Μπροστά στον αγώνα του φοιτητικού κινήματος που εκτυλίσσεται, το τελευταίο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής αυτού του αγώνα, τα μέσα πάλης και συντονισμού του. Από τη στάση του φοιτητικού κινήματος απέναντι σε αυτά τα ζητήματα εξαρτάται εν πολλοίς αν ο αγώνας του θα προχωρήσει ή αν αντίθετα θα περιοριστούν οι δυνατότητες ανάπτυξής του και θα πισωγυρίσει. Σε αυτό δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα οδηγεί η στάση ορισμένων δυνάμεων, η οποία, αν και ντύνεται με αρκετές αγωνιστικές κορώνες, είναι επιζήμια για την υπόθεση του φοιτητικού κινήματος. Τέτοια ακριβώς είναι η στάση των ΕΑΑΚ πάνω σε κομβικά σημεία σχετικά με τη διεξαγωγή του αγώνα του φοιτητικού κινήματος.
Τέτοιο κομβικό ζήτημα αποτελεί η πάγια θέση της Φοιτητικής Πορείας πως οι φοιτητές στις ΓΣ θα πρέπει να συσπειρώνονται στη βάση δύο-τριών αιτημάτων ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική του υπουργείου και όχι γύρω από τις πολιτικές αναλύσεις κάθε παράταξης. Την περίοδο που διανύουμε τέτοια αιτήματα είναι η εναντίωση στις διαγραφές των φοιτητών (ν + 2), στην κατάργηση του ασύλου και στην εξίσωση των πτυχίων μας με τα ιδιωτικά κολλέγια. Όμως, όλη αυτή η λογική υπονομεύεται από την πρακτική των ΕΑΑΚ τα οποία καταθέτουν πολυσέλιδα πλαίσια προς ψήφιση στις Γενικές Συνελεύσεις, κείμενα που περιέχουν ολόκληρη την πολιτική τους γραμμή, γεγονός που οδηγεί στη διάσπαση και περιχαράκωση των φοιτητών, υπό μια λογική καταμέτρησης της επιρροής τους και «επιβεβαίωσης» της πολιτικής τους τοποθέτησης. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που σε Γ.Σ. κατέβηκαν τρία και τέσσερα παραταξιακά πλαίσια που συμφωνούσαν μεν σε δυο-τρεις βασικούς άξονες, περιλάμβαναν όμως ένα πλήθος άλλων αιτημάτων και θέσεων, πολλές φορές άσχετων με το βασικό ζητούμενο, πράγμα που οδηγούσε σε διαίρεση του σώματος των φοιτητών και δεν επέτρεπε τη συσπείρωση των δυνάμεων που κινούνταν σε μια αγωνιστική κατεύθυνση. Σαν επακόλουθο, περιοριζόταν δραματικά το ενδεχόμενο λήψης αγωνιστικών αποφάσεων από τους Φοιτητικούς Συλλόγους. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που παρατάξεις ουσιαστικά υπέσκαπταν και τελικώς αναιρούσαν τη δυνατότητα της συνέλευσης να λάβει μια απόφαση με μεγάλη πλειοψηφία και να δώσει έτσι ένα καθαρό και ηχηρό αγωνιστικό μήνυμα. Καταργείται, έτσι, η ενότητα των φοιτητών γύρω από τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις, ενώ πρακτικά ζητείται έως και εκβιάζεται η αναγκαστική συμφωνία με το σύνολο των αιτημάτων των πολυσέλιδων πλαισίων, χωρίς καν να έχει προηγηθεί διάλογος πάνω σε αυτά.
Δεύτερο κομβικό σημείο αποτελεί το ζήτημα των μέσων πάλης. Σε όλες τις σχολές που παρεμβαίνουν τα σχήματα των ΕΑΑΚ, το μέσο πάλης που προκρίνεται ως το μόνο αποτελεσματικό είναι αυτό της κατάληψης που μάλιστα συμπεριλαμβάνεται μαζί με τα υπόλοιπα αιτήματα στα πολυσέλιδα πλαίσιά τους. Θέτουν λοιπόν τα ΕΑΑΚ ως προαπαιτούμενο για έναν φοιτητή να παλέψει ενάντια στα αντιεκπαιδευτικά μέτρα της κυβέρνησης, να δεχτεί και το μέσο πάλης της κατάληψης. Η λογική αυτή οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις στη μετατόπιση του κέντρου βάρους της συζήτησης που διεξάγεται μέσα στη συνέλευση από τα πραγματικά προβλήματα των φοιτητών στο ζήτημα κατάληψη-αντικατάληψη. Πάνω σε αυτή τη βάση βλέπουμε πολλές φορές την κατάθεση και στήριξη πλαισίων με μόνο αίτημα το άνοιγμα της σχολής ή ακόμα χειρότερα ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου να στρέφεται στην αγκαλιά της ΔΑΠ που από την ίδια της τη φυσιογνωμία τοποθετείται ενάντια στην κατάληψη, ακόμα και αν αυτό το κομμάτι των φοιτητών που τη στηρίζει δεν στηρίζει την αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης που φορέας της είναι και η ΔΑΠ. Κατά την άποψή μας κανένα μέσο πάλης δεν μπορεί να είναι φετίχ. Εμείς, χωρίς να υποτιμούμε, αλλά και χωρίς να αποθεώνουμε κάποιο μέσο πάλης, πάντα θα επιλέγουμε εκείνο που κάθε φορά εξασφαλίζει τους ευνοϊκότερους όρους για να διεξαχθεί ο αγώνας του φοιτητικού κινήματος με τη μεγαλύτερη δυνατή μαζικότητα. Μια τέτοια πολιτική θα λαμβάνει υπόψη τις διαθέσεις των φοιτητών και θα προβαίνει στον απαραίτητο σχεδιασμό και στην υιοθέτηση των κάθε φορά καταλληλότερων μέσων πάλης, που θα διευκολύνουν κάθε φορά το φοιτητικό κόσμο να συμμετάσχει στον αγώνα και δεν θα τον σπρώχνουν σε αντιδραστικές ή απολίτικες λύσεις.
