«Η Λογοτεχνία & η Τέχνη στο έργο των Μαρξ & Ένγκελς»: Οι ομιλίες των Ζέτα Καρέλα & Πέτρου Κουφοβασίλη από τη βιβλιοπαρουσίαση

Κατηγορία: 

«Η Λογοτεχνία και η Τέχνη στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς»
Οι ομιλίες των Ζέτα Καρέλα και Πέτρου Κουφοβασίλη στη βιβλιοπαρουσίαση
που πραγματοποιήθηκε στις 15/03/25 στο ΣΗΜΑ

Όπως αναφερόταν και στην πρόσκληση από την πλευρά του ΣΗΜΑτος για την εκδήλωση - βιβλιοπαρουσίαση «Η Λογοτεχνία και η Τέχνη στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς» του Ζαν Φρεβίλ, η μεταφράστρια του βιβλίου, Ζέτα Καρέλα, και ο ζωγράφος Πέτρος Κουφοβασίλης, μας έδειξαν το φιλοσοφικό δίδυμο των Μαρξ και Ένγκελς υπό μια οπτική την οποία πράγματι οι περισσότεροι δεν είχαμε γνωρίσει.
Η πολιτιστική βραδιά πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 15 Μαρτίου -συμπίπτοντας σχεδόν με την επέτειο θανάτου του Καρλ Μαρξ, στις 14 Μαρτίου (1883)- με τις πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις εκ μέρους των δύο ομιλητών να δίνουν αφορμές για βροχή ερωτημάτων στη συζήτηση που ακολούθησε σχετικών με την τέχνη, την αισθητική, τη λογοκρισία, τον πολιτισμό.
Παραθέτουμε τις πλήρεις εισηγήσεις των ομιλητών.

Η παρουσίαση της Ζέτας Καρέλα

Καταρχήν να ευχαριστήσω το Σήμα που φιλοξενεί και παρουσιάζει το βιβλίο, τις εκδόσεις Red n Noir καθώς και τον Π. Μανιάτη που μου εμπιστεύτηκε τη μετάφραση.
Η μετάφραση ενός έργου αποτελεί μία γέφυρα από έναν γλωσσικό πολιτισμό σε έναν άλλον. Ένα κείμενο αποτελεί έναν ζωντανό κόσμο και έχει μία νευρώδη συνάφεια. Στις θετικές επιστήμες η ακρίβεια και η πιστότητα είναι ζητούμενα, ενώ στην περίπτωση ενός φιλοσοφικού ή φιλολογικού ιστορικού textus, όπως η μελέτη του Ζαν Φρεβίλ που παρουσιάζουμε απόψε είναι η πιστότητα στο πρωτογενές πεδίο αλλά και η ταυτόχρονη απόδοση της γλαφυρότητας και της διαδραστικότητας του κειμένου με τον αναγνώστη. Ενδεχομένως και άλλα που μπορούν να εκθέσουν οι επαγγελματίες μεταφραστές· εγώ δε διεκδικώ τέτοιον τίτλο.
Ωστόσο, η μετάφραση του έργου του Ζαν Φρεβιλ για τη λογοτεχνία και την τέχνη στο έργο των Μαρξ-Ένγκελς ήταν μια ευχάριστη πρόκληση (γνωστός ο Φρεβίλ ίσως σε ορισμένους από το βιβλίο του Γυναίκα και Κομμουνισμός). Ευχάριστη πρόκληση αφενός γιατί έφερνε στο ελληνικό κοινό μια άγνωστη πτυχή της γαλλικής αριστερής κριτικής, αφετέρου γιατί έδινε την ευκαιρία, σε όσους ασχοληθήκαμε με το πόνημα, να εξερευνήσουμε τις απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς σε ένα πεδίο απαιτητικό αλλά και ελκυστικό, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Ο Ζαν Φρεβιλ με τη μελέτη και χρήση ευρείας βιβλιογραφίας και σημειώσεων μας ανάγκασε να είμαστε σχολαστικοί. Στο πεδίο αυτό, δηλαδή της βιβλιογραφίας, προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά γίνεται τον συγγραφέα, αν και χρειάστηκε να μεταφραστούν ορισμένα χωρία έργων τα οποία δεν έχουν έως τώρα εκδοθεί και μεταφραστεί στα ελληνικά και για άλλα να γίνει η ανεύρεση ήδη μεταφρασμένων αλλά εξαντλημένων και δυσεύρετων βιβλίων. Σύμμαχοί μου σε αυτή την προσπάθεια υπήρξαν η καθηγήτρια Κέλλυ Τίγκα και η επιμελήτρια Άννα Περώνη, τις οποίες ευχαριστώ θερμά και μοιράζομαι το παρόν βιβλίο.
Ο Ζαν Φρεβίλ υποστηρίζει ότι σε μία κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις οι αισθητικές απόψεις αντανακλούν τις πολιτικές ηθικές και τις ιδέες μιας συγκεκριμένης τάξης. Χρησιμοποιεί την προσέγγιση των Μαρξ και Ένγκελς, δηλαδή ότι «Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής διαθέτει ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής» (Γερμανική ιδεολογία, Τόμος Α).
Μέσα στον καπιταλισμό ένα έργο μετριέται από το μέγεθος των πωλήσεων. Κανένα έργο δε ξεφεύγει από τις κοινωνικές επιρροές, είναι προφανές, και μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα ο καλλιτέχνης και το έργο του υποτάσσονται στους μηχανισμούς της εμπορευματοποίησης.
Όποιος πιστεύει στην απολυτότητα της ελευθερίας του καλλιτέχνη σφάλλει, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Οφείλουμε να δούμε την ιστορία των γραμμάτων και των τεχνών συνδεδεμένη με την πάλη των τάξεων.
Γράφει ο Φρεβίλ:
«Πολύ πριν οι παριζιάνοι χειρώνακτες καταλάβουν τη Βαστίλλη, οι αστοί συγγραφείς είχαν αποδομήσει τις φεουδαρχικές ιδέες. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα διεξάγουν ανοιχτό και υπόγειο πόλεμο ενάντια στη Βαστίλλη και την εξουσία»...
«Η μία τάξη διαδέχεται την άλλη· έτσι η επαναστατική λογοτεχνία φοράει τη μπότα του προλεταριάτου».
Ο Ζαν Φρεβίλ είναι αρκετά σαφής σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της στράτευσης. Γράφει λοιπόν:
«Ο σοσιαλιστής συγγραφέας αντί να δώσει ένα λογοτεχνικό φτιασίδι με πολιτικές κατευθύνσεις βουτάει μέσα στην ίδια τη ζωή. Μέσω της τέχνης αναπαράγει ό,τι βλέπει, εκθέτει αυτό που είναι κρυμμένο, αναζητεί τις πρωταρχικές αιτίες, ανακαλύπτει τους κοινωνικούς μηχανισμούς, αποκαλύπτει μέσα από την αφθονία την αλληλουχία των γεγονότων και την αλληλεπικάλυψή τους, το βαθύτερο νόημα και τη γενική τους κίνηση. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να παραποιεί την πραγματικότητα για να αιτιολογήσει τις θέσεις του. Πολλές φορές ο συγγραφέας μπαίνει στον πειρασμό να κρύψει τις αδυναμίες του και να θωρακιστεί πίσω από μια πολιτική ιδεολογία. Έτσι μεροληπτεί για να κερδίσει ένα κοινό αλλά όπως θα λεγε ο Μαρξ δεν πρέπει να προσφέρουμε στους εργάτες κάτι λιγότερο από το τέλειο».

Ο Ζαν Φρεβίλ υποστηρίζει πως στη δυσαναλογία και την αντίθεση της βάσης και του εποικοδομήματος δεν υπάρχει κανένα μαγικό κλειδί που να λύνει τα προβλήματα της αισθητικής. Ένα έργο κρίνεται βάσει πολλών παραγόντων όπως ο τόπος, ο χρόνος, η συγκυρία, το μορφωτικό επίπεδο του αναγνώστη, τα ήθη και έθιμα, το περιβάλλον, κλπ.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατά τον Φρεβίλ όταν ασχολούνται με ζητήματα αισθητικής δεν ξεπέφτουν σε έναν ρηχό διδακτισμό. Έχοντας μελετήσει την αρχαία τραγωδία, τους Ρωμαίους, την Αναγέννηση και τους αστούς συγγραφείς (από τον Αισχύλο, τον Βιργίλιο, τον Οράτιο ως τον Σαίξπηρ, τον Δάντη, τον Θερβάντες, τον Μπαλζάκ, τον Γκαίτε) επέμεναν πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή για να επιτύχει κανείς αριστουργήματα. Αντίθετα πρόσφεραν συνείδηση στους ανθρώπους για να αλλάξουν τη ζωή τους και να γίνουν πιο τίμιοι. Διαβάζοντας τον Φρεβίλ ανακαλύπτει κανείς ότι οι Μαρξ-Ένγκελς, εκτός από πρωτοπόροι δάσκαλοι στον αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση ήταν βαθιοί γνώστες όλων των δημιουργημάτων του ανθρώπινου πνεύματος. Μιλούσαν και έγραφαν για τους προλετάριους αλλά διόλου δεν υποτιμούσαν τη διανοητική παραγωγή. Όχι για να κολακεύσουν τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες αλλά για να βρουν τις βαθύτερες αιτίες της ανθρώπινης δημιουργίας.
Η μετάφραση προσπάθησε να αποδώσει την ιδιαιτερότητα της γραφής του Ζαν Φρεβιλ στην προσπάθειά του να σκιαγραφήσει με επιστημονικό τρόπο το χώρο της αισθητικής, της τέχνης και των ιδεών υπό το πρίσμα του μαρξισμού. Ελπίζω το αποτέλεσμα να ανταποκριθεί και στο μεγάλο σκοπό της διάδοσής τους και το πανόραμα της υλιστικής σκέψης που μας αφήνει ο Φρεβίλ να γίνει ένα όπλο στα χέρια των μαχόμενων ανθρώπων.

«Σε κάθε βάση αντιστοιχεί ένα εποικοδόμημα. Όταν οι ταξικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλάζουν, όταν η βάση τροποποιείται ή ρευστοποιείται κι εμφανίζεται μία καινούρια, η παλιά μετασχηματίζεται με τη σειρά της και δίνει τη θέση της σε μία άλλη. Η φεουδαρχία, με τις σχέσεις ηγεμόνα-υποτελούς και ιππότη-δούλου, διαμόρφωσε αντιλήψεις, ηθική, ήθη και λογοτεχνία που ο καπιταλισμός απέρριψε με τις σχέσεις αστού-προλετάριου και την κοινωνική του ιεραρχία, η οποία θεμελιώνεται πλέον όχι με τη γέννηση, αλλά με τα χρήματα. Μέσα στα ιστορικά όρια ενός ίδιου καθεστώτος, οι μετασχηματισμοί που επέρχονται στη βάση επιφέρουν ιδεολογικές μεταβολές: ο καπιταλισμός των μονοπωλίων γεννάει άλλα έργα απ’ ό,τι ο καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Αν η οικονομία αποτελεί, τελικά, τον καθοριστικό παράγοντα, ο ρόλος των εποικοδομημάτων δεν είναι διόλου παθητικός, δεν είναι μία απλή αντανάκλαση της διαδικασίας παραγωγής υλικών αγαθών. Επιδρούν στην κοινωνική ζωή, είτε για να την παγιώσουν είτε για να την αναταράξουν. Από κει προέρχεται η πρωταρχική σημασία των ιδεών στην πάλη των τάξεων, όπως πολλάκις έχουν υπογραμμίσει οι Μαρξ και Ένγκελς.

«Αναμφίβολα το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δε μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται κι αυτή υλική δύναμη, αφότου κατακτήσει τις μάζες».
Διακρίνει κανείς, αν και διακεκομμένη μία σταθερή αλληλεπίδραση ανάμεσα στις συνθήκες ζωής κάθε εποχής και τη συλλογική ή ατομική συνείδηση που αναπτύσσει ο άνθρωπος του καιρού του.
Οι ιδεολογικές αλλαγές εκφράζουν, με περισσότερη ή λιγότερη καθυστέρηση και ακρίβεια, τις μεταβολές που επήλθαν στις σχέσεις παραγωγής. Μιας και η συνείδηση του ανθρώπου καθυστερεί σε σχέση με τις τεχνολογικές και επιστημονικές κατακτήσεις, υπάρχει μία χρονική απόκλιση, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάμεσα στον ρυθμό ανάπτυξης του εποικοδομήματος και των παραγωγικών δυνάμεων. Η οικονομική πρόοδος συγκρούεται με τις αντιστάσεις, τη ρουτίνα, με τα εμπόδια που της αντιτάσσει η κοινωνική οργάνωση. Οι ιδέες του παρελθόντος επιβιώνουν, ακόμα κι όταν δεν αντιστοιχούν πια στις νέες οικονομικές ανάγκες.
«Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών».

Η παρουσίαση του Πέτρου Κουφοβασίλη

Το βιβλίο του Φρεβίλ που μετέφρασε και παρουσίασε η Ζέτα, πραγματεύεται το πώς έβλεπαν και με ποια κριτήρια εκτιμούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς θέματα της τέχνης, του καιρού τους είτε του παρελθόντος.
Οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έχουν γράψει κάποια αυτοτελή, ειδική μελέτη για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη. Μόνο περιστασιακά, διατύπωσαν σχετικές ιδέες, παρατηρήσεις και απόψεις που περιέχονται διάσπαρτες σε διάφορα άλλα έργα τους.
Ο Μαρξ βέβαια ετοίμαζε μια ειδική πραγματεία για την αρχαία ελληνική τέχνη. Την πραγματεία ωστόσο αυτή, που θα αποτελούσε προσάρτημα στο έργο του «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής Οικονομίας» δεν την ολοκλήρωσε, την άφησε ημιτελή.
Πέρασαν πολλά χρόνια ύστερα από τον θάνατο του Μαρξ και αργότερα του Ένγκελς, όταν για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση εκδόθηκαν, συγκεντρωμένες σε ξεχωριστό σύνολο, διάφορες επιμέρους απόψεις τους που αναφέρονται σε θέματα τέχνης. Οι απόψεις αυτές, διατυπωμένες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αντιστοιχούν και αποτυπώνουν την πορεία εξέλιξης της σκέψης τους, πορεία θεμελίωσης, εμβάθυνσης και ανάπτυξης του ιστορικού υλισμού.

Κάνοντας με τη σειρά μου την παρουσίαση του βιβλίου του Φρεβίλ, θα σταθώ επιλεκτικά σε κάποια από τα ερωτήματα στα οποία απαντά. Ερωτήματα γύρω από τα οποία ανανεώνεται κατά καιρούς ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
* Ποια είναι η σχέση της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας με τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες δρα.
* Πώς εξηγείται η διαχρονική λάμψη π.χ. της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που διατηρείται αν και έχουν περάσει χιλιετίες από τότε που δημιουργήθηκε, και
* Μπορεί άραγε το έργο ενός σημαντικού συγγραφέα να έρχεται σε αντίθεση με τις προσωπικές πολιτικές προτιμήσεις του;

Ας τα δούμε ένα ένα:

Α) Οι Μαρξ και Ένγκελς, περνώντας από την επαναστατική δημοκρατία στον κομμουνισμό, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο ιδεαλισμός κάθε μορφής «τις πραγματικές αλυσίδες, τις αντικειμενικές, που υπάρχουν γύρω μου, προσπαθεί να τις μεταβάλει σε αλυσίδες αποκλειστικά ιδεατές, αποκλειστικά υποκειμενικές, που υπάρχουν μέσα μου» (αποκλειστικά στο κεφάλι μου δηλαδή, καταπίεση μόνο στη φαντασία μου).
Πίστευαν ότι ο κομμουνισμός, όπως οι ίδιοι τον εννοούσαν, θα έδινε τεράστια ώθηση στην επιστημονική και καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Θεωρούσαν ότι «η αποκλειστική συγκέντρωση του ταλέντου σε μερικές ατομικότητες και σε συνάφεια το πνίξιμό του στη μεγάλη μάζα των ανθρώπων, είναι μια συνέπεια της διαίρεσης της εργασίας». Όπως θα τονίσουν κατοπινά «Η καπιταλιστική παραγωγή είναι εχθρός ορισμένων κλάδων της διανοητικής παραγωγής, όπως της τέχνης και της ποίησης».
Σε αντίθεση με τις θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς, οι αντίπαλοί τους διατείνονταν με ιερή φρίκη πως ο κομμουνισμός θα ισοπέδωνε, θα εξομοίωνε τα άτομα, θα παραγνώριζε και θα θυσίαζε τα ταλέντα. Όπως γράφει ο Ζαν Φρεβίλ, «η κατηγορία αυτή που επαναλαμβάνεται με διαφορετικές μορφές, είχε κυκλοφορήσει από τον Μαξ Στίρνερ ήδη από το 1845. Ο Στίρνερ, συγγραφέας του βιβλίου Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του, επικαλείται ως επιχείρημα ενάντια στον κομμουνισμό, την εργασία που μπορεί να γίνει μόνον από έναν και από κανέναν άλλον, μιας και είναι προϊόν ταλέντου και δεν υπόκειται, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, σε κανόνες και σε οποιαδήποτε συλλογική οργάνωση».
Ο Μαρξ σε συνεργασία με τον ‘Ένγκελς στο έργο τους Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ (με υπότιτλο «Η αντίθεση του υλισμού στον ιδεαλισμό») γραμμένο στα 1845-46, ασκούν κριτική στους Φόυερμπαχ, Μπάουερ, Στίρνερ και τον επονομαζόμενο «αληθινό σοσιαλισμό» που ευδοκιμούσε τότε στη Γερμανία. Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ αποτέλεσε μια πρώτη διατύπωση βασικών θέσεων του ιστορικού υλισμού, που με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια θα προβληθούν από τους Μαρξ και Ένγκελς στα επόμενα έργα τους.
Ο Στίρνερ (ή Σάντσο, όπως τον αποκαλούσαν ειρωνικά ο Μαρξ και ο Ένγκελς) φιλοσοφικός πατέρας του γερμανικού αναρχισμού, λογοκοπούσε, χτίζοντας με ιδεαλιστικά λεκτικά πυροτεχνήματα, έναν κόσμο που θα απελευθέρωνε τα άτομα από την φαντασιακή τους καταπίεση.
Έλεγε για τον μοναδικό και αναντικατάστατο: «Κανείς δεν μπορεί στη θέση Σου να γράψει τις μουσικές Σου συνθέσεις, να εκτελέσει τους πίνακες που Εσύ έχεις φανταστεί, κλπ. Αυτές τις εργασίες ενός Ραφαήλ, κανένας δεν μπορεί να τις αντικαταστήσει. Αυτές είναι εργασίες ενός μοναδικού ατόμου, εργασίες που μόνο αυτό το μοναδικό άτομο μπορεί να πραγματοποιήσει».
Οι Μαρξ και Ένγκελς ξετίναξαν τις λογοκοπίες του «μοναδικού»:
«Ο Σάντσο -γράφουν- φαντάζεται ότι ο Ραφαήλ έχει ζωγραφίσει τους πίνακές του ανεξάρτητα από την διαίρεση της εργασίας που υπήρχε στη Ρώμη, την εποχή του».
Του θυμίζουν λοιπόν ότι στην εποχή αυτή, αφενός ο Ραφαήλ δεν δούλευε μόνος αλλά είχε ολόκληρη ομάδα σημαντικών καλλιτεχνών βοηθών που δούλευαν μαζί του για να ολοκληρωθούν οι τοιχογραφίες του. Ατύχησε λοιπόν στο παράδειγμα του ο Στίρνερ. Αφετέρου το πραγματικό ζήτημα δεν είναι αυτό. Δεν πρόκειται για την αντικατάσταση του Ραφαήλ, λένε οι Μαρξ και Ένγκελς, αλλά για το ότι «οποιοσδήποτε έχει τα προσόντα του Ραφαήλ, να μπορεί να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα».
Αυτό θα μπορούσε να γίνει στον κομμουνισμό, δεν μπορεί να γίνει στις συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Ο καπιταλισμός, όπως γράφει ο Ζαν Φρεβίλ, «Αγνοεί, ταπεινώνει, συνθλίβει το ταλέντο, το υποτάσσει στην βούληση των πλουσίων, στα καπρίτσια των εκδοτών, των κριτικών, των εμπόρων τέχνης, των επιχειρηματιών του θεάματος, των κερδοσκόπων. Αποδίδει μιαν αξία αργυρώνητη σε ό,τι στερείται καλλιτεχνικής αξίας, επιφυλάσσει τις χαρές του πνεύματος για μια κάστα προνομιούχων που είναι ανίκανοι να τις απολαύσουν, αποκλείει τις μάζες από την καλλιτεχνική κουλτούρα».

Β) Το πιο δύσκολο δεν είναι να γίνει κατανοητό ότι η τέχνη, η ποίηση, η τραγωδία, το μυθιστόρημα κλπ. συνδέονται με τις συνθήκες που επικρατούν σε μια ορισμένη βαθμίδα της κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτό που είναι πράγματι δύσκολο να ερμηνευτεί είναι το γιατί κάποια έργα, όπως π.χ. τα ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) και γενικότερα η ελληνική τέχνη, εξακολουθούν ύστερα από χιλιετίες να διατηρούν γοητεία, να έχουν πλατιά λαϊκή απήχηση και να παραμένουν έργα τόσο αξιοθαύμαστα, παρόλο που οι υλικοί όροι και οι κοινωνικές συνθήκες είναι πλέον πράγματι τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι ήταν στα αρχαία χρόνια.
Ο Μαρξ γνωρίζει πολύ καλά βέβαια, πως στις συνθήκες του βιομηχανικού καπιταλισμού δεν μπορεί π.χ. να υπάρξει επική ποίηση παρά μόνο σαν παρωδία. Το αμόνι του Ηφαίστου θυμίζει κουδουνίστρα μπροστά στα σιδηρουργία και τις σύγχρονες υψικαμίνους, οι ικανότητες του Ερμή στο εμπόριο μοιάζουν γελοίες αν συγκριθούν με τις σύγχρονες μεθόδους των τραπεζών…
Ο Μαρξ εκθειάζοντας την ελληνική τέχνη δεν εγκαταλείπεται στη μάταιη νοσταλγία για τους περασμένους καιρούς. Η τέχνη αυτή γεννήθηκε κάτω από ιστορικά καθορισμένες συνθήκες, έπρεπε να χαθεί και χάθηκε όταν οι συνθήκες αυτές άλλαξαν, πώς μπορεί ωστόσο να παραμένει και σήμερα αξιοθαύμαστη και λαμπερή;
Η ομορφιά της αρχαίας ελληνικής τέχνης, λέει ο Μαρξ, ίσως μας θυμίζει την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, που πλέον χάθηκε ανεπιστρεπτί και δεν μπορεί ποτέ να επαναληφθεί. Η σύλληψη του Μαρξ για την ανάμνηση της παιδικής ηλικίας φαίνεται να έχει ομοιότητες με τη θεωρία της ανάμνησης του Πλάτωνα και αντανακλά επιρροές της «Αισθητικής»του Χέγκελ. Ας δούμε πώς σχολιάζει ο Ζαν Φρεβίλ τα παραπάνω: «Άραγε τα αριστουργήματα θα μείνουν στην αθανασία επειδή θυμίζουν στην ανθρωπότητα περασμένες στιγμές από την ιστορία της; Επιβάλλονται επειδή δεν επαναλαμβάνονται για δεύτερη φορά; Με ποιο μέσο και για ποιον επιβιώνουν; Ο Μαρξ, στο ημιτελές χειρόγραφο που έπρεπε να είναι στην κορυφή του έργου του ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ απαντά ελλειπώς στο ερώτημα, Ο μαρξισμός όμως, συνεχίζει ο Φρεβίλ, παρέχει τα στοιχεία για μιάν απάντηση που θα σκιαγραφήσουμε εδώ».
Αξίζει να δούμε ποια είναι η απάντηση που σκιαγράφησε ο Ζαν Φρεβίλ:
«Τα αριστουργήματα του παρελθόντος -λέει- ...εισχωρούσαν στην κοινωνική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, συμμετείχαν στην πορεία της προς τα εμπρός ...Ωστόσο η διαχρονικότητά τους έχει μεταπτώσεις. Τα μεγάλα έργα επιτρέπουν σε κάθε γενιά να αντιπαραβάλλει την ιδεολογία και τα συναισθήματά της με τις ιδεολογίες και τα συναισθήματα του παρελθόντος. Σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή το αριστούργημα αποκτά καινούργια ακτινοβολία. Οι τάξεις και οι διαφορετικές εποχές αναζητούν μέσα σ’ αυτό ό,τι τις απασχολεί: εάν δεν το ανακαλύψουν, απομακρύνονται από αυτό. Εξού και ο ξαφνικός ενθουσιασμός για ορισμένα αριστουργήματα, η «έκρηξη» κάποιων, η εξαφάνιση άλλων, όχι ανάλογα με την καλλιτεχνική αξία, αλλά ανάλογα με τα προβλήματα της κοινωνίας τη δεδομένη στιγμή. Τα αριστουργήματα, λοιπόν, ζουν στο μέτρο που γίνονται κατανοητά μέσα στο χρόνο και τον χώρο από τους ανθρώπους, ακόμα κι αν διαφέρει η ερμηνεία ή που προκαλούν πάθη και έχουν απήχηση».
Ανεξάρτητα από την παραπάνω απάντηση του Ζαν Φρεβίλ, πρέπει επίσης να δούμε και μια στενά συνυφασμένη με το θέμα, τοποθέτηση, που έχουν συχνά επαναλάβει οι Μαρξ - Ένγκελς. Αφορά την ανισόμετρη ανάπτυξη της Τέχνης σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες. Όπως παρατηρούν:
«Ξέρουμε πως οι συγκεκριμένες περίοδοι της Τέχνης δεν συμπίπτουν με την γενική ανάπτυξη της κοινωνίας -άρα ούτε με την υλική βάση και τον σκελετό της οργάνωσής της- όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους Έλληνες σε σύγκριση με τους σύγχρονους ή ακόμα με τον Σαίξπηρ”.
Αυτό σημαίνει με άλλα λόγια πως η Τέχνη κατά περιόδους προπορεύεται της εποχής της ή και υπολείπεται και αργεί να εκδηλωθεί στα γεγονότα.

Γ) Ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούν ότι το λογοτεχνικό έργο, όταν είναι πράγματι βαθύ και υψηλής πνοής, αποκαλύπτει τις κοινωνικές - ταξικές συγκρούσεις και δεν τις σκεπάζει ούτε τις ωραιοποιεί. Ένα τέτοιο έργο μπορεί ακόμα να οδηγεί τα νήματα σκέψης του αναγνώστη, σε δρόμους που ενδέχεται να είναι σε αντίθεση προς τις πολιτικές προτιμήσεις του ίδιου του συγγραφέα του, όπως ισχύει στην περίπτωση του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1799 - 1850 ). Το έργο του Μπαλζάκ υπερβαίνει και αναιρεί με την τέχνη του, τις προσωπικές πολιτικές προτιμήσεις αυτού του οπαδού της αριστοκρατίας, καθολικού και βασιλικού συγγραφέα, που η πένα του δεν κολακεύει ούτε υποκλίνεται στις κυρίαρχες τάξεις αλλά συνοψίζει και αποτυπώνει με οξύνοια και διεισδυτικότητα την πραγματική κατάσταση του λαού.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Ζαν Φρεβίλ, ο Ένγκελς δηλώνει ότι έμαθε περισσότερα από τον Μπαλζάκ «απ’ όσα θα μπορούσαν να πουν οι ιστορικοί, οι οικονομολόγοι και οι επαγγελματίες στατιστικοί εκείνης της εποχής». Ο Μαρξ σκόπευε, αφού ολοκληρώσει το ΚΕΦΑΛΑΙΟ να αφιερώσει στον Μπαλζάκ μια μελέτη. Αλλά «Το γιγάντιο έργο του Μαρξ, η αρρώστια και ο θάνατος, τον εμπόδισαν να φέρει εις πέρας αυτό το σχέδιο», γράφει ο Φρεβίλ, και συνεχίζει:
«Ο Μπαλζάκ έχτισε το λογοτεχνικό του μνημείο απαλλαγμένο από πολιτικές και θρησκευτικές επιλογές και ενάντια σ’ αυτές. Το έργο του συγγραφέα διαψεύδει το δόγμα του, το πνεύμα του τάσσεται ενάντια στις αρχές του... Οι ιδεολογικοί περιορισμοί επιβλήθηκαν στον συγγραφέα από την τάξη και την εποχή του, αλλά το όραμά του ξεπερνούσε την εποχή του και καταδίκαζε την τάξη του... Οι Μαρξ και Ένγκελς έδωσαν τον επαναστατικό επίλογο στο κατηγορητήριο που ο Μπαλζάκ είχε απευθύνει στην καπιταλιστική κοινωνία».

Αυτά είναι τα θέματα που θέλησα επιλεκτικά να παρουσιάσω, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια συζήτηση για το βιβλίο. Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμη θέμα που μόνο ακροθιγ

Διαβάστε επίσης