Δώδεκα χρόνια μετά το διχοτομικό σχέδιο Ανάν ο Κυπριακός λαός, που το απόρριψε τότε στο δημοψήφισμα, βρίσκεται ξανά αντιμέτωπος με την επαναφορά μιας νέας εκδοχής του. Οι δυνάμεις που θέλησαν να του το επιβάλουν, πρώτα-πρώτα οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΕ) αλλά και τα μεγάλα αστικά κόμματα σε Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρο δεν παραιτήθηκαν από την προσπάθεια να προωθήσουν διχοτομική “λύση” αλλά, αντίθετα, με τις εξελίξεις που προστέθηκαν τα χρόνια που μεσολάβησαν (επέκταση της ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή και ειδικά στη γειτονική στην Κύπρο Συρία, όξυνση του αμερικανορώσικου ανταγωνισμού στο τόξο από τη νοτιοανατολική Μεσόγειο ως τη Μαύρη Θάλασσα, ωμή επέμβαση της ΕΕ στην οικονομία της Κύπρου με μνημόνιο, εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στην ΑΟΖ της Κύπρου) αυξήθηκε η πίεση για την υπαγόρευσή της.
Η πίεση εκδηλώνεται με κραυγές ότι “αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία” για την “επανένωση” της Κύπρου, που ακούστηκε και από τον πρόεδρο της Κομισιόν, Γιούνκερ, τις τελευταίες μέρες, και την εκπέμπουν όλα τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα και η ηγεσία της Τουρκίας, αναπτύσσοντας μια κινδυνολογία που ευθέως απειλεί με το ότι θα έλθουν τα χειρότερα αν δεν γίνει αποδεχτό το διχοτομικό σχέδιο γύρω από το οποίο γίνονται τώρα οι συζητήσεις και αναπτύσσεται ένας διπλωματικός πυρετός με την άμεση εμπλοκή όχι μόνο της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς αλλά και των ηγεσιών της Τουρκίας και της Ελλάδας και προπάντων των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ΕΕ, που έχουν και την υψηλή εποπτεία, τον φανερό και παρασκηνιακό έλεγχο των διαμειβομένων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνεχίστηκαν, μετά τη διακοπή τους στο ελβετικό θέρετρο Μον Πελεράν στις 20-21 Νοέμβρη, οι συζητήσεις Αναστασιάδη -Ακιντζί στη Γενεύη στις 9 Ιανουαρίου για “όλα τα εκκρεμούντα θέματα”, ενώ στις 11 Ιανουαρίου συζητήθηκε το Εδαφικό (προτάσεις με χάρτες για τα εδάφη που θα περιλαμβάνει το κάθε “συνιστών κρατίδιο”) και στις 12 Ιανουαρίου ξεκίνησε η “Διάσκεψη για την Ασφάλεια” με τη διευρυμένη συμμετοχή των “εγγυητριών δυνάμεων” (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία), αλλά και “άλλων μερών” (“προσκλήθηκαν” η ΕΕ και μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, εκπρόσωποι, δηλαδή, των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Γαλλίας)
Οι ρίζες του Κυπριακού ζητήματος
Το Κυπριακό ζήτημα είναι το ζήτημα να μπορέσει η Κύπρος να υπάρξει σαν ενιαίο, κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Η υπόθεση αυτή υπονομεύθηκε εξαρχής, από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959 που δεν ήλθαν να δικαιώσουν τον αντιαποικιακό- αντιβρετανικό αγώνα του Κυπριακού λαού και το αίτημά του για αυτοδιάθεση καθώς δεν έδωσαν στο κράτος του μια πραγματική ανεξαρτησία αλλά μια τυπική ανεξαρτησία δεσμευμένη με “εγγυήσεις” και “συμμαχίες”, που την έθεσαν κάτω από ένα καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας, ξένης εξάρτησης και εποπτείας και της εμφύτευσαν διαιρετικά-μεταξύ της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας- στοιχεία στην κρατική διάρθρωσή της, που αργότερα χαρακτηρίστηκαν “δυσλειτουργικά”. Αυτά όλα αποτυπώθηκαν στη Συνθήκη εγκαθίδρυσης του κράτους της Κύπρου (Σύνταγμα), στη Συνθήκη Εγγυήσεως, με την οποία η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα καθορίζονταν ως “εγγυητές” του Συντάγματος και του νέου κράτους και στη Συνθήκη Συμμαχίας Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας για την άμυνα που προέβλεπε και στρατιωτικές δυνάμεις επί του εδάφους της Κύπρου, καθώς και σε μια “Εγγύηση των εν Κύπρω Βρετανικών Βάσεων”.
