Ταινιοκριτική: "Το πράσινο βιβλίο" του ΠΗΤΕΡ ΦΑΡΕΛΙ

Κατηγορία: 

Όταν ένα απ’ αυτά κλείνει προσωρινά, ο Τόνι, σπρωγμένος απ’ την ανάγκη, δέχεται μια δουλειά σοφέρ (με αυξημένες αρμοδιότητες), ενός βιρτουόζου Αφροαμερικανού πιανίστα, του Ντον Σίρλεϋ, ο οποίος αναχωρεί οσονούπω σε δίμηνη τουρνέ με το τρίο του, στις ρατσιστικές νότιες πολιτείες της Αμερικής.

Στις αρχές της 10ετίας του ’60, ο Τόνι Βαλελόνγκα, Ιταλοαμερικανός τρίτης γενιάς -εγκατεστημένος με τη γυναίκα του, τα δυο του παιδιά κι όλη την ιταλική φαμίλια στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, βιοπορίζεται απασχολούμενος κυρίως ως μπράβος σε νυχτερινά μαγαζιά και κλαμπ ιδιοκτησίας Ιταλών «Νονών».

Το ταξίδι δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε χωρίς απρόοπτα.

Ο αντιρατσισμός είναι ισχυρό ρεύμα στη σημερινή, “δημοκρατική” Αμερική. Και λέγοντας “δημοκρατική”, εννοούμε κυρίως τους λευκούς υποστηρικτές του Δημοκρατικού κόμματος που εναντιώνονται στην πολιτική του Τραμπ, αντιμετωπίζοντας κατά βάση το ρατσισμό ως απεχθές παρελθόν.

Η αφροαμερικανική κοινότητα βέβαια, που γίνεται συνεχώς μάρτυρας δολοφονικών ρατσιστικών επιθέσεων με θύματα, συχνά, α­θώ­ους, άοπλους έφηβους, γνωρίζει καλά ότι δεν πρόκειται για παρελθόν – αλλά για εντελώς πραγματικό παρόν, κι ότι οι δηλώσεις καλής θέλησης των Δημοκρατικών – παρότι συχνές και ηχηρές, είναι απολύτως ανεπαρκείς.

Το Χόλυγουντ, ταγμένο στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, επιδίδεται με συστηματικότητα – από την εκλογή του Τραμπ και ένθεν, σε αντιρατσιστική καμπάνια, μη χάνοντας ευκαιρία να εκφράσει τα σχετικά αισθήματά του: είτε από βήματος δημόσιας εκδήλωσης, ως επί το πλείστον σε τελετές απονομής διαφόρων κινηματογραφικών βραβείων, είτε με μια πλειάδα αξιοπρεπών σε κάθε περίπτωση ταινιών. Άλλοτε ανεβάζοντας τους τόνους, όπως στην περίπτωση της τριλογίας του “Πλανήτη των Πιθήκων” (“Η εξέγερση”, “Η αυγή”, “Η σύγκρουση”), και του “Δώδεκα χρόνια σκλάβος”, κι άλλοτε χαμηλώνοντάς τους, όπως π.χ. στο “Τρεις πινακίδες έξω από το Έμ­πινγκ, Μιζούρι”, ή στο “Αφανείς η­ρωίδες”.

Το “Πράσινο Βιβλίο” του Πήτερ Φαρέλι – ο οποίος πήρε “διαζύγιο” από τον επίσης σκηνοθέτη αδερφό του, προκειμένου ν’ ανταποκριθεί στις σκηνοθετικές απαιτήσεις της συγκεκριμένης παραγωγής – έρχεται να ενισχύσει την τάση• πατώντας στην αυτοβιογραφική αφήγηση του ίδιου του Τόνι Βαλελόνγκα, της οποίας τη σεναριακή διασκευή ανέλαβε ο γιος του, Νικ Βαλελόνγκα, σε συνεργασία με τον Φαρέλι και τον Μπράιαν Χέις Κάρι.

Η ιστορία είναι στη βάση της υποτυπώδης – έως και σχηματική, όπως άλλωστε και η θεμελιώδης αντίθεση: ένας μπρατσαράς, περιορισμένης – έως και ανύπαρκτης καλλιέργειας Ιταλοαμερικανός, που τα βγάζει οριακά πέρα ως μπράβος στο Μπρονξ της 10ετίας του ’60, βρίσκεται από ανάγκη στη δούλεψη ενός εστέτ, υπέρ-καλλιεργημένου Αφροαμερικανού, που βγάζει μπόλικο χρήμα και ξιπάζεται σχεδόν για τα πάντα.

Μια κεντρική ιδέα που μυρίζει έντονα συνταγή, και περί αυτού πρόκειται, κοντολογίς.

Ο τρόπος όμως που υλοποιείται εν προκειμένω η συνταγή, δεν θυμίζει σε τίποτα τις χοντροκομμένες κωμωδίες των αδελφών Φαρέλι (“Ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος” “Κάτι τρέχει με τη Μαίρη”). Ένας αέρας φρεσκάδας και φινέτσας διατρέχει την ταινία σ’ όλο το μήκος της, μια ευφάνταστη πολυπλοκότητα, που ανανεώνει συνεχώς το ενδιαφέρον.

Η ισορροπία ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο είναι άψογη (με το κωμικό να υπερισχύει στα σημεία), η κλιμάκωση της αφήγησης υποδειγματική, οι ανατροπές σε μεγάλο βαθμό α­πρό­βλεπτες, κι οι χαρακτήρες σαφώς πιο σύνθετοι απ’ ό,τι σε μια τυπική αμερικάνικη δραμεντί.

Εκεί δε ακριβώς βρίσκεται και το πιο ενδιαφέρον δραματουργικό στοιχείο της ταινίας: Ο άξεστος, απλοϊκός Βαλελόνγκα, έχει πλήρη επίγνωση της (ταξικής και κοινωνικής) κατάστασής του (από κει πηγάζει εν τέλει κι η ισορροπία του), πλεονεκτώντας εν τοις πράγμασι έναντι του σούπερ ραφινάτου, πολύγλωσσου, σπουδαγμένου στο Λένινγκραντ δόκτορα Σίρλεϋ, ο οποίος προσπαθεί κάτι παραπάνω απ’ όσο επιτρέπει η (ταξική και κοινωνική) συνθήκη, να βγει απ’ το πετσί του “μαύρου”.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με δυο χαρακτηριστικές περιπτώσεις απόκληρων στην Αμερική των μεγάλων αντιθέσεων, εδώ όμως ο Αφροαμερικανός υστερεί σε (ταξική) συνείδηση σε σχέση με τον φαινομενικά πιο προνομιούχο λευ­κό, κι αυτό έχει πριν απ’ όλα να κάνει με την τσέπη του καθενός.

Δεν λείπει βέβαια κι η πριμοδότηση στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Οι Κένεντι αναφέρονται σαν άκρως προοδευτικοί ηγέτες, που μάχονται αποφασιστικά τον ρατσισμό και την αντίδραση!…

Εξυπακούεται πως το γεγονός ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία – και για ένα υπαρκτό, κι όχι τόσο μακρινό – άθλια ρατσιστικό αμερικανικό παρελθόν, το οποίο σκιαγραφείται χωρίς εκπτώσεις αλλά και χωρίς κορώνες (και εισπράττεται άκρως καταιγιστικά), είναι σημαντικό πλεονέ­κτημα.

Μια ολόκληρη εποχή, και μια Αμερική ελάχιστα γνωστή (όπου η δήθεν καλλιέργεια της λευκής άρχουσας τάξης βαδίζει χέρι-χέρι με την ταξική βαρβαρότητα και την υποκρισία), παρελαύνει χωρίς εξωραϊσμούς μπρος στα μάτια του θεατή.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, ατού είναι οι δύο πρωταγωνιστές. Ο έξοχος Βίγκο Μόρτενσεν, κεντάει εδώ ψιλοβελονιά σ’ έναν κόντρα ρόλο (πήρε μεταξύ άλλων καμιά εικοσαριά κιλά για τις ανάγκες της ταινίας), στεκόμενος ισάξια απέ­ναντι στον ερμηνευτικά υπέρκομψο Μαχέρσαλα Αλί, ο οποίος προσδίνει αξιοσημείωτο βάθος σε μιαν άκαμπτη κι ανοίκεια, σε πρώτη ανάγνωση, φιγούρα.

Μια «χαριτωμένη» ιδέα, γίνεται στα χέρια ικανών σεναριογράφων κι ενός έξυπνου σκηνοθέτη μια κοινωνικά και πολιτικά θαρραλέα και προωθημένη κινηματογραφική κατάθεση, που σφύζει από α­λήθεια και χιούμορ.

Χρυσή σφαίρα β’ ανδρικού ρόλου, χρυσή σφαίρα διασκευασμένου σεναρίου, χρυσή σφαίρα καλύτερης κωμωδίας, βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.

Θέμις

Διαβάστε επίσης