Ο ΣΥΡΙΖΑ για την τριτοβάθμια εκπαίδευση

Κατηγορία: 

Θα απαιτηθούν λίγες ακόμη δηλώσεις σαν κι αυτές του Γλέζου, και λίγη ακόμη τριβή με την πραγματικότητα, για να μπορέσουν ακόμη και τα πιο καλοπροαίρετα κομμάτια της κοινωνίας να παραδεχτούν την ουσία της πολιτικής τού ΣΥΡΙΖΑ και τον πραγματικό, επιζήμιο ρόλο του για τον τόπο.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ενδοιασμό στη κεντρική σκηνή των πολιτικών διεργασιών, με τα φώτα της δημοσιότητας αλλά και το βλέμμα της κοινωνίας καρφωμένα σε αυτή, να μετονομάζει την Τρόικα σε «Θεσμούς» και να βαφτίζει το κρέας «ψάρι», προφανώς δεν θα έχει καμία αναστολή να πράξει το αντίστοιχο σε αναλογικώς λιγότερο προβεβλημένους τομείς της εσωτερικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η αναδίπλωση έως κυβίστηση σε σχέση με πολλές από τις προεκλογικές ή και πρώτες μετεκλογικές δεσμεύσεις του, είναι η ίδια.

Για να έλθουμε γρήγορα στην «ταμπακιέρα», ας σημειώσουμε προκαταβολικά ότι πολύ γρήγορα ο πρωθυπουργός Τσίπρας φρόντισε πρακτικά να αναιρέσει κάθε προγενέστερη υπόσχεσή του για την εκπαίδευση γενικότερα· καθησυχάζοντας τον ποταμίσιο, και ομόλογα πολιτικώς ρευστό, Θεοδωράκη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε για τα θέματα της Παιδείας: «θα πρέπει να γίνει μια εθνική συζήτηση, και να μη θεωρώ τίποτα τελειωμένο, καθώς όλα θα πρέπει να συζητηθούν».

Τι θα πει «όλα»; Ακόμη και αυτά για τα οποία δεσμευτήκατε προεκλογικά, και για τα οποία σας ψήφισε ο κόσμος;

Παρενθετικά μόνο ας αναφέρουμε ότι ο Α. Μπαλτάς και η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας (όπως και το υπόλοιπο βέβαια κυβερνητικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ) αποπροσανατολίζουν συστηματικά με τις δηλώσεις τους από κάθε ουσιαστική αναζήτηση και προσέγγιση της βαθύτερης ρίζας και αιτίας των προβλημάτων· εντάξει, δεν περιμέναμε να ακούσουμε και καταγγελία του ξένου ιμπεριαλισμού, αλλά παραείναι ...«συστημική» η ανάγνωση την οποία πραγματοποιεί ο κ. Μπαλτάς όταν επιχειρεί να καταγράψει τα σημαντικότερα προβλήματα και τις κύριες αιτίες που οδηγούν το ελληνικό σχολείο στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα: ο κατά Μπαλτάν λοιπόν «εχθρός του σχολείου» είναι: «ένα τεράστιο γραφειοκρατικό σύστημα, ένα πλέγμα συνηθειών που βάζει ανθρώπους σε καλούπια και μια υπεριπτάμενη πολιτική που στηρίζεται πολύ περισσότερο στο φαίνεσθαι, τη γρήγορη εντύπωση, την εύκολη ατάκα και όχι στο να σκύψεις στην ουσία των προβλημάτων». Στην πραγματικότητα, ο νέος υπουργός εμμέσως εξηγεί ποια προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος προτίθεται, ενδεχομένως, να αντιμετωπίσει. Αυτά, δεν είναι άλλα από την γραφειοκρατία και τις ...κακές συνήθειες. Το ρηξικέλευθο διακηρυκτικό πρόγραμμα δράσης του Μπαλτά θα μπορούσε κάλλιστα να συγκριθεί με εκείνα των προκατόχων του, Αρβανιτόπουλου και Λοβέρδου.

