Νέο επίπεδο διεκδικήσεων συνιστά η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης

Μετά τη δημόσια αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης, καθημερινές είναι οι αναφορές Ερντογάν σε επεκτατικούς οραματισμούς ανασύστασης των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων των «χιλίων χρόνων».

Τα «σύνορα της καρδιάς» της Τουρκίας αφορούν εδάφη που εκτείνονται από τις ακτές της βόρειας Αφρικής, περνούν από τις φλεγόμενες περιοχές της Μεσοποταμίας και καταλήγουν στα Βαλκάνια. Ο Τούρκος Πρόεδρος επικαλείται ένα αλυτρωτικό κείμενο τον «Εθνικό Όρκο» ή «Εθνικό Συμβόλαιο» (Οθωμανικό ανακτοβούλιο) του 1920, που συντηρούσε την τούρκικη εθνικιστική φλόγα της ανάκτησης των χαμένων εδαφών από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Παράλληλα αναφέρεται και σε εδάφη όπως στη Θεσσαλονίκη, γενέτειρα του Κεμάλ Ατατούρκ, και την Κύπρο και θρηνεί για τη χαμένη πατρίδα των 2 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων του 1914, που κατάντησε να συρρικνωθεί στα 780 τετραγωνικά χιλιόμετρα, συμπεραίνοντας ότι: «όταν αλλάζουν τα πάντα στον κόσμο δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε».

Λίγο διάστημα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και την καρατόμηση χιλιάδων στελεχών του τούρκικου κρατικού μηχανισμού, ειδικά του στρατεύματος, η Άγκυρα επαναφέρει τις πάγιες φιλοδοξίες της, όχι μόνο στην Ανατολή, όπου φαίνεται να απειλείται από την προοπτική συγκρότησης ανεξάρτητης Κουρδικής οντότητας, αλλά και προς τη Δύση, που εποφθαλμιά άμεσα την Κύπρο, το μισό Αιγαίο με τα νησιά του και τη Θράκη.

Οι φραστικές φοβέρες γίνονται πιο απειλητικές καθώς συνοδεύονται και από πύκνωση της τουρκικής κινητικότητας στο Αιγαίο, με υπερπτήσεις και εμπλοκές ανάμεσα σε μαχητικά, αλλά και με “νέα” μέσα όπως οι προκλητικές διελεύσεις με υποβρύχια και οι επικίνδυνες πτήσεις με ελικόπτερα της ακτοφυλακής από λιγότερο έμπειρα πληρώματα, που εγκυμονούν αυξημένους κινδύνους ακόμα και τυχαίας πολεμικής ανάφλεξης. Πρόσφατα επεισόδια οι υπερπτήσεις πάνω από τη νησίδα Παναγιά στα Ανατολικά των Οινουσσών.

Οι επικίνδυνες εξελίξεις, με φόντο την εθνικιστική κλιμάκωση, δεν είναι άμοιρες των πολλών και μεγάλων δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Άγκυρα. Οι φλόγες του πολέμου, εντός και εκτός των ΝΑ συνόρων της, επηρεάζουν άμεσα και τις σχέσεις της με τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που θέλουν να διαφεντεύουν την περιοχή. Την όξυνση των θρησκευτικών και εθνοτικών εσωτερικών αντιπαραθέσεων, ενισχύει η οικονομική κρίση, με συνέπεια τη θεαματική πτώση της λίρας, και ενίσχυση των εσωτερικών αντιπαραθέσεων των διάφορων τμημάτων της τουρκικής ολιγαρχίας (ισλαμικών – κοσμικών) για την αναδιανομή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Η θεαματική αλλαγή στάσης της Άγκυρας προς τη Μόσχα και οι συνεχείς τριβές με την Ουάσινγκτον (Γκιουλέν- Κούρδοι), καθώς και οι αξεπέραστες διαφορές με τις Βρυξέλλες (βίζα – Προσφυγικό) αποτυπώνουν το μέτρο της ανασφάλειας που την διακατέχει, που στρώνουν το δρόμο σε εθνικιστικές επιλογές.

Η εξέλιξη των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας έχει επηρεαστεί από τις πορείες των δύο χωρών, τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα μετά το βαρύ πλήγμα που της κατάφερε η οικονομική κρίση και τα μνημονιακά δεσμά που της πέρασε η ιμπεριαλιστική τρόικα έχει βρεθεί σε πιο δυσχερή θέση να αντιμετωπίσει τις πιέσεις της επεκτατικής πολιτικής της άρχουσας τάξης της Τουρκίας. Η Τουρκία με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία πέρασε σε μια φάση αναβάθμισης της δύναμής της, την οποία αξιοποίησε και στην πολιτική των επεκτατικών βλέψεων της προς το Αιγαίο και τους εκβιασμούς της προς την Ελλάδα. Ωστόσο, τώρα βρίσκεται σε μια φάση αντιμετώπισης σοβαρών προβλημάτων, όπως η όξυνση του Κουρδικού ζητήματος, το μέτωπο που έχει ανοίξει με τη Συρία, η διαταραχή της σχέσης της με το Ιράν. Σε μια φάση αντίστροφη, αυτής των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» που επαγγέλθηκε, πριν μερικά χρόνια, το «δόγμα Νταβούτογλου» και αποτέλεσε το κάλυμμα μιας εξωτερικής πολιτικής άσκησης «νεοοθωμανικής» επιρροής και περιφερειακής δύναμης.
Η ενίσχυση της εθνικιστικής στροφής του καθεστώτος υποβοηθείται και από τη σύγκλιση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ με το ακροδεξιό κόμμα ΜΗΡ των γκρίζων λύκων, προκειμένου να επιτευχθούν οι συνταγματικές φιλοδοξίες του Ερντογάν. Το κλίμα ενδυναμώνει και η κεμαλική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος (CHP), που υπερθεματίζει σε εθνικιστικούς τόνους, κατηγορώντας τον Ερντογάν για παράδοση 16 νησιών στην Ελλάδα.

Από την άλλη μεριά του Αιγαίου, η δήθεν αριστερή κυβέρνηση πατάει στα παραδοσιακά χνάρια των προκατόχων της. Από το «ευχαριστώ» του Σημίτη στις ΗΠΑ το βράδυ των Ιμίων, τη συμφωνία της Μαδρίτης, με την οποία η Ελλάδα αναγνώριζε τα ζωτικά τουρκικά συμφέροντα στο Αιγαίο και στην αποδοχή των Νατοϊκών χαρτών χωρίς συνοριακή γραμμή, η σημερινή κυβέρνηση έφτασε στη δική της «αριστερή» πρόσκληση των Νατοϊκών πλοίων για να περιφρουρούν τα σύνορα από τις προσφυγικές ροές, αφήνοντάς τα ορθάνοικτα στις ιμπεριαλιστικές επιταγές και στην τουρκική προκλητικότητα.

Αυτή ακριβώς η υποτελής πολιτική των κυβερνήσεων της ελληνικής ολιγαρχίας, που εναποθέτουν την προστασία των κυρίαρχων δικαιωμάτων της χώρας στην ομπρέλα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα καλλιεργούν τον εφησυχασμό στο λαό, απέναντι στις τουρκικές απειλές εκτρέφει τις τουρκικές επεκτατικές φιλοδοξίες. Να πώς περιγράφει ο αν. υπουργός Άμυνας, Δ. Βίτσας, την πεπατημένη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις: «Το ζήτημα των παραβιάσεων εμείς το αντιμετωπίζουμε με ψυχραιμία αλλά και αποφασιστικότητα και το μεταφέρουμε στους διεθνείς οργανισμούς και τις συμμαχίες που συμμετέχουμε. Θα καλούσα τη σύμμαχο χώρα να αντιληφθεί ότι κατανοούμε πως βρίσκεται σε μια σχετικά δύσκολη θέση, αλλά δεν πρόκειται να λυθούν τα προβλήματά της βγάζοντάς τα έξω και ειδικά προς την περιοχή του Αιγαίου. Καλούμε και τους Ευρωπαίους συμμάχους και συνεταίρους μας, να αντιληφθούν ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι και τα σύνορα της Ευρώπης. Με αυτή την έννοια να στέρξουν στην προσπάθειά μας να διαμορφωθεί μια σταθερότητα στην περιοχή».

Ο δρόμος αυτός, ωστόσο, καθώς χαράζεται πάνω στο έδαφος που καθορίζουν οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και ανταγωνισμοί, οι δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, η ΝΑΤΟϊκή επιδιαιτησία,  οι πολιτικές των ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων και του σοβινισμού, τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των κυρίαρχων μεγαλοαστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι διεκδικήσεις αλλαγής των συνόρων και η αμφισβήτηση κυρίαρχων δικαιωμάτων, θα παραμείνει αδιέξοδος. Μόνο ο κοινός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, η κοινή πάλη τους ενάντια στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών, ενάντια στην εθνική υποτέλεια και τους εθνικισμούς είναι σε θέση να οδηγήσει σε μια φιλειρηνική και σταθερή επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.

Διαβάστε επίσης