Δεν θα επιχειρήσω να μιλήσω για την ιστορία, τη δράση και το έργο αυτού του μεγάλου αγωνιστή, που αμφισβητούσε ο ίδιος καθημερινά με την πράξη του τον τύπο του εθνικού ήρωα. Έχουν γραφτεί και θα γραφτούν πολλά. Θα μιλήσω για την ανθρώπινη, την απλή καθημερινή πλευρά, όπως είχα την τύχη να τον γνωρίσω και να τον ζήσω από κοντά.
«Τύχη αγαθή» έφερε αρκετές φορές τον Μανώλη Γλέζο στη Θεσπρωτία.
Μια από αυτές, ήταν τον Νοέμβρη του 2003, όταν ήρθε στην Ηγουμενίτσα για τις εκδηλώσεις για την Εθνική Αντίσταση (25 Νοέμβρη), που οργάνωσε ο Σύλλογος Γονέων του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Ηγουμενίτσας.
Ήταν τότε όλο το πρωί μαζί με τα παιδιά και τους δασκάλους τους και μιλούσε υπομονετικά μαζί τους, σαν έφηβος (ήταν 81 χρονών), σαν παππούς και σαν Δάσκαλος για την Εθνική Αντίσταση. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μίλησε και συγκίνησε τους πολίτες με το ίδιο θέμα. Την άλλη μέρα 26 Νοέμβρη επισκέφθηκε το Α΄ Γυμνάσιο και το Α΄ Λύκειο, όπου έτυχε θερμής υποδοχής από τους μαθητές και μίλησε σε δυο εκδηλώσεις με θέμα : «Η συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Το απόγευμα της ίδιας μέρας, με πρόσκληση του Συλλόγου Σπουδαστών του ΤΕΙ, έγινε και άλλη έκτακτη, εκτός προγράμματος, σχετική εκδήλωση στο Συνεδριακό κέντρο του ΤΕΙ, με μεγάλη συμμετοχή σπουδαστών και καθηγητών και με ενδιαφέροντα διάλογο, που κράτησε μέχρις αργά το βράδυ.
Αυτές τις μέρες που έμεινε στη Θεσπρωτία μαζί με την σύντροφό του την Τζώρτζια, γυρίσαμε το Νομό, γνωριστήκαμε και μιλήσαμε για πολλά πράγματα. Δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός ότι στην αρχή μας κατείχε ένα δέος και μια αμηχανία. Όμως ό ίδιος με τη πρώτη επαφή και με την σεμνότητα και την αύρα που εξέπεμπε, μας έκανε να το ξεπεράσουμε και να αισθανθούμε ότι μιλούσαμε σαν ίσος προς ίσο.
«Η ανάγκη και η πίστη σε ιδανικά κάνει τον κάθε ένα ήρωα», έλεγε, ενώ συχνά αναφερόταν με συγκίνηση στους νεκρούς συντρόφους του. Ιδιαίτερα στον ξεχασμένο 17χρονο μαθητή Μαθιό Πόταγα – που με πρωτοβουλία του τιμήθηκε το 2003 – που του συνέθλιψαν το κεφάλι οι Γερμανοί, επειδή πρώτος αυτός, στις 2 Μαϊου του 1941, λίγο πριν ο Μανώλης με τον Σάντα κατεβάσουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη, στην Βυτίνα Αρκαδίας, μπήκε μπροστά στην πομπή για να σταματήσει το γερμανικό τανκ. Και στο άλλον έφηβο, που επειδή ήταν κοντός και φοβόταν μήπως δεν τον «πιάσουν» οι σφαίρες την ώρα της εκτέλεσης, έβαλε κάποια πέτρα για να σηκωθεί ψηλότερα.
Ο ίδιος, με απλό, μεθοδικό, διαλεκτικό τρόπο, έχοντας διδαχτεί στο μεγάλο σχολείο της Αριστεράς, ανέπτυσσε τον συλλογισμό του, ποτέ δεν ήθελε να επιβάλλει τις απόψεις του και πάντα άκουγε – πραγματικά άκουγε – την άποψη του συνομιλητή του και σεβόταν τις διαφορετικές απόψεις. Εμείς ρωτούσαμε να μάθουμε για πρόσωπα και πράγματα, για την πονεμένη ιστορία της Αριστεράς. Γιατί ήταν γέννημα του παλιού ηρωϊκού ΚΚΕ και εκείνης της Αριστεράς των «πέτρινων χρόνων» που γέννησε Ηλέκτρες, Μπελογιάννηδες, Γλέζους, Λαμπράκηδες, Μανδηλαράδες, Τσαρουχάδες και τόσους άλλους επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές. Αυτής της Αριστεράς, που στη συνέχεια, μέσα από την αναθεώρηση, οδήγησε στην σύγχυση και στον συμβιβασμό.
Το επόμενο καλοκαίρι (2004), μετά από πρόσκλησή του, βρεθήκαμε οικογενειακά, στο αγαπημένο του χωριό τ’ Απεράθου της Νάξου, φιλοξενούμενοι αυτού και της συντρόφου του, στο απλό, μικρό, αλλά συμπαθητικό σπιτάκι τους.
Εκεί πλέον είδαμε, ακούσαμε και μάθαμε τόσο πολλά. Κάθε πρωί ξυπνούσε πρώτος, από τις 5 και έγραφε χωρίς γυαλιά (δεν φόρεσε ποτέ τέτοια) – ολοκλήρωνε τότε τον περίφημο, μνημειώδες δίτομο έργο του για την Εθνική Αντίσταση – και στη συνέχεια, αργότερα, άρχιζε η δική μας ώρα, η ιστορία, η πολιτική, η Αριστερά, το Κόμμα, αλλά και οι ξεναγήσεις στο χωριό και στη Νάξο.
Όταν έλαβε ένα δέμα, μας έδειξε πώς να λύνουν και όχι να κόβουν τον σχοινί, όπως έκαναν στην εξορία, γιατί τους ήταν χρήσιμο. Μας έδειξε με ένα ραβδί, σαν μικρό παιδί, πως να το τυλίγουν και με δυσκολία στη συνέχεια να το λύνουν ανάμεσα στον κορμό, στα χέρια και στα πόδια τους, σαν σωματική άσκηση μέσα στις φυλακές.
Είδαμε τότε τα πέντε (!) Μουσεία που με δική του πρωτοβουλία η Κοινότητα Απεράθου, είχε οργανώσει την περίοδο που εκείνος ήταν πρόεδρος και εφάρμοσε την «άμεση δημοκρατία», όπως εκείνος έλεγε τον θεσμό των κυρίαρχων, αποφασιστικών Λαϊκών Συνελεύσεων και των ανακλητών οργάνων, που παρέπεμπαν στην ιστορία του ΕΑΜ. Συμμετείχαμε σε εκδηλώσεις στη Βιβλιοθήκη που έφερε το όνομα του 19χρονου αδερφού του Νίκου Γλέζου, που είχε εκτελεστεί από του Γερμανούς μαζί με τους 200 της Καισαριανής, (αφήνοντας στο σκούφο του, το γνωστό σημείωμα : «Αγαπητή μητέρα σας φιλώ, χαιρε(τι)σμούς, σήμερα πάω για εκτέλεση, πέφτοντας για τον Ελ. ΛΑΟ, Γλέζος Νίκος, Παραμυθίας 40»).
Τρέξαμε στα βουνά για να μας δείξει τα έργα ορεινής υδάτινης οικονομίας (μικρά ανασχετικά φράγματα, πηγές, αρδευτικά κανάλια κλπ), που είχε κάνει, δεδομένου ότι στις φυλακές είχε διδαχτεί Γεωλογία από συγκρατούμενους του καθηγητές Πανεπιστημίου (αργότερα πολλά Ελληνικά Πανεπιστήμια τον ανακήρυξαν επίτιμο διδάκτορα). Κατά την ορειβασία, «ανεβαίνουμε ακροδακτυλοβάμονες και κατεβαίνουνε πελματοβάμονες», μας έλεγε ο γλωσσολόγος Μανώλης («Ύδωρ, Αύρα, Νερό» το σχετικό βιβλίο του). Μας μίλησε για την ιστορία αντίστασης της Νάξου και τ’ Απεράθου, μας έδειξε τα ορυχεία και τις εγκαταστάσεις της σμύριδας και μας εξιστόρησε τους αγώνες των σμυριδεργατών.
Ήταν τότε που ακουγόταν το όνομά του για Πρόεδρος της Δημοκρατίας και μας ρωτούσε αν του γινόταν πρόταση τι να κάνει. «Μανώλη θα υπογράφεις αντιλαϊκούς Νόμους και Προεδρικά Διατάγματα», τον ρωτούσαμε εμείς, «αν δεν τα υπογράφεις θα αναγκασθείς να παραιτηθείς». Αυτό ακριβώς το ανυπότακτο του χαρακτήρα του, ίσως ήταν και ό λόγος που δεν του έγινε τελικά η πρόταση.
Μια άλλη μέρα μας ανέδειξε και άλλες πλευρές του ανθρώπινου, χοϊκού Μανώλη. Βρεθήκαμε μαζί του σε μια βάφτιση, κοντά στο λιμανάκι της Μουτσούνας, όπου οι Ναξιώτες αγρότες και κτηνοτρόφοι, με ιδιαίτερο τρόπο γιορτάζουν. Εκεί όπου το γλέντι με τους όμορφους κυκλαδικούς χορούς και το θεσπέσιο βιολί κράτησε ως το βράδυ, ο Μανώλης έγινε ένα με αυτούς τους απλούς ανθρώπους, είδαμε τον Μανώλη γλεντζέ και δεινό χορευτή (Στο βιβλίο του «Η συνείδηση της Πετραίας γης» κάνει ιδιαίτερη λυρική αναφορά στους «Χορευταράδες» των Κυκλάδων).
Πολλές φορές θυμόμαστε και αναπολούμε εκείνες τις στιγμές.
Βρεθήκαμε πολλές φορές με τον Μανώλη και στο απλό σπιτάκι της Τζόρτζιας στην Αθήνα.
Ήρθε ξανά στην Θεσπρωτία, στις εκδηλώσεις για τους εκτελεσμένους από τους Γερμανούς 49 προκρίτους – πατριώτες τους έλεγε ο Μανώλης. Ο Μανώλης ήξερε πάντα να πιάνει τον παλμό του κόσμου και έτσι σε όλες τις επισκέψεις στη Θεσπρωτία ξεκινούσε με την αναφορά στους πρώτους έλληνες εκτελεσμένους από τους Ιταλούς, στις 8 Νοέμβρη 1940, τον Χρήστο Πιτούλη και τον Χρήστο Τσώνη.
Όταν ήταν ευρωβουλευτής και γυρνούσε με το καράβι από Ιταλία έπαιρνε τηλέφωνο για να βρεθούμε έστω και για λίγο στο καράβι και να τα πούμε. Η ενότητα της Αριστεράς ο καημός του. «Ναι αλλά σε ποια βάση;», ο αντίλογός μας. Ποτέ δεν μιλούσε άσχημα για τους άλλους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς που τον κριτίκαραν – και πολλές φορές άσχημα – για τους συμβιβασμούς του. Οι διαφωνίες μας υπήρξαν έντονες, αλλά σε συντροφικό κλίμα. Όταν αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ρώτησα, κάπως δηκτικά είναι η αλήθεια, για την «ενότητα της Αριστεράς», μου απάντησε άμεσα και με ειλικρίνεια «είχα αυταπάτες». Άλλωστε με επιστολή του το Φλεβάρη του 2015 ζητούσε δημόσια συγγνώμη από τον Ελληνικό λαό. Αυτός ήταν ο Μανώλης, παρορμητικός πολλές φορές, αλλά πάντα αναγνώριζε τα λάθη του.
Ο Μανώλης όπως φτωχός μπήκε στην ζωή και στον αγώνα, έτσι φτωχός έφυγε, παρά τα δημόσια αξιώματα στα οποία αναδείχτηκε. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα παιδιά του, εξαιρετικοί επιστήμονες, έμειναν στην «ανωνυμία», δεν εκμεταλλεύτηκαν την αίγλη του ονόματός του, όπως οι γόνοι άλλων πολιτικών οικογενειών.
Σε όλες τις συναντήσεις είχε πάντα την όρεξη και την υπομονή να συζητά και να χαριτολογεί, ιδιαίτερα με τα παιδιά, είχε αυτή την λεβεντιά, την ομορφιά και ευγένεια ψυχής, την λάμψη στα μάτια του, που την τροφοδοτούσε η «αείζωος» εσωτερική φλόγα του Αγωνιστή, του Άνθρωπου, του Αριστερού, αυτή που τον κατέβαζε, σε αυτή την ηλικία, στη διαδήλωση και στο Πολυτεχνείο με βροχή, με το χαρακτηριστικό ναυτικό καπέλο και το μπαστούνι.
Αυτό ήταν το μεγαλείο του Μανώλη.
Μανώλη «δεν απογοητεύομαι, οργίζομαι», όπως έλεγες.
Η αλήθεια είναι ότι θα μας λείψεις. Αλλά εσύ συχνά έλεγες αυτό που πάρα πολύ μας άρεσε και πάντα θα μας συγκινεί:
«Ζω για τους συντρόφους μου που χάθηκαν. Γι’ αυτούς που δεν υπάρχουν πια. Πριν από κάθε μάχη μαζευόμαστε και κουβεντιάζαμε. Και λέγαμε: Εάν εσύ ζεις, μη με ξεχάσεις. Εάν εσένα δε σε βρει το βόλι, όταν συναντάς τους ανθρώπους στο δρόμο, θα λες καλημέρα κι από μένα. Κι όταν πίνεις κρασί θα πίνεις κρασί κι από μένα. Κι όταν ακούς τον παφλασμό των κυμάτων, θα τον ακούς και για μένα. Κι όταν ακούς τον άνεμο, να περνάει μέσα από τα φύλλα, κι ακούς το θρόισμα του ανέμου, θα το ακούς και για μένα. Κι όταν χορεύεις, θα χορεύεις και για μένα! Μπορώ να ξεχάσω αυτόν τον κόσμο, είναι δυνατόν;»
Γι αυτό και εμείς Μανώλη μπορούμε να σε ξεχάσουμε;
Θα ζεις και συ μαζί μας, δεν θα γίνεις ακίνδυνο εικονοστάσι, όπως πολλοί όψιμοι υμνητές θα ήθελαν, θα είσαι ο Μανώλης της οργής, της αντίστασης και του αγώνα, στους δικούς μας αγώνες για μια άλλη πιο ανθρώπινη κοινωνία, του Δίκιου, της Δημοκρατίας, της Λευτεριάς, της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας, του Σοσιαλισμού.
Παύλος Αλεξίου, μέλος της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