Το συνθλιπτικό χτύπημα στη δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση θα έρθει από τον προϋπολογισμό
-22% (!)
Ο προϋπολογισμός του 2011 για την Παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες της ανεξαίρετα, δεν μπορεί να ονομαστεί «ευχάριστος». Τη χρονιά που ξεκινά θα δοθούν 1,9 δις λιγότερα για την Παιδεία σε σχέση με το 2010, μείωση που αγγίζει το 22% (!).
Σε ό,τι αφορά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συνοπτικά ας αναφέρουμε ότι οι λειτουργικές δαπάνες θα είναι μειωμένες κατά 50% (το 2011 θα δοθούν 96 εκ. ευρώ, από 191 εκ. ευρώ το 2010) και τα κονδύλια για τους εκπαιδευτικούς θα περιοριστούν κατά 24%, μειωμένα κατά 697 εκ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πλάνα της κυβέρνησης είναι να μετατάξει 7.500 εργαζόμενους στην καθαριότητα από τα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στους δήμους. Δεν θα μείνει ούτε καθαρίστρια!
Βέβαια, μεγάλη σφαγή έχει επιφυλάξει ο Παπακωνσταντίνου και για τη «δημόσια και δωρεάν» τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας. Οι λειτουργικές δαπάνες και τα κονδύλια για το προσωπικό στα ΑΕΙ θα είναι μειωμένα κατά 177,7 και 143 εκ. ευρώ αντίστοιχα. Στα ΤΕΙ, οι περικοπές θα αγγίξουν τα 74 και 36 εκ. ευρώ, στους τομείς αυτούς. Αν μπορούσε η κυβέρνηση θα έκοβε κι άλλα, όμως ήδη ο προϋπολογισμός του 2010 ήταν πολύ λιτός για την Εκπαίδευση. Το σύνθημα «15% για την Παιδεία» ακούγεται σήμερα πολύ μακρινό, δεδομένου ότι το σύνολο των δαπανών στον προϋπολογισμό του 2011 δεν ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ.
«ελαστικές» δαπάνες
Πρέπει να επισημανθεί, παρενθετικά, ότι το σύστημα «-22%» ή, αλλιώς, «από τα 5 κόβω τουλάχιστον 1» δυστυχώς δεν περιορίζεται στα της Παιδείας. Ήδη από της αρχές Οκτώβρη η κυβέρνηση ζητούσε να ενημερωθούν έγκαιρα όλοι οι εποπτευόμενοι οργανισμοί του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού προκειμένου να οργανώσουν μείωση του προϋπολογισμού τους κατά 30%.
Με κυνικότητα και αναισθησία που δεν ταιριάζει σε άνθρωπο που, υποτίθεται, προστατεύει τον Πολιτισμό, η Γενική Γραμματέας του ΥΠΠΟΤ, Μενδώνη Λ., σημείωνε για τις σχεδιαζόμενες περικοπές: «Επειδή του 2011 θα είναι μια δύσκολη χρονιά, παρακαλέσαμε όλους τους εποπτευόμενους οργανισμούς να ξαναδούν το πρόγραμμά τους, γιατί θα υπάρξει μείωση στον προϋπολογισμό του υπουργείου. Δηλαδή, είπαμε, εκεί που κάποιος σχεδίαζε να ανεβάσει 5 θεατρικά έργα να τα μειώσει κατά ένα, να τα κάνει 4. Πιστεύετε πως ένας ικανός άνθρωπος δεν μπορεί με 800.000 ευρώ αντί 1.000.000 ευρώ να παράξει εξίσου σημαντικό έργο;» Μάλιστα. Άρα, όποιος δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τις περικοπές, είναι ανίκανος.
Γενικά μιλώντας, τα κονδύλια για Παιδεία, Πολιτισμό, Πρόνοια είναι στο στόχαστρο, και οι δαπάνες για τους τομείς αυτούς νοούνται, απ’ την πλευρά της κυβέρνησης, «ελαστικές».
Λιγότερο «δημόσια», λιγότερο «δωρεάν» τριτοβάθμια εκπαίδευση
Υπό τις πιέσεις και τις αντιδράσεις του φοιτητικού κόσμου και της εκπαιδευτικής κοινότητας, η Άννα Διαμαντοπούλου υποχρεώθηκε να συμβιβαστεί, και να μιλήσει για ενδεχόμενο «δεύτερο και τρίτο κείμενο διαβούλευσης έως ότου διαμορφωθεί το προσχέδιο νόμου μέσα στον Φεβρουάριο». Το βέβαιο είναι ότι ο νόμος-πλαίσιο Νο2 που ετοιμάζει η υπουργός Παιδείας σε βάρος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει μύριες διατάξεις (που αλλάζουν πραγματικά το «DNA» των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας) από τις οποίες μπορεί να αφαιρέσει μία-δύο, για να δείξει ότι συνδιαλλάσσεται.
Μέχρι να έρθει η ώρα του δεύτερου ή και του τρίτου ακόμη κειμένου διαβούλευσης (προς το παρόν παραμένουμε στο πρώτο, εκείνο που προανήγγειλε η Διαμαντοπούλου στους Δελφούς, και παρουσίασε εκτενέστερα στο Ρέθυμνο) η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να στηρίξει την αρχική βάση διαλόγου (καλύτερα: «βάση μονολόγου») που πρότεινε. Στα πλαίσια αυτά, η Διαμαντοπούλου έδωσε στη δημοσιότητα κείμενο με 32 απαντήσεις (σε 32 ..δικές της ερωτήσεις), με το οποίο προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ των προωθούμενων συνθλιπτικών αλλαγών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα επιχειρήματά της, σαθρά, κατά κύριο λόγο θεμελιώνονται στην εξής αποστομωτική άποψη: «έτσι γίνεται στο εξωτερικό» (!). Το νέο, φιλελεύθερο μοντέλο λειτουργίας του πανεπιστημίου θέλει την παρεχόμενη εκπαίδευση σε ΑΕΙ και ΤΕΙ πολύ λιγότερο «δημόσια», και πολύ λιγότερο «δωρεάν». Πώς θα μπορέσουν τα τριτοβάθμια ιδρύματα της χώρας να λειτουργήσουν, με περικοπές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ; Πού βρίσκει το θάρρος η Διαμαντοπούλου να προτείνει τη δυνατότητα ίδρυσης παραρτημάτων των πανεπιστημίων στο εξωτερικό, τη στιγμή που τα ίδια τα μητρικά πανεπιστήμια δεν τα βγάζουν πέρα;
Στο γρουσούζικο ερώτημα, υπ’ αριθμόν 13, «Πώς θα διαμορφωθεί η χρηματοδότηση των ΑΕΙ» η υπουργός Παιδείας κατά πρώτον διασαφηνίζει ότι ένα (αδιευκρίνιστο ακόμη) κομμάτι των κονδυλίων θα χορηγείται «επιβραβευτικά». Λανθάνει η πρόθεση εφαρμογής της εσωτερικής αξιολόγησης στα Πανεπιστήμια, αλλά και οι εκβιασμοί συμμόρφωσής τους με τις υποδείξεις του υπουργείου Παιδείας: «Η δημόσια χρηματοδότηση των ιδρυμάτων θα εξακολουθήσει να παρέχεται με τους όρους που γίνεται σήμερα σε όλα τα ιδρύματα. Ωστόσο, ένα ποσοστό αυτής της χρηματοδότησης (το οποίο στο εξωτερικό ποικίλλει από 5 έως 30%) θα κατανέμεται στη βάση στόχων, βαθμού εκπλήρωσής τους και συγκεκριμένων ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών και κριτηρίων. Προϋπόθεση για χρηματοδότηση, βεβαίως, θα είναι συγκεκριμένες, διαφανείς και αδιάβλητες διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης».
Ας θυμίσουμε εδώ ότι ο υφυπουργός Παιδείας, Πανάρετος Γ., με επιστολή του προς τις διοικήσεις των ΑΕΙ και ΤΕΙ όλης της επικράτειας, αρχές Δεκέμβρη 2010, έβρισκε τρόπο να τις εκβιάσει, προωθώντας παράλληλα τους σχεδιασμούς του υπουργείου του: «Για το οικονομικό έτος 2011, οι χρηματοδοτήσεις των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ θα εκτελούνται σύμφωνα με τα ποσοστά διάθεσης των πιστώσεων που θα χορηγεί το υπουργείο Οικονομικών. Όμως, σε περίπτωση που κάποιο εκπαιδευτικό Ίδρυμα δεν αποστέλλει έγκαιρα στοιχεία, που τυχόν θα του ζητηθούν από το υπουργείο Παιδείας, και τα οποία κρίνονται απαραίτητα για τη υλοποίηση της πολιτικής της εκπαίδευσης, θα αναστέλλεται η χρηματοδότηση του μέχρις ότου εκπληρώσει τη σχετική υποχρέωση του».
Το πανεπιστήμιο-επιχείρηση, το πολυδύναμο εκπαιδευτικό ίδρυμα-παραγωγός κέρδους, αυτό είναι με δυο λόγια το όραμα της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. Η Διαμαντοπούλου, απ’ έξω-απ’ έξω, το σκιαγραφεί, στην απάντησή της στο ερώτημα 13: «Αποτελεί κοινή πρακτική σε ολόκληρο τον κόσμο ότι τα ΑΕΙ αντλούν πρόσθετους πόρους από τρίτες πηγές εθνικές ή ευρωπαϊκές, δημόσιες ή ιδιωτικές. Ήδη, σε αρκετές περιπτώσεις ελληνικών ιδρυμάτων οι πρόσθετες χρηματοδοτήσεις από πηγές όπως οι παραπάνω αποτελούν το 50% του συνόλου των εσόδων τους. Η επιπλέον χρηματοδότηση των ΑΕΙ, πέρα από τη δεδομένη χρηματοδότησή τους από το Υπουργείο Παιδείας, ενισχύει το δημόσιο χαρακτήρα τους και το άνοιγμά τους στην κοινωνία και τις ανάγκες της. Με τη διασύνδεση τους με το αναπτυξιακό πρόγραμμα της χώρας σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο προσδοκούμε τα ΑΕΙ, που αποτελούν τον αναγκαίο εταίρο στην πρόοδο της χώρας, να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία για την ανάπτυξη και την ευημερία της ευρύτερης περιοχής που είναι χωροθετημένα και κατ’ επέκταση της χώρας».
Προχωρώντας ένα βήμα παραπάνω, η Διαμαντοπούλου ρητά πλέον αποσαφηνίζει ότι οι χορηγοί μπορούν να δραστηριοποιηθούν στον ευαίσθητο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στο ερώτημα «Τι θα γίνει αν η χρηματοδότηση δεν επαρκεί για να καλύψει όλες τις ανάγκες του Ιδρύματος;» η υπουργός Παιδείας ανερυθρίαστα δηλώνει: «Οι ανάγκες κάθε Ιδρύματος και η χρηματοδότησή τους θα έχει προσδιοριστεί με τις προγραμματικές συμφωνίες. Το κράτος θα αναλαμβάνει την ευθύνη της χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων που θα έχουν συμφωνηθεί. Φυσικά, το κάθε Ίδρυμα, θα έχει την ευχέρεια να αναζητεί και πόρους από άλλες πηγές για να δημιουργήσει και άλλες δραστηριότητες πέραν αυτών που έχουν συμφωνηθεί με το κράτος (πράγμα που συμβαίνει και σήμερα σε ορισμένα ΑΕΙ). Για παράδειγμα, θα μπορεί να αποδέχεται εξωτερικές χρηματοδοτήσεις (χορηγίες) για καθηγητικές θέσεις.»
Να ξεμπερδεύουμε με τους ενοχλητικούς
Το πρόγραμμα οικονομικής εξυγίανσης των πανεπιστημίων, προβλέπει, ούτε λίγο-ούτε πολύ, ένα «ξεσκαρτάρισμα» από τους «παραπανίσιους» φοιτητές αλλά και διδακτικό προσωπικό.
Προσέξτε με πόσο γλυκές διατυπώσεις η Διαμαντοπούλου εξηγεί ότι θα σαρώσει
α) τους «αιώνιους» φοιτητές:
«Η νέα δομή θα επιτρέψει στα Πανεπιστήμια να λειτουργούν σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, να παρακολουθούν την πορεία των φοιτητών τους και να τους καθοδηγούν έτσι ώστε να μην αφήνουν κενά, να αξιοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρει το πανεπιστήμιο, και να ολοκληρώνουν τις σπουδές τους στον απαιτούμενο χρόνο για το καλό των ιδίων και των οικογενειών τους».
β) τους διδάσκοντες ΠΔ 407:
«Η προτεινόμενη ρύθμιση που προβλέπει την αντικατάσταση του διδάσκοντα Π.Δ. 407 με μία μη εξελίξιμη θέση «εντεταλμένου διδασκαλίας» (ή λέκτορα) με σύμβαση ενός έως τριών ετών δίνει πλέον τη δυνατότητα σε νέους επιστήμονες να αφιερωθούν στα καθήκοντά τους με ικανοποιητική αμοιβή και δυνατότητα λειτουργίας σε κάποιο βάθος χρόνου χωρίς άγχος».
γ) τους λέκτορες:
«…όλοι οι Λέκτορες που υπηρετούν σήμερα θα ενταχθούν σε μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία θα τους δοθεί η δυνατότητα να κριθούν…» και «Οι νέοι λέκτορες ασφαλώς θα μπορούν να εκπονούν, εφόσον το επιθυμούν, ερευνητικό έργο το οποίο δεν προβλέπεται μεν από το έργο που τους ανατίθεται, αλλά αυτό θα τους βοηθήσει να διεκδικήσουν μία θέση στο πανεπιστήμιο σε ενδεχόμενη προκήρυξη θέσης επίκουρου καθηγητή, η οποία θα είναι εισαγωγική βαθμίδα του ΔΕΠ στα Πανεπιστήμια».
δ) τους επίκουρους καθηγητές:
«Οι Επίκουροι Καθηγητές που υπηρετούν σήμερα, εάν έχουν μονιμοποιηθεί, θα εξακολουθήσουν να διατηρούν τη μονιμότητά τους. Αν δεν έχουν μονιμοποιηθεί, θα κριθούν για την περαιτέρω πορεία τους με βάση τα νέα δεδομένα» και «Η μονιμοποίηση στην βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή δημιουργεί συνθήκες δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης. Υπάρχει ανάγκη για την ουσιαστική αξιολόγηση στο μέλλον των Επίκουρων Καθηγητών. Θα πρέπει δηλαδή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να αξιολογηθούν ουσιαστικά και είτε να τους δοθεί η δυνατότητα -λόγω της απόδοσής τους- να εξελιχθούν και να μονιμοποιηθούν στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή είτε να αποχωρήσουν από το πανεπιστήμιο εφόσον αποδειχθεί ότι δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για να εξελιχθούν ακαδημαϊκά. Η διαδικασία αυτή δεν ωφελεί μόνο το πανεπιστήμιο, τους φοιτητές και την έρευνα. Ωφελεί και τους ίδιους τους επιστήμονες που έχουν εκλεγεί ως Επίκουροι Καθηγητές γιατί τους δίνει μια δοκιμαστική περίοδο, στην οποία έχουν την ευχέρεια είτε να δείξουν τις ικανότητές τους, να εξελιχθούν ακαδημαϊκά και να μονιμοποιηθούν είτε να αντιληφθούν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν στο συγκεκριμένο ίδρυμα και να επιλέξουν κάτι διαφορετικό για τη συνέχεια της καριέρας τους».
Τα χειρότερα (αλλά και τα καλύτερα) έπονται
Μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είχαν τη δυνατότητα να προσποιούνται ότι οι αλλαγές που προωθούν έχουν γνώμονα το καλό του πανεπιστημίου, το καλό του καθηγητή, το καλό του φοιτητή. Η αλήθεια είναι ότι η Διαμαντοπούλου βιάζεται να περάσει τις μεταρρυθμίσεις μέχρι τον Φεβρουάριο του 2011, πριν αποκαλυφθεί ότι, πίσω απ’ όλες τις εκπαιδευτικές θεωρίες που διατυπώνει, κρύβεται η αδυναμία (και η απροθυμία) του κράτους να στηρίξει οικονομικά, όπως τουλάχιστον το έπραττε μέχρι σήμερα, τα ΑΕΙ και ΤΕΙ της επικράτειας. Δυστυχώς για το ελληνικό πανεπιστήμιο, τα χειρότερα έπονται, και θα είναι τέτοιας έκτασης και τέτοιας μορφής που καμιά γλυκιά περιγραφή της Διαμαντοπούλου δεν θα μπορεί πια να τα κουκουλώνει.
Προς το παρόν, η ομόφωνη άρνηση των πρυτάνεων στο κείμενο διαβούλευσης που πρότεινε η υπουργός Παιδείας, και, πρώτιστα, η αποδοκιμασία από τον φοιτητικό και σπουδαστικό κόσμο των μεθοδευόμενων μεταρρυθμίσεων, είναι μια πρώτη παρακαταθήκη για το μέλλον: το 2011 δεν θα κρύβει μόνο πλήγματα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την Παιδεία εν γένει· θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, για μαζικότερους αγώνες, για την προάσπιση της πραγματικά δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης.