*Άρθρο του Ιταλικού Μαρξιστικού – Λενινιστικού Κόμματος (PMLI)
O γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας της Ιταλίας (Cgil), Μαουρίτσιο Λαντίνι, οχυρώνεται πίσω από την κυβέρνηση στο όνομα της «εθνικής ενότητας», που επανειλημμένα διατυμπανίζουν ο Κόντε και ο Ματαρέλα. Ενότητα που, ως συνήθως, βγαίνει στην επιφάνεια όταν οι θεσμοί του αστικού κράτους δυσκολεύονται και αναζητούν συνεργασία, μα πάνω απ’ όλα θυσίες από τους εργάτες και τις λαϊκές μάζες. Και ενώ μέχρι χτες οι δημόσιοι και υγειονομικοί υπάλληλοι αποκαλούνταν αλήτες, λουφαδόροι, σουλατσαδόροι, τώρα πλέον έχουν γίνει "ήρωες", "αξιέπαινοι", "θετικά παραδείγματα".
Σε συνέντευξή του στην τροτσκιστική εφημερίδα «il manifesto», ο Landini βεβαιώνει ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης του κορονοϊού είναι μια ευκαιρία να ξεπεράσουμε την πολιτική της λιτότητας και «μας δίνει την ευκαιρία να αναμορφώσουμε τη χώρα μέσω του κοινωνικού διαλόγου κάνοντας πραγματικές μεταρρυθμίσεις: δημοσιονομική, κοινωνική ασφάλιση, τις οποίες συζητάμε με την κυβέρνηση». Αυτά είναι κάποια από τα λόγια του, αλλά μας δίνουν την ουσία της πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας, η οποία δεν ενεργεί ως εκπρόσωπος των συμφερόντων των εργαζομένων για να βελτιώσει (στο μέτρο του δυνατού στον καπιταλισμό) τις συνθήκες εργασίας τους, αλλά ως θεσμικό όργανο που μαζί με την κυβέρνηση και τους εργοδότες εργάζονται για να κάνουν πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό τον ιταλικό καπιταλισμό.
Όταν ο δημοσιογράφος επισημαίνει στον Landini ότι η κυβέρνηση Conte, πριν από λίγες μέρες, ήταν ετοιμοθάνατη ενώ τώρα συνέρχεται χάρη στην υποστήριξη των κοινωνικών εταίρων, υπονοώντας και την CGIL (τη Γενική Συνομοσπονδία), του απαντά: «Εμείς είμαστε συνηθισμένοι να διαπραγματευόμαστε με τις κυβερνήσεις που έχουμε μπροστά μας. Μέχρι στιγμής ισχυριζόμαστε ότι κάτι έχουμε προσφέρει στα νοικοκυριά: την αύξηση των μισθών από τον Ιούλιο, περισσότερους πόρους για το σύστημα Υγείας, την κατάργηση του superticket». Εν ολίγοις, σύμφωνα με τον Landini, η κυβέρνηση Κόντε2 μόνο οφέλη έφερε στους εργαζόμενους.
Οι δηλώσεις αυτές συμβαδίζουν απόλυτα με τη στάση υποταγής που τηρήθηκε στη συνάντηση με την κυβέρνηση σχετικά με τις επιπτώσεις του κορονοϊού, όπου οι ηγέτες των συνδικάτων δεν είπαν τίποτα πέρα από τα γενικόλογα αιτήματα για προσλήψεις στη δημόσια υγεία και στις δομές κοινωνικής προστασίας για τους εργαζόμενους.
Αποδέχτηκαν παθητικά ακόμη και την απαγόρευση των απεργιών και των διαδηλώσεων μέχρι τις 31 Μαρτίου, παρότι οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στο εργοστάσιο. Για να πούμε την αλήθεια, οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες είχαν ήδη αυτολογοκριθεί, ακυρώνοντας την απεργία στις αερομεταφορές στις 24 Φεβρουαρίου και στα σχολεία στις 6 Μαρτίου. Η απόφαση για την ακύρωση ελήφθη πολύ νωρίτερα, όταν ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν μολυνθεί από τον ιό ήταν ακόμη πολύ μικρότερος σε σχέση με σήμερα.
Αλλά ακόμη και εκείνοι που δεν είχαν καμία διάθεση να αποδεχθούν τη δικτατορική διακυβέρνηση δεν μπόρεσαν να διαδηλώσουν. Μια τέτοια περίπτωση είναι το κίνημα «Ούτε μια λιγότερη», το οποίο είχε διοργανώσει και στην Ιταλία την παγκόσμια απεργία των γυναικών τη Δευτέρα 9 Μαρτίου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.
Επίσης η περίπτωση στην Ilva της Γένοβας όπου, με τη δικαιολογία του κορονοϊού, απαγορεύτηκε συνέλευση εργαζομένων που επιθυμούσαν να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις απολύσεις. Κι όμως, όσοι δεν ενδιαφέρονται για το CIG (Διακυβερνητική Διάσκεψη) μπορούν και πρέπει να μένουν ήσυχοι στις εγκαταστάσεις του χαλυβουργείου.