Πάνω σε αυτό το έδαφος, στη συνέχεια, θα τορπιλιστεί παραπέρα η ενότητα του Κυπριακού κράτους με τα γεγονότα και τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963, την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη Βουλή των αντιπροσώπων και τη διοίκηση του κράτους, τον περιορισμό τους σε γεωγραφικούς θύλακες και τη χάραξη της “πράσινης γραμμής” στη Λευκωσία. Την ίδια περίοδο οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πρώτα-πρώτα οι ΗΠΑ και η Βρετανία, προωθούσαν σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο ως “λύση” στη διαμορφούμενη κατάσταση διχοτομικά σχέδια (Νατοϊκή δύναμη στην Κύπρο και ομοσπονδοποίησή της, αμερικάνικο σχέδιο Άτσεσον).
Μετά την επιβολή της αμερικανοκίνητης δικτατορίας στην Ελλάδα οι πιέσεις προς την Κύπρο θα κλιμακωθούν (πραξικόπημα Σαμψών για την ανατροπή του Μακαρίου) και θα πάρουν δραματική τροπή με τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 και τη στρατιωτική κατοχή του 37% του Βορείου τμήματός της, που συνεχίζεται για 42 χρόνια και έχει συνοδευτεί έκτοτε και με άλλες εγκληματικές πράξεις (τούρκικος εποικισμός στη Βόρεια Κύπρο, ανακήρυξη τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους το 1983).Τα εγκλήματα σε βάρος της Κύπρου ενθαρρύνθηκαν από τις ΗΠΑ και χρησιμοποιήθηκαν για την προώθηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της στη Μέση Ανατολή και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο και αντιμετωπίσθηκαν με ανοχή από τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της τότε σοσιαλιμπεριαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης.
Με το πέρασμα των χρόνων επιχειρήθηκε και επιχειρείται να εμφανισθεί πως η τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου έχει δημιουργήσει “τετελεσμένα ”, μια κατάσταση, δηλαδή, που δεν μπορεί να αναιρεθεί κατά τρόπο που να επανέλθει στην προ της εισβολής πραγματικότητά της. Αυτός ο παραλογισμός περί “τετελεσμένων” για μια πράξη ωμής παραβίασης και προσβολής της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας, της ενιαίας κρατικής υπόστασης και της ανεξαρτησίας της Κύπρου, κατάφωρα παράνομη και για τις συνθήκες του ΟΗΕ και το Διεθνές Δίκαιο, δεν εξυπηρετεί παρά μόνο σχέδια επιβουλής, διαιώνισης και ενίσχυσης της επικυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο.
Τα “τετελεσμένα” που διατηρούνται με τη στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας και κυρίως με την αιγίδα του ιμπεριαλιστικού παράγοντα έχουν πιέσει και πιέζουν ώστε οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου να οδηγηθούν στον κρίσιμο συμβιβασμό για την υπόθεση της ενιαίας κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της που αποτυπώθηκε στις συμφωνίες “υψηλού επίπεδου” Μακαρίου-Ντενκτάς το 1977 και Κυπριανού-Ντενκτάς το 1979, με τις οποίες έγινε “αποδεκτή λύση” για την Κύπρο η “διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία”. Η αποδοχή της “διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας” άνοιξε τον δρόμο για μια διαίρεση της Κύπρου, βαθύτερη από εκείνη που εμπεριείχε η Συμφωνία εγκαθίδρυσης του Κυπριακού κράτους πριν 57 χρόνια. Επικροτήθηκε, στηρίχθηκε και στηρίζεται από τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την Τουρκία και θα πρέπει να θυμίσουμε πως υπέρ της “ομοσπονδιακής λύσης” είχε ταχθεί τότε και η ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση. Με τη θέση αυτή ευθυγραμμίστηκαν στην Ελλάδα, όχι μόνο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αλλά και ο ΣΥΝ και το ΚΚΕ, ενώ και στην Κύπρο με τη θέση αυτή συντάχθηκαν και τα δύο μεγάλα κοινοβουλευτικά κόμματα, το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ.
