Μια Βρετανίδα σταρ της ροκ σε κρίσιμη καμπή της καριέρας της, αποσύρεται με το νεαρό σύντροφό της - σκηνοθέτη ντοκυμαντέρ μέχρι πρότινος - σε μια πολυτελή βίλα της Παντελερία, ενός μικρού ιταλικού νησιού που βρίσκεται ανάμεσα στη Σικελία και την Τυνησία, εν αναμονή της ίασης των πρόσφατα εγχειρισμένων φωνητικών χορδών της.
Η νηνεμία στην καθημερινότητα του ζευγαριού διαταράσσεται απότομα από την απρόσμενη άφιξη του πρώην συντρόφου και πάλαι ποτέ μάνατζερ της Μαριάν και της νεαρότατης κόρης του.
Το ευ ζην κι οι κομψοί τρόποι του δήθεν αρμονικού κουαρτέτου δυναμιτίζονται σε ανύποπτο χρόνο από αναπόφευκτες όπως όλα δείχνουν αντιπαραθέσεις και μοιραίες συγκρούσεις.
Ο Λούκα Γκουαντανίνο μας συστήθηκε το 2009 με το “Είμαι ο Έρωτας”, έργο ωριμότητας - και 10ετούς σπουδής, αναβιώνοντας με αξιοπρόσεκτη αρτιότητα το πνεύμα και το κριτικό βλέμμα του ιταλικού νεορεαλισμού απέναντι στον κομφορμισμό της ιταλικής μπουρζουαζίας, θέμα που επαναφέρει αδρά στο “Κάτω από τον ήλιο”.
Και στην ταινία του αυτή η σαγήνη του χρήματος και της ευμάρειας σαρώνει μέχρις εξανέμισης την αξιοπρέπεια των ‘πρωτοπόρων’ καλλιτεχνών• ο αντικομφορμισμός εξαντλείται στην ποικιλία των ερωτικών συνευρέσεων και στην έκθεση της γύμνιας, κι η υποχώρηση της συνείδησης, ρευστοποιεί ακατάπαυστα την ηθική – και το συναίσθημα. Και κάπου εδώ σταματούν οι ομοιότητες με το “Είμαι ο Έρωτας”.
Από την προηγούμενη ήδη δημιουργία του είχε γίνει φανερή η έλξη που ασκεί στον Γκουαντανίνο η εικαστική πλευρά του σινεμά• ενώ όμως στο Είμαι ο Έρωτας, όχι μόνο η εικόνα αλλά και η σύνολη φόρμα ήταν απόλυτα ‘ταγμένη’ στην υπηρεσία του περιεχομένου, στο “Κάτω από τον ήλιο” η αρμονία υποχωρεί συνεχώς.
Το σενάριο υποκύπτει περιοδικά σε μια χαοτική φλυαρία, η εικόνα καταβροχθίζει - αντί να υπηρετεί την αφήγηση, η φόρμα επιβάλλεται – και κυριαρχεί. Παρά τις εύστοχες αποστροφές (η τετραπέρατη - και συμπαγής - καθαρίστρια που τραγουδάει το “Bella ciao”, οι μαντρωμένοι πρόσφυγες έξω από το αστυνομικό τμήμα, o χαυνωμένος από την ‘εικόνα’ της σταρ ντόπιος αξιωματικός της αστυνομίας), η υπερβολή της (μεταμοντέρνας λογικής) αισθητικής, υπονομεύει τον έλεγχο των μέσων και τον αφηγηματικό ειρμό, κι οι προθέσεις συσκοτίζονται.
Το αποτέλεσμα σώζεται οριακά από τις εξαντλητικά δουλεμένες ερμηνείες (συγκινητικός στο παραλήρημά του ο Ρέιφ Φάινς), και τις εύγλωττες τελευταίες σεκάνς, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα της κόρης (εκπλήσσει η ερμηνευτική ωριμότητα της Ντακότα Τζόνσον) τη στιγμή της απογείωσης.
Οι εικόνες συνιστούν σε κάθε περίπτωση μια πανδαισία – από τα γκρο πλαν των γυμνών σωμάτων ως τις κατόψεις του πανέμορφου νησιού, η ματιά είναι αυτή ενός χαρισματικού όσο κι αφοσιωμένου ζωγράφου.