Βασική πλευρά του αγώνα του φοιτητικού κινήματος, όπως και κάθε αγώνα, είναι το ζήτημα του συντονισμού του. Ο συντονισμός αυτός θα πρέπει να ξεκινάει από τα διοικητικά συμβούλια των συλλόγων, τα οποία άλλωστε είναι επιφορτισμένα με την υλοποίηση των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων. Φυσικά όπου αυτό δεν είναι δυνατό, διότι για παράδειγμα μέσα στα ΔΣ πιθανόν να κυριαρχούν αντιδραστικές δυνάμεις, θα πρέπει να εκλέγονται αντιπρόσωποι του φοιτητικού συλλόγου από τη ΓΣ, που να λογοδοτούν σε αυτή. Από αυτή την άποψη η θέση των ΕΑΑΚ για ανοιχτά συντονιστικά, όσο κι αν ντύνεται με υπερεπαναστατικές και «αμεσοδημοκρατικές» φλυαρίες, υποσκάπτει στην πραγματικότητα τις δυνατότητες και τους όρους πραγματικού συντονισμού του φοιτητικού κινήματος. Κι αυτό γιατί αυτά τα συντονιστικά δεν καταλήγουν να είναι τίποτα παραπάνω από συντονιστικά καπέλα που δεν εκπροσωπούν κανένα παρά μόνο αυτούς που τα συγκρότησαν, οι οποίοι δεν ελέγχονται και από κανένα ακριβώς επειδή αυτά τα συντονιστικά είναι «ανοιχτά» και όχι εκλεγμένα.
Τέλος, βασικό ζήτημα αποτελούν και οι λεγόμενες συγκρούσεις που πραγματοποιούνται στις τελευταίες διαδηλώσεις με τις δυνάμεις καταστολής, από ορισμένα στελέχη ή μέλη των ΕΑΑΚ. Όσο κι αν νομίζουν τα ΕΑΑΚ πως μπορούν στην βάση της σύγκρουσης με τα ΜΑΤ να διεγείρουν το αγωνιστικό αίσθημα των φοιτητών, μάλλον το αντίθετο πετυχαίνουν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αντιδημοκρατική πρακτική που δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις διαθέσεις των φοιτητών, αλλά και ούτε τις αποφάσεις των ΓΣ. Μια πρακτική δανεισμένη από τον αναρχικό χώρο που θεωρεί πως αν μερικές δεκάδες άτομα συγκρουστούν με την αστυνομία στο όνομα του φοιτητικού κινήματος και ερήμην αυτού, αυτό θα καθορίσει την έκβαση της πάλης ενάντια στην αντιεκπαιδευτική πολιτική. Στην πραγματικότητα, μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα πετυχαίνουν οι φορείς αυτών των πρακτικών. Διότι λειτουργούν αποτρεπτικά προς ένα σημαντικό κομμάτι φοιτητών να κατέβει στη διαδήλωση, αφού έτσι προσφέρουν το καλύτερο άλλοθι στις δυνάμεις καταστολής, να πνίξουν στα χημικά τις φοιτητικές πορείες και να καλλιεργήσουν κλίμα φόβου και τρομοκρατίας. Αντιεκπαιδευτικές πολιτικές που ανατράπηκαν στο παρελθόν, δεν ανατράπηκαν διότι κάποια «φωτισμένη πρωτοπορία» ξεκόπηκε από τις μάζες και συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ. Αντίθετα, ανατράπηκαν γιατί στους δρόμους βρίσκοντας δεκάδες χιλιάδες φοιτητές που ενώνονταν κάτω από το αίτημα να μην περάσει η πολιτική που διέλυε τα δικαιώματά τους.
Κλείνοντας, το φοιτητικό κίνημα στον αγώνα που δίνει θα πρέπει να αναμετρηθεί όχι μόνο με την πολιτική του υπουργείου παιδείας που χτυπά την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θα πρέπει να απορρίψει ταυτόχρονα και όλες εκείνες τις θέσεις που έρχονται από τα «αριστερά» να υποσκάψουν τις προοπτικές του αγώνα του. Με μαζικές διαδηλώσεις να παλέψει ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης και υπουργείου που χτυπά τα δικαιώματα της νέας γενιάς.
Παναγιώτης Α., Φυσικό ΑΠΘ
Αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία.