επικεφαλής της, Π.Λαφαζάνης, αποδέχτηκε διερευνητική εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συγκρότηση κυβέρνησης, και σε όλη τη δημόσια παρουσία της προσπαθεί να δώσει την εικόνα της δύναμης εκείνης που κρατά «με συνέπεια»  την «αντιμνημονιακή πολιτική» του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας την ηγεσία του ότι την εγκατάλειψε και «συνομολόγησε μνημόνια».
Η  «Λ.Ε.» διατυπώνει σε υψηλούς τόνους έναν αντιμνημονιακό καταγγελτικό λόγο και με αυτό το πολιτικό προφίλ και την οικειοποίηση του Όχι του δημοψηφίσματος απευθύνεται στο εκλογικό σώμα, και ιδιαίτερα στους αριστερούς ψηφοφόρους.
Εκφράζει, ωστόσο, κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ των προηγούμενων χρόνων; Και είναι χωρίς ευθύνη για τη θλιβερή μνημονιακή κατάληξη της κυβέρνησής του;

Χρειάζεται να θυμίσουμε πως τον βασικό κορμό της «Λ. Ε.» συγκροτούν στελέχη και δυνάμεις που προήλθαν από το ΚΚΕ πρωτοστάτησαν και συνέπραξαν στο κοινό πόρισμα της ΕΑΡ του Λ.Κύρκου και του ΚΚΕ και  στη δημιουργία του ενιαίου ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, την αλήστου μνήμης εποχή των συγκυβερνήσεων Τζανετάκη και Ζολώτα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Για την ακρίβεια είναι άνθρωποι που γαλουχήθηκαν μέσα στις ρεφορμιστικές θεωρίες και πολιτικές που πρόβαλλε το ΚΚΕ επί ηγεσίας Χ. Φλωράκη και μιλούσαν για «μια άλλη οικονομική πολιτική» που προτείνει «δημιουργία κρατικών φορέων σε βασικούς τομείς της οικονομίας», «αναζωογόνηση της οικονομίας με αύξηση των δημόσιων επενδύσεων», «ουσιαστική συμμετοχή των εργατών στη διαχείριση των επιχειρήσεων», πάλη κατά των «επιλογών της ΕΟΚ» και άλλα παρόμοια.
Μετά την κρίση που έφερε τη νέα διάσπαση του ΚΚΕ, αρχές της δεκαετίας του 1990,  αυτοί επέλεξαν να ενωθούν με τις δυνάμεις του ευρωκομμουνιστικού ΚΚΕ Εσωτερικού. Για δυόμιση δεκαετίες έχουν πορευθεί ως «αριστερή τάση» μέσα στον ΣΥΝ και στον ΣΥΡΙΖΑ κατέχοντας ηγετικά πόστα και ενεργώντας ως αριστερή επικάλυψη μιας αποκομμουνιστικοποιημένης πολιτικής που πρόβαλλε ρεφορμιστικά «εναλλακτικά σχέδια», αναζητούσε «προ­γραμματικές συμφωνίες» με το ΠΑΣΟΚ, εξωράιζε την ΕΕ, υποστήριζε την «ευρωπαϊκή προοπτική» και καλλιεργούσε την απάτη του «προοδευτικού μετασχηματισμού» της ΕΕ σε «Ευρώπη των εργαζομένων, της ειρήνης, της δημοκρατίας και της ελευθερίας».
 Αυτή η πολιτική δεν άλλαξε όταν  ενέσκυψε η λαίλαπα των μνημονίων, απλά ο ΣΥΡΙΖΑ φόρεσε ένα κάλπικο αντιμνημονιακό μανδύα και έγινε κήρυκας μιας πολιτικής  που καλλιέργησε την απάτη ότι με την «επαναδιαπραγμάτευση» μέσα στην ΕΕ και με μια «αριστερή κυβέρνηση»  θα «σκίζονταν τα μνημόνια». Πολιτική που υπηρέτησαν και υποστήριζαν οι δυνάμεις της «Αριστερής Πλατφόρμας» που απαρτίζουν, σήμερα, τη Λ.Ε. ακόμα και όταν ο ο Αλ. Τσίπρας άρχισε να χτίζει πιο στενές σχέσεις με τα ξένα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ντόπιους εκπροσώπους της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, πραγματοποιώντας πυκνές επισκέψεις στην ηγεσία της ΕΕ και στις ΗΠΑ, συναντήσεις με τον ΣΕΒ  και προβαίνοντας σε αποκαλυπτικές δηλώσεις που διαβεβαίωναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί τη θέση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στη Δύση, ότι δεν θέλει «μονομερή καταγγελία του μνημονίου», ότι είναι υπέρ της «υγιούς επιχειρηματικότητας» κ.α. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκαν «αιτία ρήξης» για την «Αριστερή Πλατφόρμα». Αντίθετα,  έγινε διαπρύσιος υποστηρικτής του «προγράμματος Θεσσαλονίκης» του Αλ. Τσίπρα  που διέγραψε τη διακήρυξη για «άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών μέτρων με ένα νόμο» και κατέλαβε περίοπτες υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συναινώντας  στη κυβερνητική συνεργασία με το δεξιό εθνικιστικό κόμμα του Καμμένου και στην εκλογή του υπουργού της ΝΔ, Π. Παυλόπουλου, στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αποδέχτηκε την κατάπτυστη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου της κυβέρνησης με την ΕΕ που αποτέλεσε προοίμιο του νέου μνημονίου. Υποστήριξε ακόμα και το μνημόνιο των 47 σελίδων που πρότεινε η κυβέρνηση πριν το δημοψήφισμα, ενώ και όταν ακόμα καταψήφισε το εκτρωματικό τρίτο μνημόνιο που υπόγραψε ο Αλ. Τσίπρας καθ’ υπαγόρευση της ΕΕ, ο επικεφαλής της τότε «Αριστερής  Πλατφόρμας», σημερινής Λ.Ε,  συνέχισε να δηλώνει πως «στηρίζει την κυβέρνηση» !
Ο σημερινός διαχωρισμός της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ και ο μετασχηματισμός της σε  Λ.Ε δεν μπορεί να την απαλλάξει από τη συνευθύνη της για την πολιτική που εξαπάτησε τον ελληνικό λαό και του έριξε πάνω του ένα ακόμα μνημόνιο. Δεν μπορεί να την απαλλάξει ακόμα περισσότερο για το λόγο ότι αυτός  ο διαχωρισμός δεν εκφράζει  μια απόρριψη της πολιτικής που προηγήθηκε και είναι η γενεσιουργός αιτία της κυβερνητικής συνθηκολόγησης και της υποταγής στους μνημονιακούς εκβιασμούς και απαιτήσεις της ΕΕ.

Ποιος είναι ο χαρακτήρας της «ρήξης» της Λ.Ε με τον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι μήπως  η άρνηση της πολιτικής της «προοδευτικής διακυβέρνησης της χώρας», που επαγγέλθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με την εκλογική ανάδειξη «κυβέρνησης της Αριστεράς»; Είναι μήπως η υποστήριξη του αιτήματος της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, που παρουσιάσθηκε το τελευταίο διάστημα σαν η «μεγάλη διαφορά» της «Αριστερής Πλατφόρμας» με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;
Στο ζήτημα αυτό η πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Π. Λαφαζάνης, στις 21.8.2015, σαν πρόεδρος της Λ.Ε ήταν αρκετά αποκαλυπτική:
Το πολιτικό πρόγραμμα που παρουσίασε, «ένα πρόγραμμα πρώτα απ’ όλα παραγωγικής ανασυγκρότησης», όπως τόνισε, με στόχους τη «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους», την «εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών», ένα «ισχυρό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων», τη «δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο στους στρατηγικούς τομείς», πέρα από το ότι ακούγεται σαν μακρινή ηχώ της ρεφορμιστικής πολιτικής του ΚΚΕ, όπου μαθήτευσε  ο πρόεδρος της Λ.Ε, στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά μια επαναφορά του προγράμματος που πρόβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, ως «εναλλακτική αντιμνημονιακή λύση» και «εναλλακτική διέξοδο από την κρίση» και που και τώρα στις «Θέσεις για ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο του όχι», που διατύπωσε η Λ.Ε ως πρόταση πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας, επίσης, χαρακτηρίζεται ως «εναλλακτική λύση στη Μνημονιακή τραγωδία». Ενός προγράμματος που έχει για βάση μια κυβερνητική διαχείριση  σοσιαλδημοκρατικού τύπου και, στην πραγματικότητα, αποτελεί  μια «εναλλακτική διαχείριση» του ελληνικού καπιταλισμού.
«Είμαστε η Λ.Ε των εναλλακτικών προτάσεων, της εναλλακτικής λογικής» υπογράμμισε, χαρακτηριστικά, ο Π. Λαφαζάνης. Και μάλιστα, της λογικής που οι εναλλακτικές προτάσεις της κινούνται μέσα στα πλαίσια του ελληνικού καπιταλισμού, για την «παραγωγική ανασυγκρότησή» του  και χωρίς να αμφισβητείται η θέση της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην ομιλία του στη συνέντευξη Τύπου ο Π. Λαφαζάνης δεν είπε κουβέντα για την ΕΕ και το ευρώ. Ειδικά για την έξοδο από την Ευρωζώνη που, υποτίθεται, αποτέλεσε κεντρικό σημείο τριβής της με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, υποχρεώθηκε να μιλήσει μόνο κατόπιν ερώτησης δημοσιογράφου.
 Και τι είπε; Πως η  Λ.Ε προβλέπει «να φύγουμε από την ευρωζώνη» μόνο «εφόσον χρειάζεται». Ή όπως είπε ο Δ. Στρατούλης σε συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ» της 23ης Αυγούστου, « η επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν είναι αυτοσκοπός» και θα γίνει μόνο «αν απαιτηθεί» …Τι άλλο σημαίνουν αυτά τα «αν χρειάζεται» και το «αν απαιτηθεί»,  εκτός από το ότι η  Λ.Ε «μασάει» ακόμα και τη θέση για «έξοδο από το ευρώ» που εμφανιζόταν σαν «η αριστερή κριτική της» στον Τσίπρα,  γιατί αυτός, τάχα, μην έχοντας «σχέδιο Β» (για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα) υποτάχτηκε πλήρως στην ΕΕ;
Η πολιτική της  Λ.Ε  δεν ξεφεύγει από το περιεχόμενο που έδωσε στον αντιμνημονιακό αγώνα ο ΣΥΡΙΖΑ  τα προηγούμενα χρόνια και που τον κατέστησαν, τελικά, κούφιο. Συντηρεί ρεφορμιστικές αυταπάτες και παγιδεύει αριστερό κόσμο σ’ έναν αδιέξοδο δρόμο.
Η κυβερνητική συνθηκολόγηση με τη μνημονιακή πολιτική δεν προέκυψε σαν προϊόν αυθαιρεσίας αλλά σαν καρπός που έπεσε από τον κορμό της διαχρονικής ρεφορμιστικής και φιλοευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Και σ’αυτή την πολιτική, παρά τον οργανωτικό διαχωρισμό της από τον ΣΥΡΙΖΑ,  παραμένει δεμένη η Λ.Ε και, μάλιστα, με τον πρόεδρό της να καυχιέται πως «θα συνεχίσουμε τις καλύτερες παραδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ»…..

Διαβάστε επίσης