Φυσικά, επειδή το κριτήριο της ...πραγματικότητας είναι αμείλικτο, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στο τιμόνι του υπουργείου Παιδείας θα πρέπει να αξιοποιήσουν κάθε πρόσφορη μέθοδο για να εξηγήσουν την μικρή άβυσσο που χωρίζει τις προεκλογικές τους εξαγγελίες από τα μέτρα που σήμερα δρομολογούν στην πράξη. Γνωρίζουν εξάλλου ότι δεν είναι δυνατόν για όλα τα εκπαιδευτικά θέματα να τηρούν (ένοχη) σιγή ιχθύος, ούτε είναι εύκολο να τα μεταθέτουν διαρκώς σε μια μελλοντική επεξεργασία. Όμως το αθώο σφύριγμα, μπροστά στα μεγάλα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι υψηλές θεωρητικές-αοριστολογικές ενατενίσεις των ζητημάτων που δεν δεσμεύουν προς καμία χειροπιαστή ενέργεια, ακόμη και οι δηλώσεις χρησμοί (οι οποίοι επιδέχονται ερμηνείες και ικανοποιούν άπαντες), όλα μπορούν να γίνονται ανεκτά από την κοινωνία μέχρι ενός ορίου.

Κι αν ακόμη τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες, ο Κουράκης, σημερινός αναπληρωτής υπουργός παιδείας, και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δήλωναν με καμάρι ότι μπαίνει τέλος στις διαγραφές χιλιάδων φοιτητών, και ότι κλείνει οριστικά το πρόβλημα που απασχόλησε περισσότερο τους φοιτητικούς συλλόγους στις αμέσως προηγούμενες περιόδους, ο νέος υπουργός διευκρίνισε ότι οι πραγματικοί σχεδιασμοί του υπουργείου είναι λίγο ...διαφοροποιημένοι.

Αν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ χρειάστηκε να επικαλεστούν κατά τους προηγούμενους μήνες (ανυπόστατα όσο και προκλητικά) επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τις διαγραφές των φοιτητών που έχουν καθυστερήσει να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους (εξηγώντας ότι οι διαγραφές είναι «ζήτημα τάξης» για τα ελληνικά πανεπιστήμια, και προβάλλοντας παράλληλα το πλήρες ψέμα του «κόστους προς τον φορολογούμενο πολίτη»), ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει αταλάντευτα στον ίδιο δρόμο που θέλει ένα «ξεσκαρτάρισμα» των ενεργών και λιμναζόντων φοιτητών, χωρίς μάλιστα να εξηγεί υπό ποιο σκεπτικό καταλήγει σε αυτή τη στάση.

Ο κ. Μπαλτάς, σύμφωνα με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κόμματός του, θα μπορούσε να πει: «Επαναφέρουμε θεσμικά το πανεπιστημιακό άσυλο». Απλά, και καθαρά.
Όμως, για κάποιους λόγους, ο υπουργός προτίμησε τις ακόλουθες διατυπώσεις: «Θα προσπαθήσουμε να ξαναθέσουμε το ερώτημα του ασύλου. Να το βάλουμε σε πολύ πιο λογικούς όρους κι επειδή πιστεύω ότι η νέα κυβέρνηση είναι μια άλλου είδους κυβέρνηση, φαινόμενα σαν αυτά που οδήγησαν κάποιους να βάλουν το άσυλο ως το κεντρικό πρόβλημα του πανεπιστημίου θα μειωθούν στο ελάχιστο, αν δεν εξαφανιστούν τελείως».

Σοφόν το σαφές. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επαναφέρει, νομικά, το Άσυλο. Αλλά θα το τοποθετήσει σε ...άλλο πλαίσιο, και, παρά το γεγονός ότι η επαναφορά του Ασύλου, δημοσιονομικά, δεν του κοστίζει το παραμικρό. Το πολύ-πολύ, μιας και ο Φορτσάκης έφυγε από την πρυτανεία του πανεπιστημίου της Αθήνας, η νέα κυβέρνηση δεν θα καλεί και ...προκαταβολικά τα ΜΑΤ για να προστατέψουν τα πανεπιστήμια από τους φοιτητές.

Ας μη ξεχάσουμε να προσθέσουμε ότι και στο ζήτημα της Αξιολόγησης, η οποία «πιάνει» και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο κ. Μπαλτάς κάνει κάποιους επιδέξιους ελιγμούς, βασικά σε επίπεδο διατυπώσεων, και πρακτικά ξαναφέρνει την αξιολόγηση από την πίσω πόρτα: «Επειδή η αξιολόγηση έχει φορτιστεί διάφορους τρόπους σήμερα, εμείς προτιμούμε να μιλήσουμε για την αποτίμηση συνολικότερη, εξέταση όχι μόνο ποσοτικών αλλά και ποιοτικών και κοινωνικών κριτηρίων τα οποία δεν μπορούν να μπούνε σε μια κλίμακα από 1 προς 10. Η αποτίμηση να είναι διαδικασία βελτίωσης αυτών που αποτιμώνται». Όλα αυτά θα τα προσυπέγραφε, ένα προς ένα, και ο Σαμαράς.

