Το ένα μετά το άλλο τα πανεπιστήμια παίρνουν θέση σε αυτό που η ίδια η Α. Διαμαντοπούλου ονόμασε «μητέρα των μαχών», δηλαδή «τον διάλογο» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο προτεινόμενος από την πλευρά της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας «νόμος-πλαίσιο Νο 2», ο οποίος αποτελεί στην ουσία μια πρόταση κατάλυσης της δημόσιας και δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τουλάχιστον όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, δικαίως γνώρισε από την πρώτη στιγμή της κοινοποίησής του την κατάκριση και την αποδοκιμασία.
Το ομόφωνο «όχι» των πρυτάνεων στη Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη ήταν μια βροντερή πρώτη απάντηση στις «μεταρρυθμιστικές» προτάσεις της Διαμαντοπούλου, μια απάντηση η οποία, όπως δείχνουν τα πράγματα, βρίσκει και συνέχεια:
-Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών, σχολιάζοντας το κείμενο διαβούλευσης που πρότεινε η υπουργός Παιδείας, επεσήμανε ότι «δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διαλόγου, καθ’ όσον περιλαμβάνει προτάσεις με τις οποίες παραβιάζονται βασικές ακαδημαϊκές αρχές, θίγεται ο χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού και καταστρατηγείται το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου, ζήτημα που εγείρει σοβαρό θέμα συνταγματικότητας».
-Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης επίσης αποδοκίμασε τις προτάσεις «διαλόγου» της Α. Διαμαντοπούλου, προσθέτοντας ότι «το κείμενο διαβούλευσης του υπουργείου επιβαρύνει επικίνδυνα τα μεγάλα προβλήματα της Παιδείας».
-Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κάλεσε την κυβέρνηση και την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας «να εγκαταλείψει κάθε σκέψη για κατάθεση νόμου με το πλαίσιο που ανακοινώθηκε».
Ορισμένα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα προχώρησαν μάλιστα και σε πιο ενεργητική καταγγελία των προωθούμενων αλλαγών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, με αποφάσεις του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού για αποχή, σε πρώτη φάση, από την παράδοση των μαθημάτων. Σχετικές πρωτοβουλίες έλαβαν ο Σύλλογος ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών, Αιγαίου και Θεσσαλίας. Σε απόφαση απεργίας οδηγήθηκαν και οι πανεπιστημιακοί στο ΑΠΘ, καθώς και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ενώ προειδοποιητική απεργία κήρυξε το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο.
Οι φοιτητές και οι σπουδαστές, που δεν μπόρεσαν να είναι, ως θα όφειλαν, στην προμετωπίδα των αγώνων στην περίοδο που μας πέρασε, φαίνεται ότι τώρα σιγά-σιγά ενεργοποιούνται, και ενδεικτικό είναι ότι ήδη μια σειρά σχολών, με σημαντικό πυρήνα το Πανεπιστήμιο Πατρών (το οποίο ήδη αριθμεί δέκα σχολές του υπό κατάληψη), προχωρά σε πιο δυναμικές κινητοποιήσεις.
Το υπουργείο Παιδείας, έχοντας καταθέσει σε περίοδο -ούτως ή άλλως- οξυμμένων κοινωνικών πιέσεων τις προτάσεις του για τις συνθλιπτικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δημιούργησε από μόνο του τις προϋποθέσεις για αντιδράσεις στο εσωτερικό της εκπαιδευτικής κοινότητας, τουλάχιστον. Επιπλέον, μια σειρά πρόσφατων κινήσεων της ηγεσίας του υπουργείου, φαίνεται να δυναμιτίζει το κλίμα στην (τριτοβάθμια καταρχήν) εκπαίδευση· τέτοια κίνηση αποτελεί ασφαλώς το αίτημα του υπουργείου (συνοδευόμενο από σχετική χρονική προθεσμία ως τις 19/11/2010) για «καταγραφή» όλων των κτηρίων των ΑΕΙ και ΤΕΙ, με πρόθεση μια επαναξιολόγηση και ..εξορθολογισμένη κατανομή των (ήδη λιγοστών) κρατικών κονδυλίων. «Η συλλογή στοιχείων για τις υφιστάμενες υποδομές των ΑΕΙ γίνεται στο πλαίσιο του εξορθολογισμού των δαπανών και με στόχο τον καλύτερο προγραμματισμό και την επιτάχυνση των νέων χρηματοδοτήσεων έργων υποδομών», δηλώνει το υπουργείο, που στην πραγματικότητα ετοιμάζει, κατά τα ακριβή λόγια του Πρωθυπουργού, τον εκπαιδευτικό του Καλλικράτη.
Ταυτόχρονα, καθόλου ασύνδετο με τις κυβερνητικές προθέσεις για οικονομικό στραγγαλισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα πρέπει να νοείται το αίτημα του υφυπουργού Παιδείας, Γ. Πανέρετου, προς τα πανεπιστήμια «να συντάξουν καταλόγους με τον αριθμό των πτυχιούχων τους από το 2000 ως σήμερα», και να προσδιορίσουν έναν μέσο όρο του χρόνου που απαιτείται για την απόκτηση του πτυχίου. Λανθάνει εδώ η εφαρμογή εσωτερικών κανονισμών στις σχολές και η πρόθεση του υπουργείου να «καθαρίσει» όσο πιο γρήγορα μπορεί με τους φοιτητές που καθυστερούν να πάρουν το πτυχίο τους.
Υπό τις ευλογίες του ΔΝΤ και τις ευχές της ΕΕ, Κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας έρχονται σήμερα να θέσουν πιο επιτακτικά από ποτέ προβλήματα που αφορούν όχι πια τη λειτουργία, αλλά την ίδια την ύπαρξη του δημόσιου πανεπιστημίου. Στην επετειακή για το Πολυτεχείο περίοδο που διανύουμε, είναι ευκαιρία να επιχειρήσουμε ξανά να δούμε πόσο πολύ οι συγκεκριμένοι αντι-εκπαιδευτικοι νόμοι και η αντι-εκπαιδευτική πολιτική μπορούν να ερμηνευτούν ως κομμάτι μιας γενικής αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά και να θυμηθούμε πόσο πολύ τα ειδικά προβλήματα και οι αγώνες που δίνονται με αφετηρία συγκεκριμένους τομείς, μπορούν να λάβουν γενικότερες, ευρύτερες διαστάσεις και περιεχόμενο.