Οι ημέρες που διανύουμε είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για τη συνοχή και επιβίωση της ελληνικής κυβέρνησης με τη σημερινή της μορφή, ως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η επικείμενη αποχώρηση του Π. Καμμένου, η διάλυση ουσιαστικά του κόμματος των ΑΝΕΛ, και το ενδεχόμενο απώλειας της δεδηλωμένης επιταχύνουν τις διεργασίες και τις εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας. Συνθήκες μεγαλύτερης αστάθειας και αναταράξεων δημιουργούνται, με τους αστάθμητους παράγοντες να πληθαίνουν και να επιβάλλουν ανακατατάξεις και ανασχεδιασμούς στα αστικά πολιτικά κόμματα. Η εγχώρια γενικευμένη πολιτική κρίση -κυβερνητική και ευρύτερη- οφείλεται πρώτιστα στην τελική υποταγή όλων των αστικών κομμάτων -και του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανόμενου- στο καθεστώς της επιτροπείας των δανειστών και τη μνημονιακή βαρβαρότητα που αυτό έχει επιβάλει. Γεγονός που τα έχει φέρει αντιμέτωπα με την πλατιά λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή. Στην τρέχουσα συγκυρία, η πολιτική κρίση τροφοδοτείται -επιπρόσθετα- από τις πυκνές εξελίξεις σε όλα τα ανοικτά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής και από τους μεγάλους κινδύνους που διαγράφονται, με τα διαδραματιζόμενα γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών να δεσπόζουν και να πυροδοτούν, τώρα, τις πολιτικές εξελίξεις. Η ισχυρή παρέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και οι πιέσεις τους για την υπογραφή της Συμφωνίας, οι οποίες έγιναν ασφυκτικές πριν και κατά τις διαδικασίες επικύρωσής της στη Βουλή της πΓΔΜ, μεταφέρονται τώρα, απροκάλυπτα, και στην Ελλάδα, ενόψει της ανάλογης διαδικασίας.
Η επίσκεψη της Μέρκελ έρχεται να το επιβεβαιώσει εμφατικά, με μια επίδειξη της γερμανικής ισχύος και επικυριαρχίας. Η «πολυσχιδής» ανάμειξη και οι ασύδοτες παρεμβάσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Τζ. Πάιατ, που αλωνίζει στη χώρα μας δίνοντας εντολές για όλα τα κρίσιμα ζητήματα -και για το επίμαχο-, υπογραμμίζει διαρκώς την ωμή επιβολή της αμερικανικής κατίσχυσης, η οποία έχει απογειωθεί επί ημερών διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η μεγάλη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, παγκόσμια, επιταχύνει τις αμερικανονατοϊκές μεθοδεύσεις και στα Δυτικά Βαλκάνια. Η ενσωμάτωση της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και η ένταξή της, σε επόμενη φάση, στην ΕΕ επισπεύδονται. Η υπονόμευση και ο περιορισμός της επιρροής της επανακάμπτουσας διεθνώς Ρωσίας και της ραγδαία ανερχόμενης Κίνας αποτελεί κοινό στόχο των Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Οι επικυρίαρχοι υπαγορεύουν και επιβάλλουν το πλαίσιο και τους όρους τους και οι κυβερνήσεις των δυο χωρών -Ελλάδας και πΓΔΜ- ευθυγραμμίζονται, όσο και αν διαβεβαιώνουν για το αντίθετο, επικαλούμενες υποκριτικά την εξυπηρέτηση, τάχα, εθνικών συμφερόντων. Έχουν δεσμευτεί αμετάκλητα να διασφαλίσουν την επιτυχή έκβαση των σχεδιασμών των προστατών τους ιμπεριαλιστών. Και αυτό πράττουν, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Προς δόξαν της «Δημοκρατίας» τους, και στις δυο χώρες, η διατεταγμένη επικύρωση της Συμφωνίας προωθείται μέσα από υπόγειες διεργασίες ανοικτής ή συγκαλυμμένης εξαγοράς και πολιτικών μετακινήσεων βουλευτών, αφού δεν υπάρχουν οι απαραίτητες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Γνωστή, δοκιμασμένη μέθοδος της ιμπεριαλιστικής ανάμειξης, όπου γης, με κατά τόπους ενεργούμενα ασπόνδυλους πολιτικούς.
