Για αρκετές εβδομάδες η κυβέρνηση Τσίπρα είχε επιδοθεί σε μια ασύστολη δημαγωγία διακηρύσσοντας πως με το Νόμο Παππά και το διαγωνισμό που έκανε για τις τηλεοπτικές άδειες πέτυχε “το τελειωτικό χτύπημα στη διαπλοκή και τη διαφθορά” και εξασφάλισε την “εξυγίανση” του ραδιοτηλεοπτικού σκηνικού.
Βέβαια πίσω από αυτά τα μυθεύματα και τις δημαγωγίες υπήρχε η σταθερή επιδίωξή της να συγκροτήσει το δικό της σύστημα διαπλοκής με τους δικούς της “υπερθεματιστές” και να θέσει υπό τον έλεγχό της ή να προσεταιριστεί την τηλεοπτική προπαγάνδα παλιών και νέων καναλαρχών, απαραίτητη προϋπόθεση για τον εξωραϊσμό της αντιλαϊκής της πολιτικής και την κατά το δυνατόν μακροημέρευσή της στις καρέκλες της κυβερνητικής εξουσίας.
Και κει που οι κυβερνητικές θριαμβολογίες για το “τελειωτικό χτύπημα” έφταναν μέχρι τον ουρανό, είδαμε την κυβέρνηση την τελευταία εβδομάδα να αλλάζει τροπάρι μπροστά στην αναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και να ορκίζεται δια του Πρωθυπουργού και πολλών κορυφαίων στελεχών της πίστη και συμμόρφωση σε “όποια” απόφαση πάρει το ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες.
Και τώρα που το ΣτΕ, παριστάνοντας τον θεματοφύλακα του Συντάγματος και ενεργώντας ως όργανο των καναλαρχών και υπηρέτης των επιδιώξεων της ΝΔ, κήρυξε το νόμο Παππά αντισυνταγματικό, η κυβέρνηση αναζητά απεγνωσμένα έναν αντιδραστικό συμβιβασμό με τους μεγαλοεκδότες, καναλάρχες και τη Δεξιά που θα διαιωνίζει το καθεστώς της διαπλοκής και διαφθοράς, χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση την παραμονή της στην κυβερνητική εξουσία.
Για να αποδειχθεί άλλη μια φορά πως τα φαινόμενα της διαπλοκής και της διαφθοράς δεν αποτελούν παρεκκλίσεις και δε συνιστούν επί μέρους δυσλειτουργίες του αστικού συστήματος. Η συνδιαλλαγή, η διαπλοκή και η αλληλεξάρτηση των αστικών πολιτικών κομμάτων με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα της μιας ή της άλλης οικονομικής κλίκας είναι καθολικό φαινόμενο στον καπιταλισμό, αποτελούν προϋποθέσεις και παράγωγα της όποιας εκδοχής αστικής διακυβέρνησης.