Να μη παραλείψουμε και το εξής: ο φιλότιμος ΣΥΡΙΖΑ, που θέλει να καταργήσει την «κακώς νοούμενη», έστω, αξιολόγηση, προωθεί ανερυθρίαστα τις προσωπικές αξιολογήσεις, τον έλεγχο, το φακέλωμα, και τις τελικές κρίσεις (με το ερώτημα της οριστικής διακοπής σπουδών) για καθέναν από τους φοιτητές που έχουν καθυστερήσει να αποκτήσουν το πτυχίο τους.

Τέλος πάντων, μέχρι στιγμής πρακτικά η νέα κυβέρνηση έχει περίπου δρομολογήσει συνολικά ...δύο ενέργειες σε ό,τι αφορά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: πρώτη ενέργεια, αυτή της κατάργησης των Συμβουλίων των ΑΕΙ. Δηλαδή, περίπου κατάργησης.
«Συμφωνούμε πλήρως με τη λογοδοσία, αλλά η λογοδοσία δεν πρέπει να γίνεται τιμωρητικά μέσω κάποιου Συμβουλίου. Πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος θεσμός μέσα στον οποίο θα μπορεί να γίνει διάλογος για τα καλά και τα κακά στο πανεπιστήμιο. Θα προσπαθήσουμε να νομοθετήσουμε το αντίστοιχο Συμβούλιο κατά ουσιαστικότερο τρόπο απ' ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα». Πρακτικά ο υπουργός παιδείας, πριν καλά-καλά υλοποιήσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κόμματός του και καταργήσει τα Συμβούλια, κηρύσσει την αντικατάστασή τους από άλλους θεσμούς.

Δεύτερη, περίπου δρομολογημένη, ενέργεια: η επαναφορά των διοικητικών στις θέσεις τους. Δηλαδή, περίπου επαναφορά, και περίπου στις θέσεις τους.

Ας σημειώσουμε καταρχάς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά είχε κάνει σημαία του (και) τον αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, και εξαγόραζε τις ψήφους (και) των διοικητικών με υποσχέσεις για την εργασιακή τους αποκατάσταση. Όσο συχνά ακούγαμε για διοικητικούς προεκλογικά, τόσο έχουμε αποσιώπηση του θέματος μετεκλογικά.

Εν πάση περιπτώσει, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεσμεύτηκε προ ολίγων ημερών ότι οι διοικητικοί υπάλληλοι των οκτώ Πανεπιστημίων που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα θα επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλά πρόσθεσε: «μόλις ξεπερασθούν τα νομικά προβλήματα». Ζήσε Μάη μου. Μα καλά, η κυβέρνηση δεν μπορεί να νομοθετήσει ενάντια στις υπάρχουσες κακώς κείμενες νομοθεσίες;

Αν η κυβέρνηση μετέθεσε την επαναπρόσληψη των καθαριστριών, ενδεχομένως, για τον μήνα ...Οκτώβριο, πολύ πιο αόριστα έχει δρομολογήσει την αποκατάσταση των διοικητικών. Επιπλέον, η κυβέρνηση επιλέγει να μην αγγίζει καθόλου το θέμα των καταργημένων ειδικοτήτων των διοικητικών· οι διοικητικοί περίπου θα επιστρέψουν, και περίπου στις θέσεις τους.

Φυσικά, αν θέλουμε να μιλάμε για πραγματική στήριξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιείται αποκλειστικά με ευχολόγια, αλλά θα απαιτηθεί η οικονομική ενίσχυση των ΑΕΙ και ΤΕΙ, με δεδομένη μάλιστα την κυριολεκτική βουτιά υποχρηματοδότησης την οποία έχουν γνωρίσει τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα στα τελευταία μνημονιακά χρόνια.

Το ουσιαστικότερο αυτό θέμα που συνδέεται πλέον με την επιβίωση -όχι την εύρυθμη λειτουργία- των σχολών, ...δεν έχει απασχολήσει συγκεκριμένα το υπουργείο παιδείας. Ακόμη και στο ζήτημα των μετεγγραφών των φοιτητών, ο υπουργός, υπεύθυνα, συμβουλεύει: «Όσοι πετύχουν σε πανεπιστήμια περιφερειακά θα τους ζητήσουμε και σε αυτούς και στις οικογένειές τους να το λάβουν υπόψιν αυτή την επιλογή σε σχέση με την δυνατότητα να φοιτήσουν εκεί». Αυτό θα πει ...«σχεδιασμός»! Επόμενο βήμα, να δώσει και την ευχή του σε όσους θέλουν να σπουδάσουν! Γιατί όχι; τουλάχιστον οι ευχές δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος...