Προκλητικός προεκλογικός εμπαιγμός η προβλεπόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό

xrimata

Ο πρωθυπουργός στο φετινό πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, που συγκυριακά συμπίπτει και με τις προεκλογικές υποσχέσεις που έχει αρχίσει να δίνει, ιδιαίτερα τώρα πια που μπήκαμε στην τελική ευθεία για τις εκλογές, θυμήθηκε να αναγγείλει αύξηση στον κατώτατο μισθό. Τη στιγμή που εδώ και πάνω από έναν χρόνο η ακρίβεια και ο πληθωρισμός έχουν χτυπήσει κόκκινο και ενώ από τον Φεβρουάριο του 2022 υποκριτικά απέδιδαν την ακρίβεια σε ενέργεια και αγαθά στον πόλεμο στην Ουκρανία, αντιμετωπίζοντάς τη, υποτίθεται, με ψευδο-βοηθήματα που ούτε για αστείο δεν αρκούν για να ανακουφίσουν τα λαϊκά νοικοκυριά, έρχεται σήμερα ο Μητσοτάκης, εν όψει εκλογών, να υποσχεθεί ότι θα δώσει αύξηση στον κατώτατο μισθό. Κομπάζει δε, πως φέτος θα δοθεί τον Απρίλιο και όχι τον Μάιο όπως πέρυσι, προβάλλοντας ανόητες δικαιολογίες (έναρξη τουριστικής περιόδου!) προκειμένου να συγκαλύψει τους πραγματικούς λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας που καθόρισαν την εξαγγελία του.

Ωστόσο, πρόκληση δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι αυξήσεις αυτές τάζονται προεκλογικά, αλλά κυρίως η ουσία του θέματος, το ύψος δηλαδή των αυξήσεων, οι οποίες μάλιστα δεν αποτυπώθηκαν συγκεκριμένα κατά τις εξαγγελίες, αλλά έδωσαν την ευκαιρία στα δημοσιεύματα που ακολούθησαν να κάνουν λόγο για σενάρια επικρατέστερα ή μη. Σύμφωνα λοιπόν, ακόμη και με το «καλύτερο» σενάριο, ο κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί στα 760 ευρώ μεικτά, από 713 ευρώ, επίσης μεικτά, που είναι σήμερα. Αυτό, όπως επισημαίνει και ο πρόεδρος της Ένωσης Εργαζόμενων Καταναλωτών, συνεπάγεται πως το συνολικό όφελος για τους εργαζόμενους από αυτή την αύξηση δεν καλύπτει ούτε τις μισές από τις απώλειες που υπέστησαν από την έκρηξη της ακρίβειας ενέργειας, τροφίμων και καυσίμων, αλλά και την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία που έχει επικρατήσει στην «αγορά» ειδικά τους τελευταίους μήνες.

Οι εργαζόμενοι που αμείβονται σήμερα με κατώτατο μισθό (731 ευρώ), ήδη τον Σεπτέμβριο του 2022 είχαν χάσει το 40% της αγοραστικής τους δύναμης, το οποίο αντιστοιχεί σε δύο μισθούς προκειμένου να καλύψουν το κόστος της ακρίβειας, της ενέργειας, των καυσίμων. Ακόμη και στο καλύτερο σενάριο αύξησης του κατώτατου στο επίπεδο των 760 ευρώ, “μια τέτοια αύξηση θα καλύψει μόνο το 50% του πληθωρισμού. Η αγορά το 2022 έδειξε ότι οι αυξήσεις σε είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης ήταν 40%”.

Πρόκειται, το δίχως άλλο, για την απόλυτη κοροϊδία εκ μέρους της κυβέρνησης όταν ξεδιάντροπα βαφτίζει αυξήσεις, για άλλη μια φορά, τέτοια ψίχουλα τα οποία κυμαίνονται πολύ κάτω από τα όρια του πληθωρισμού που καλπάζει. Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, ο κατώτατος μισθός εδώ και χρόνια με νόμο του Βρούτση, από την προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ, που διατήρησε και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, δεν αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης στα πλαίσια της υπογραφής της ΕΓΣΣΕ, αλλά καθορίζεται με νόμο, από την εκάστοτε κυβέρνηση και με σημείο αναφοράς την πολυπόθητη κερδοφορία των επιχειρήσεων. Το οποίο, ακόμη και ως αντιπολίτευση αποσιωπά ο ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που αποδεικνύει πως δεν έχει σκοπό να αλλάξει εάν γίνει κυβέρνηση, ενώ σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στις προεκλογικές εξαγγελίες του κάνει λόγο για κατιτίς παραπάνω, φτάνοντας στα 800 ευρώ, επίσης κάτω του επιπέδου τού να καλυφθούν οι απώλειες της πραγματικής αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού.

Στην κυβέρνηση της ΝΔ δε, καθώς φαίνεται, δεν αρκεί μόνο να εξακολουθήσει να καθορίζεται ο κατώτατος μισθός με νόμο, το πάει ακόμη παραπέρα, καθώς θέλει να δημιουργήσει έναν αυτοματοποιημένο μηχανισμό επεξεργασίας και “στάθμισης των δεδομένων” από τον οποίο θα προκύπτει κάθε φορά ο υπολογισμός του κατώτατου μισθού. Έτσι η «ευθύνη» καθορισμού του κατώτατου μισθού δεν θα βαραίνει τον εκάστοτε υπουργό ή την κυβέρνησή του, αλλά έναν απρόσωπο μηχανισμό. Μάλιστα, το υπουργείο Εργασίας έχει προχωρήσει στον σχεδιασμό υλοποίησης με μια – όπως συνηθίζει άλλωστε – ανάθεση για την επιλογή αναδόχου. Ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα, για τον «ψηφιακό μηχανισμό συγκέντρωσης στοιχείων και υπολογισμού του κατώτατου νομοθετημένου μισθού», εκτός από τα πακέτα λογισμικού προβλέπονται και «υπηρεσίες παροχής γενικών συμβουλών», η δαπάνη άνευ ΦΠΑ θα ανέλθει στο ύψος του 1.166.000 ευρώ. Εδώ, όπως φαίνεται, η κυβέρνηση μάλλον κάνει ορισμένες «εκπτώσεις» σε σχέση με την πολιτική της υπευθυνότητας, του ρεαλισμού, της αυτοσυγκράτησης, των κοστολογημένων και όχι αλόγιστων εξόδων που ασκεί με ζήλο μόνο όταν πρόκειται να δώσει αυξήσεις σε μισθούς.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης που έχει συνθλίψει μισθούς αποτυπώνονται και στα επίσημα στοιχεία φορέων της χώρας αλλά και της ΕΕ. Έτσι, η Ελλάδα είναι τρίτη στη λίστα με τον χαμηλότερο μέσο μισθό, μεταξύ των 30 κρατών μελών του ΟΟΣΑ. Ταυτόχρονα, έχει ένα από τα χαμηλότερα σκορ στον δείκτη εργασίας και απασχόλησης, γεγονός που οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς, τις πολλές ώρες εργασίας και το κακό ιστορικό όσον αφορά την καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, για το μέσο ετήσιο εισόδημα των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2021, σε πίνακα όπου κατατάσσονται τα 26 από τα 27 κράτη μέλη (εξαιρείται μόνο η Ολλανδία), η Ελλάδα είναι μόλις 22η με 15.800 ευρώ. Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δηλαδή αμείβονται καλύτερα μόνο από αυτούς στην Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Το πιο ανησυχητικό βέβαια, δεν είναι ότι η Ελλάδα βλέπει την πλάτη χωρών όπως η Λιθουανία, η Εσθονία, η Λετονία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Τσεχία και η Κροατία, αλλά το γεγονός ότι το μέσο εισόδημα στη χώρα μας δεν βρίσκεται ούτε καν στο μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που σύμφωνα με τη Eurostat ανέρχεται στις 33.500 ευρώ.

Διαβάστε επίσης