Την Πέμπτη 8 Σεπτέμβρη, μόλις τέσσερις ημέρες πριν χτυπήσει το πρώτο σχολικό κουδούνι, οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων των τριών δημοτικών σχολείων (1ο, 2ο και 5ο) στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, δημοσιοποίησαν σε ανακοίνωσή τους την απόφαση πως δεν αποδέχονται την ένταξη των περίπου 300 προσφυγόπουλων στα Δημόσια Σχολεία της περιοχής. Μάλιστα καλούν τη Δημοτική Αρχή να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να μην εγγραφούν τα παιδιά στα σχολεία διότι διαφορετικά “θα προβούν σε κατάληψη των σχολικών κτιρίων", όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους.
Η απόφαση αυτή των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μία εβδομάδα περίπου νωρίτερα, ο Δήμαρχος Ωραιοκάστρου, Αστέριος Γαβότσης, είχε συγκαλέσει εκτάκτως το Δημοτικό Συμβούλιο. Στη συνεδρίασή του το συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία και έπειτα από εισήγηση της Δημοτικής Αρχής ότι “δεν μπορεί ο Δήμος να δεχθεί τη χρήση των σχολικών μονάδων για τη διδασκαλία των παιδιών αυτών”, αναφερόμενο προφανώς στα προσφυγόπουλα. Η έκταση και η δημοσιότητα του συγκεκριμένου γεγονότος οδήγησε ακόμα και στην εισαγγελική παρέμβαση του πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για να διερευνηθούν τυχόν φαινόμενα έξαρσης ή πρόκλησης ρατσιστικής βίας.
Πρόκειται για την πιο ακραία έκφραση ρατσισμού και ξενοφοβίας που βλέπει το φως της δημοσιότητας στα πλαίσια της Δημόσιας Εκπαίδευσης, η οποία μάλιστα απολαμβάνει την πλήρη ανοχή και στήριξη και της Δημοτικής Αρχής του Ωραιοκάστρου. Στη ρατσιστική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, με την οποία αποκλείστηκαν από τις τάξεις των Δημοτικών Σχολείων τα προσφυγόπουλα, γίνεται λόγος για “ζητήματα υγείας, θρησκευτικούς διαχωρισμούς και κοινωνικών προκαταλήψεων”. Η συγκεκριμένη αιτιολογία της Δημοτικής Αρχής δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση των πιο ακραίων ρατσιστικών και ξενοφοβικών αντιλήψεων και μάλιστα σε μια περιοχή στην οποία ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες περίπου 300 προσφυγόπουλα μαζί με τις οικογένειές τους. Με τη χυδαία και ρατσιστική στάση της η Δημοτική Αρχή δίνει το πάτημα και το βήμα να εκφραστούν και να δράσουν ανεμπόδιστα κάθε είδους φασιστοειδή, χύνοντας όλο το ρατσιστικό και ξενοφοβικό τους δηλητήριο, αξιοποιώντας και εκμεταλλευόμενοι ακόμα και τους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων.
Το περιστατικό στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, λαμβάνει χώρα την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, και πιο συγκεκριμένα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, δημιουργεί συνθήκες ακόμα μεγαλύτερης γκετοποίησης και περιθωριοποίησης των προσφύγων και των μεταναστών που βρίσκονται σήμερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπορεί λοιπόν ο υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης να δήλωσε, με αφορμή το περιστατικό, ότι “δεν ζούμε σε γκέτο, δεν περιχαρακώνουμε τα σχολεία”, η πραγματικότητα όμως αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου παίρνει ήδη τα μέτρα της ώστε τα προσφυγόπουλα, ιδιαίτερα στις πιο μικρές και τρυφερές ηλικίες, να βρίσκονται εκτός της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Δημιουργεί τις λεγόμενες “τάξεις υποδοχής”, οι οποίες όμως θα λειτουργούν το μεσημέρι, όταν οι αίθουσες θα αδειάζουν. Στην πραγματικότητα λοιπόν η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για την πλήρη περιθωριοποίηση των προσφυγόπουλων. Όλες οι υπόλοιπες δηλώσεις πως “πρέπει τα παιδιά να έρχονται σε επικοινωνία” αποτελούν μόνο κυβερνητικά επικοινωνιακά πυροτεχνήματα.
Σε κάθε περίπτωση τόσο το γονεϊκό όσο και το ευρύτερο εκπαιδευτικό κίνημα (μαθητές, εκπαιδευτικοί) οφείλουν να καταδικάσουν και να καταγγείλουν απερίφραστα το συγκεκριμένο γεγονός, να απομονώσουν κάθε έκφραση μισαλλοδοξίας και ρατσισμού. Ιδιαίτερα τα εκπαιδευτικά σωματεία (Δάσκαλοι και Καθηγητές) με τις δημοκρατικές παραδόσεις τους, καθώς και τη διαχρονικά αποδεδειγμένη και έμπρακτη αλληλεγγύη τους προς τους πρόσφυγες και μετανάστες, οφείλουν να σηκώσουν για άλλη μια φορά τη σημαία αυτή, υπερασπιζόμενοι το αυτονόητο δικαίωμα στη μόρφωση όλων των παιδιών, ανεξάρτητα από το φύλο, το χρώμα και το θρήσκευμα.
Πολύ περισσότερο στη σημερινή συγκυρία είναι ανάγκη να διεκδικήσουν άμεσα για όλα τα παιδιά των προσφύγων και των μεταναστών την πρόσβαση στη Δημόσια Εκπαίδευση, με ιδιαίτερη μέριμνα στη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας, τη σίτιση και την ιατροφαρμακευτική φροντίδα.