Ακόμη και για την υγειονομική περίθαλψη, αυτή θα ήταν μια καλή ευκαιρία να υψώσουμε δυνατά τη φωνή μας, για να πούμε “τέλος στην πολιτική των περικοπών” που έρχονται από παλιά και οδήγησαν στο κλείσιμο εκατοντάδων νοσοκομείων και δομών επειγόντων περιστατικών, καθώς και στην περικοπή χιλιάδων κλινών σε όλη την Ιταλία. Οι εξαντλητικές βάρδιες, η έλλειψη προσωπικού, η κακή υγιεινή και συντήρηση είναι συνθήκες που ο χώρος της υγείας ζει καθημερινά και η εμφάνιση του κορονοϊού απλώς αποκαλύπτει το μέγεθος του δράματος στο σύνολό του. Ωστόσο, καμιάς συνομοσπονδίας ο γραμματέας δεν ζήτησε το άμεσο μπλοκάρισμα της διαφοροποιημένης αυτονομίας και των ιδιωτικοποιήσεων προκειμένου να στραφούμε σε μια δημόσια υγεία που να είναι πραγματικά καθολική, για όλους και για όλη την Ιταλία.
Οι τρεις ηγέτες των συνδικάτων ήταν επίσης πολύ επιφυλακτικοί αναφορικά με τις δομές κοινωνικής προστασίας. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αποκρουσθούν οι προσπάθειες των εταιρειών να μεταθέσουν τις οικονομικές συνέπειες της επιδημίας στους εργαζόμενους, ξεκινώντας από τις απολύσεις αλλά και την πίεση των εργοδοτών προς τους εργαζόμενους να κάνουν αμέσως χρήση των ρεπό και των κανονικών αδειών τους.
Πρέπει να προστατευτούν και οι εργαζόμενοι με συμβάσεις μερικής απασχόλησης καθώς είναι οι πρώτοι που απολύονται από τις εταιρείες, και οι εργαζόμενοι, όλοι, πρέπει να έχουν 100% εγγυημένο τον μισθό τους.
Η επιβεβαίωση της γραμμής των CGIL, CISL και UIL, που δεν είναι άλλη από αυτήν της "εθνικής ενότητας" και της συνεργασίας με τους εργοδότες είναι η κοινή δήλωση των συνομοσπονδιακών συνδικάτων και της Confindustria, καθώς και άλλων επαγγελματικών ενώσεων. Ενώ οι επιχειρηματίες ζητούν χρήματα, ευελιξία και διευκολύνσεις για τις επιχειρήσεις τους, ήδη από τα πρώτα κρούσματα του κορονοϊού, οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδιακές οργανώσεις παραιτούνται από την αυτονομία τους για να ενωθούν και να στηρίξουν τα αφεντικά που ζητούν «να προχωρήσουν σε μια ταχεία εξομάλυνση, επιτρέποντας να ξαναρχίσουν όλες οι δραστηριότητες που τώρα έχουν μπλοκαριστεί και να θέσουν τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε όλους τους τομείς σε θέση να εργαστούν με κερδοφόρο και ασφαλή τρόπο προς όφελος της χώρας, και αποφεύγοντας τη διάδοση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μιας εικόνας που.... θα διακινδύνευε να καταστρέψει καίρια το Made in Italy και τον τουρισμό μας». Με λίγα λόγια, η παραγωγή πάνω απ’ όλα. Αντί γι’ αυτό, εμείς ζητάμε να κλείσουν τα εργοστάσια για 15 ημέρες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τους μισθούς των εργαζομένων.
Αυτή η στάση των συνομοσπονδιακών συνδικάτων, και συγκεκριμένα της CGIL, δεν πέφτει ξαφνικά από τον ουρανό. Συνδέεται ίσως με τη δραματική κατάσταση που βιώνει η χώρα, αλλά είναι απότοκος μιας παγιωμένης πλέον στρατηγικής που στοχεύει στην επίτευξη ενός καθεστωτικού συνδικάτου, αναγνωρισμένου από το κράτος ως μοναδικού διαπιστευμένου συνομιλητή στις διαπραγματεύσεις του με τα αφεντικά και τους αστικούς θεσμούς. Ένα συνδικάτο που, αντί να αγωνίζεται, είναι υποτελές στα συμφέροντα του ιταλικού καπιταλισμού.
Αχ, όχι αγαπητέ Landini, εμείς δεν πιστεύουμε στο σύνθημα των Κόντε, Ματαρέλλα και Confindustria: «όλοι μαζί μπορούμε». Δεν είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα και τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων δεν είναι τα ίδια με εκείνα των εκμεταλλευτών, ούτε σε ιδιαίτερες στιγμές ούτε σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Πρέπει να υπερασπιστούμε την υγεία, αλλά δεν θα αποδεχτούμε να δουλεύουμε και να σιωπούμε, να παραιτηθούμε από τις απεργίες, από την ανανέωση των συμβάσεων, από την ασφάλεια, από το να υψώνουμε τη φωνή μας. Ο ταξικός αγώνας δεν σταματά με ένα διάταγμα. Οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι έχοντας πληρώσει την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση (που δεν έχει ακόμη τελειώσει) δεν πρέπει να είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τα αποτελέσματα της νέας οικονομικής κρίσης λόγω του κορονοϊού και με αυτό το πρόσχημα να πετσοκοφτούν κι άλλο τα δικαιώματα και οι μισθοί τους.
Ούτε πρέπει να αποδεχθούμε την κατάσταση πολιορκίας με την αστυνομία με «ειδικές εξουσίες» και τον στρατό στους δρόμους.
11 Μαρτίου 2020