Παράλληλα, έγιναν και γίνονται προσπάθειες να υποβαθμισθεί ότι το κύριο πρόβλημα της Κύπρου είναι πρόβλημα της τουρκικής εισβολής και κατοχής στο έδαφός της και ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας πάνω στο νησί. Σε πρώτο πλάνο φέρεται ως ζήτημα που, κύρια, πρέπει να απασχολεί για το Κυπριακό, και από το οποίο μπορεί να βγει η λύση του, η “εσωτερική συνεννόηση και διαπραγμάτευση” της ελληνοκυπριακής με την τουρκοκυπριακή πλευρά. Γύρω δε από αυτό τον άξονα εξυφαίνεται η παγίωση των “τετελεσμένων”, η διχοτόμηση και η “πολιτική ισότητα” των δύο πλευρών, η παραγνώριση και η μη αναγνώριση της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, και, αντίστροφα, η πρόσδοση νομιμότητας στην κυβέρνηση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, όπως έχει φανεί πιο έντονα εδώ και καιρό στις συνομιλίες που γίνονται για το Κυπριακό, κατά τις οποίες η Τουρκία και οι εκπρόσωποι των κατεχόμενων αμφισβητούν -με τη ανοχή και τη συγκάλυψη και του ΟΗΕ- στον Αναστασιάδη την ιδιότητα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι ενδεικτική η δήλωση του Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβρη ότι “χωρίς να ντρέπονται και βαριούνται έρχονται στις συνόδους της ΕΕ με τη σημαία που συμμετέχει ολόκληρο το νησί. Κατ' αρχήν τέτοια σημαία δεν μπορείτε να έχετε. Εδώ υπάρχει μια Τούρκικη Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου. Εσύ είσαι διοίκηση Νοτίου Κύπρου”, την οποία συμπλήρωσε ο Ακιντζί με τη δική του δήλωση ότι “αυτός που θα υπογράψει τη νέα κατάσταση δεν είναι η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η συσταθείσα ομόσπονδη Κύπρος”...
Ποια είναι η βάση του συζητούμενου σχεδίου
Πάνω στη θέση ότι η επανένωση της Κύπρου θα γίνει με διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία γράφτηκαν όλα τα διχοτομικά σχέδια που προτάθηκαν μέσω του ΟΗΕ από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και πήραν το όνομα του Γραμματέα του (“δέσμες ιδεών” ντε Γκουεγιάρ, Γκάλι κλπ.). Η προσπάθεια αυτή κορυφώθηκε με το σχέδιο Ανάν το 2004, ένα σχέδιο που με τον πιο εμφανή τρόπο υπαγόρευε διχοτομική λύση για την Κύπρο. Η “θεμελιώδης συμφωνία” που περιελάμβανε αυτό το σχέδιο πρότεινε τη δημιουργία ενός “διζωνικού συνεταιρισμού” στην Κύπρο και μιλούσε για “εγκαθίδρυση μιας νέας τάξης πραγμάτων στην Κύπρο” με “τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, τη Συνθήκη Εγγυήσεως και τη Συνθήκη Συμμαχίας να παραμένουν σε ισχύ”. Αναφερόταν σε μια “Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία” με “δύο ισότιμες συνιστώσες πολιτείες, την Ελληνοκυπριακή πολιτεία και την Τουρκοκυπριακή πολιτεία” και “βασικές αρχές την πολιτική ισότητα, τη διζωνικότητα και την ισότητα των συνιστωσών πολιτειών”.
Το σχέδιο Ανάν το υποστήριξαν το ΠΑΣΟΚ (για “ιστορική ευκαιρία λύσης” του Κυπριακού μιλούσε ο Σημίτης), η ΝΔ κάπως συγκρατημένα (“να γίνει αποδεκτό ως βάση συζήτησης” έλεγε η Ρηγίλλης), ο ΣΥΝ (“η κάθετη απόρριψη του σχεδίου Ανάν” είναι “αποπροσανατολιστική” και “ευθυγραμμίζεται με ακραίους εθνικιστικούς κύκλους, στους οποίους πρωταγωνιστεί η Χρυσή Αυγή” έγραφε τότε ο Λ. Κύρκος), ενώ το ΚΚΕ διαφωνούσε με το σχέδιο Ανάν, γιατί όπως έλεγε σε συνέντευξή της η Αλέκα Παπαρήγα “εγκαταλείπει το γνωστό θετικό κλισέ Ομοσπονδία διζωνική-δικοινοτική”! Στην Κύπρο ο Αναστασιάδης και το κόμμα του το ΔΗΣΥ ήταν υπέρ του σχεδίου Ανάν, ενώ το ΑΚΕΛ ήταν ταλαντευόμενο και οριακά την τελευταία στιγμή υποστήριξε το “όχι” στο δημοψήφισμα.
Αν και το διχοτομικό σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε από τον Κυπριακό λαό, οι ίδιοι που το προώθησαν τότε έχουν ξαναβάλει τώρα τις βασικές διατάξεις του με επουσιώδεις παραλλαγές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς και όλων των εμπλεκόμενων εγγυητριών δυνάμεων στην Κύπρο. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει και από το ότι οι διεξαγόμενες συζητήσεις τους γίνονται πάνω στη βάση του κοινού ανακοινωθέντος που υπέγραψε ο Αναστασιάδης με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής πλευράς Έρογλου, στο οποίο συμφώνησαν ότι “η λύση θα βασίζεται σε μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα”, “η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελείται από δύο συνιστώσες πολιτείες ίσου καθεστώτος”.
Οι συμφωνημένες διατυπώσεις εδώ είναι όμοιες με εκείνες του σχεδίου Ανάν, ενώ για άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων παρά το θόρυβο που έχει γίνει για “αλλαγή” του, γιατί είναι “αναχρονιστικό”, από όσα έχουν διαρρεύσει γίνεται αντιληπτό ότι δεν γίνεται λόγος για κατάργηση αυτού του καθεστώτος, αλλά για ένα εναλλακτικό σύστημα εγγυήσεων είτε με τη μορφή “εγγυητικών δικαιωμάτων” και της διατήρησης στρατευμάτων της Τουρκίας στο βόρειο μέρος της Κύπρου, που λέγεται ότι διαπραγματεύεται η Τουρκία, είτε με τη μορφή “μονομερών εγγυήσεων” (η Τουρκία για την τουρκοκυπριακή πλευρά, η Ελλάδα για την ελληνοκυπριακή πλευρά), είτε ακόμα με την πρόταση για ένα “σύμφωνο Φιλίας” Ελλάδας -Τουρκίας- Ομόσπονδης Κύπρου που φέρεται να προτείνει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Πέραν τούτων γύρω από το θέμα της παραμονής των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο επικρατεί σιωπή, που ερμηνεύεται ότι η παρουσία και το καθεστώς τους δεν θα πειραχθεί.
Ασφαλώς, πολλές πτυχές των διεξαγόμενων συζητήσεων παραμένουν άγνωστες, όμως η συρροή όχι μόνο των εγγυητριών δυνάμεων της Κύπρου αλλά και εκπροσώπων των κυριότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις συζητήσεις στη Γενεύη δείχνουν την έκταση της ξένης ανάμιξης για την άσκηση επιρροής σε μια διχοτομική “λύση”. Οι εξελίξεις δρομολογούνται κατά τρόπο που να “δεθούν” οι προϋποθέσεις επιβολής μια διχοτομικής συμφωνίας, και να μην επαναληφθεί το προηγούμενο του σχεδίου Ανάν. Αυτό απηχεί και η δήλωση από τη Γενεύη του ειδικού συμβούλου του γ.γ. του ΟΗΕ, Έσπεν Μπαρθ Άιντε, “μην περιμένετε ότι θα επιστρέψουμε στην Κύπρο με συνολική λύση. Χρειάζεται δουλειά μέχρι να πλησιάσουμε στο συνολικό πακέτο λύσης”αλλά και καταγράφει τη κοινή Ανακοίνωση της Διάσκεψης στη Γενεύη.
Τα κυρίαρχα κόμματα στην Ελλάδα αλλά και στην Κύπρο (ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ) εμφανίζονται “στοιχισμένα” στο να εξευρεθεί μια “λύση” πάνω στη διχοτομική βάση μιας “ομοσπονδίας δύο συνιστωσών πολιτειών” και ενός παραλλαγμένου συστήματος εγγυήσεων για την ασφάλεια και η κυβέρνηση Τσίπρα πασχίζει να δώσει την εικόνα της “εθνικής συναίνεσης” σε αυτήν τη διχοτομική γραμμή, καθώς ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι συμπλέουν σε αυτή την κατεύθυνση. Το ΚΚΕ εμφανίζεται, έχοντας πολύ όψιμα αρνηθεί τη θέση για διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία, να στέκεται απέναντι στη γραμμή της διχοτομικής λύσης. Χωρίς συστολή υποστηρίζει ότι “οι εξελίξεις στο Κυπριακό δικαιώνουν τις θέσεις του”, ότι “επιβεβαιώνεται” και “παραμένει σταθερό στη θέση του για Κύπρο ενιαία” .... αν και εδώ και 40 χρόνια υποστήριζε τη διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία για την Κύπρο και έβαλε και αυτό το λιθαράκι του στο προχώρημα αυτής της διχοτομικής θέσης, πάνω στην οποία πατάει και η τωρινή προωθούμενη διχοτομική “λύση”.
Για την πραγματική λύση του Κυπριακού ζητήματος
Η πραγματική λύση του Κυπριακού ζητήματος, το αίτημα, δηλαδή, του Κυπριακού λαού να γίνει η χώρα του ενιαία, ανεξάρτητη και κυρίαρχη δεν μπορεί να προέλθει πάρα μόνο μέσα από τη ριζική ανατροπή όλων των όρων που οδήγησαν την Κύπρο να είναι σήμερα βαθιά εξαρτημένη, με κατεχόμενο έδαφος από ξένο εισβολέα και ξένες βάσεις, με ξένα στρατεύματα να σταθμεύουν στο χώμα της, με διαιρεμένο τον πληθυσμό της που αποτελείται από Eλληνοκύπριους, Tουρκοκύπριους και άλλες μειονότητες που συμβίωναν άλλοτε μαζί.
Μια “λύση” τύπου Ανάν ή παρόμοιου τύπου που μεθοδεύεται τώρα δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα παρά να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς στην Κύπρο που θα την έχει σπασμένη σε δυο κομμάτια, με στοιχεία διχασμού πολύ εντονότερα από εκείνα που εγχάραξαν στο σώμα της οι Συμφωνίες και οι Συνθήκες της τυπικής ανεξαρτησίας της, πριν 57 χρόνια, που θα αναπαράγει εσωτερικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις και θα ζει μέσα σε ένα πλέγμα ξένων εγγυήσεων και ξένης στρατιωτικής παρουσίας και υπό τη συνεχή ιμπεριαλιστική εποπτεία και επέμβαση.
Η αποκατάσταση της κυριαρχίας της και η κατάκτηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου με την απελευθέρωση του κατεχόμενου εδάφους της από την τουρκική στρατιωτική κατοχή και την αναίρεση των επώδυνων συνεπειών της (σταμάτημα του εποικισμού, επιστροφή προσφύγων στις εστίες τους, διευθέτηση των ζητημάτων κατοικίας, κτημάτων κλπ.), με το διώξιμο των βρετανικών βάσεων, με την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων και της συνθήκης συμμαχίας και την απομάκρυνση των ελλαδικών και τούρκικων στρατιωτικών δυνάμεων, με την απαλλαγή από ιμπεριαλιστική κηδεμονία είναι ο δρόμος για μια αληθινή και σταθερή επανένωση της Κύπρου. Τον δρόμο αυτό μπορεί να τον διανύσει ένα μαζικό λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που θα πάει κόντρα στη λογική των “τετελεσμένων” και στην πολιτική των καταστροφικών συμβιβασμών, που θα αντιπαραθέσει στη διχοτομική θέση του δικοινοτικού-διζωνικού “συνεταιρισμού” και της στήριξής του στην ξένη “προστασία” το αίτημα και τον αγώνα για μια πραγματικά κυρίαρχη και ανεξάρτητη Κύπρο, με ενωμένο το λαό της πάνω σε μια δημοκρατική- αντιιμπεριαλιστική βάση.