Πολιτική της υποτέλειας σε παραλλαγές
Ο Α. Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ παριστάνουν την «κυβέρνηση των λύσεων» και ισχυρίζονται πως η «λύση» του προβλήματος για το όνομα της πΓΔΜ, η «εξομάλυνση» των σχέσεων με τη γειτονική χώρα και η «σταθερότητα» της περιοχής διασφαλίζονται με τη Συμφωνία των Πρεσπών και την άμεση ευρωατλαντική ολοκλήρωση των Βαλκανίων! Διασφαλίζονται από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, από αυτούς -δηλαδή- που σφαγιάζουν λαούς, ισοπεδώνουν και διαλύουν χώρες! Κομπάζοντας μάλιστα πως οι ΗΠΑ είναι ο «καλύτερος στρατηγικός σύμμαχος στην περιοχή», ο έλληνας πρωθυπουργός έχει γίνει ο πιο ένθερμος υποστηρικτής μιας διατεταγμένης Συμφωνίας που αφήνει ανοιχτά ζητήματα αλυτρωτισμού ώστε να υπάρχει πρόσφορο έδαφος για τη συνεχή ιμπεριαλιστική παρέμβαση και την άσκηση πιέσεων και εκβιασμών απέναντι στις δυο χώρες και τους λαούς τους. Όσο και αν ο Α. Τσίπρας και η κυβέρνησή του προσπαθούν να παρουσιάσουν την Ελλάδα σαν «ηγέτιδα δύναμη των Βαλκανίων» και σαν παράγοντα «σταθερότητας» και «ασφάλειας» και τις εξελίξεις σαν «ευκαιρία αναβάθμισής» της, η πραγματικότητα είναι πως η χώρα μας γίνεται όλο και πιο ευάλωτη, εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους. Η πολιτική τους, πολιτική υποτέλειας και ταύτισης με τις δυνάμεις της επίθεσης και του πολέμου, δεν αποτρέπει, αντίθετα τροφοδοτεί επικίνδυνες εξελίξεις. Και εμπλέκει τη χώρα και το λαό μας στη δίνη των ενισχυόμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη καταφεύγει σε ασάφειες, αντιφάσεις και τακτικισμούς, υπαναχωρήσεις και μεταστροφές, προσπαθώντας να εξισορροπήσει μια θέση ουσιαστικής, στην πραγματικότητα, ταύτισης -που την επιβάλλει ο ρόλος του «αξιόπιστου» διεκδικητή της κυβερνητικής εξουσίας και οι εξετάσεις νομιμοφροσύνης στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την ελληνική ολιγαρχία- με τις ισχυρές ακροδεξιές πιέσεις στο εσωτερικό της και την εκλογική της βάση. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την πλατιά λαϊκή δυσαρέσκεια για την αντιλαϊκή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, για να επιταχύνει πολιτικές εξελίξεις και να δημιουργήσει όρους για μια δεξιά μετατόπιση και αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, όπου η ιδεολογία και η πολιτική της Δεξιάς, σε όλες τις εκφράσεις της, θα έχει ηγεμονικό ρόλο. Με το ΠΟΤΑΜΙ να συμφωνεί ανοιχτά, τελικά, με τη Συμφωνία των Πρεσπών και με το ΚΙΝΑΛ να συμφωνεί επί της ουσίας με αυτήν, παρά τους οξείς τόνους αντιπαράθεσης που χρησιμοποιεί, οι παλινωδίες που παρατηρούνται, η εναλλαγή θέσεων, η προβολή διαφοροποιήσεων και διαφωνιών -υπαρκτών ή πλαστών-, έχουν να κάνουν με λόγους κομματικής ή και προσωπικής -σε πολλές περιπτώσεις- αυτοσυντήρησης και πολιτικής επιβίωσης, σε μια πολιτική περίοδο όπου η ρευστότητα και οι ανακατατάξεις είναι το κύριο χαρακτηριστικό της. Και τα δυο αυτά κόμματα είναι καταδικασμένα να παράγουν ιδεολογική και πολιτική θολούρα και να διχάζονται ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πολυπόθητη πλειοψηφία των 151 βουλευτών είναι, σύμφωνα με τις πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις, εφικτή. H ισχυρή ιμπεριαλιστική παρέβαση ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ και η πολιτική υποτέλειας του εγχώριου αστικού πολιτικού συστήματος, σε όλες του τις παραλλαγές, την έχουν, κατά τα φαινόμενα, εξασφαλίσει.
Ο βούρκος της σκανδαλολογίας
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύουμε, προσπαθεί να ανακόψει την αυξανόμενη φθορά του και να ανακάμψει στρέφοντας την προσοχή σε πεδία που θεωρεί προνομιακά για τον ίδιο. Διαμορφώνει, λοιπόν, πολωτικό πολιτικό κλίμα με το ψευτοδίλημμα «καθαροί ή διεφθαρμένοι». Το σκάνδαλο της Novartis, οι επαναλαμβανόμενες καταγγελίες για τα υπαρκτά φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς και ρουσφετιού, διαπλοκής και συναλλαγής του «παλιού» πολιτικού συστήματος με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα μπαίνουν σε πρώτο πλάνο. Με στόχο να περάσει σε δεύτερο πλάνο και να συσκοτιστεί το γεγονός της συμμόρφωσης και της υποταγής του στις εντολές των δανειστών και της εγχώριας ολιγαρχίας, της αμετάκλητης προσχώρησής του στις δυνάμεις του καταγγελλόμενου «παλιού». Τα διαδραματιζόμενα γύρω από τις τελευταίες τραγελαφικές εξελίξεις με τη σύλληψη και την άσκηση δίωξης στον πρώην «προστατευόμενο μάρτυρα» Ν. Μανιαδάκη, ο οποίος μάλιστα είχε χαρακτηριστεί «ήρωας» από τον πρωθυπουργό από το βήμα της Βουλής, για να μετατραπεί τώρα σε κατηγορούμενο και να «υιοθετηθεί» από τη ΝΔ, φέρνουν στην επιφάνεια, για άλλη μια φορά, τη φοβερή δυσωδία που αναδύεται από όλους τους πόρους του αστικού συστήματος. Και επιβεβαιώνουν πως το σκάνδαλο της Novartis χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για να στηθεί ένα άθλιο προεκλογικό παιχνίδι εντυπωσιασμών, με τη σκανδαλολογία στο επίκεντρο, ένα σκηνικό φτηνής δημαγωγίας, με πιθανότερη κατάληξη τη συνήθη συγκάλυψη των πραγματικών ενόχων και τις ευθύνες να χάνονται μέσα στους λαβύρινθους της πολιτικής, οικονομικής και δικαστικής εξουσίας. Το υπαρκτό, μεγάλο σκάνδαλο της Novartis -με τις οπωσδήποτε βαρύτατες πολιτικές και ποινικές ευθύνες- που χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση Α. Τσίπρα ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους» και επιχειρήθηκε, μάλιστα, να αποδοθεί σε αυτό, η χρεοκοπία της χώρας(!) αξιοποιείται για τον αποπροσανατολισμό του λαού, και μόνο. Η υποτιθέμενη πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής και η δήθεν αναμέτρηση με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα αποτελεί κυβερνητική προπαγάνδα, και μόνο. Η συνδιαλλαγή, η διαπλοκή και αλληλεξάρτηση του αστικού πολιτικού συστήματος με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα -εγχώρια και διεθνή- είναι καθολικό φαινόμενο στο καπιταλιστικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας την πεπατημένη, όχι μόνο δεν έδωσε το «τελειωτικό χτύπημα στη διαπλοκή και τη διαφθορά», όπως δημαγωγεί, αλλά αναζήτησε προστασία και στήριξη, δημιούργησε συμμαχίες και προνομιακές σχέσεις με μερίδες της πλουτοκρατίας. Κραδαίνοντας τη ρομφαία της κάθαρσης, επιδίδεται σε μια παρωδία κάθαρσης και αναμασά τα αστικά ιδεολογήματα πως, τάχα, η διαφθορά και η διαπλοκή αποτελούν παρεκκλίσεις και εκδήλωση δυσλειτουργιών του ισχύοντος συστήματος. Για να συγκαλύψει το βούρκο που υπηρετεί και ο ίδιος. Όσο για την «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη», αποκαλύπτεται -για άλλη μια φορά- πως ποδηγετείται -απροκάλυπτα- από πολιτικά και οικονομικά κέντρα εξουσίας. Μια «Δικαιοσύνη» που δεν κρατάει καν τα προσχήματα και αλληλοσπαράσσεται, μοιρασμένη σε «λειτουργούς» φιλοκυβερνητικούς και φιλονεοδημοκράτες και σε διακριτά επιχειρηματικά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, τα δυο «στρατόπεδα» που εκπροσωπούν το σημερινό δίπολο εξουσίας, με τους αλληλοεκβιασμούς, την πλαστή πόλωση και την άθλια παράσταση που δίνουν, αποσκοπούν να συγκαλύψουν πως οι περιβόητες δυνάμεις του «νέου» και του «παλιού» αποτελούν μια ενιαία αντιλαϊκή δύναμη κρούσης, πως η ταύτισή τους είναι το κύριο στοιχείο και οι προβαλλόμενες διαφοροποιήσεις και αντιπαραθέσεις το δευτερεύον. Το αίτημα για διαλεύκανση του σκανδάλου Νovartis και η τιμωρία των ενόχων θα πρέπει να αποκαλύπτει και όχι να συγκαλύπτει τα παραπάνω δεδομένα.