Δώρο στα κολέγια, από το Μνημόνιο ΙΙΙ

Κατηγορία: 

Ήδη προ μνημονίων, οι κυβερνήσεις (και οι υπουργοί Παιδείας) ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν δώσει δείγματα άριστης συνεργασίας πάνω στο ζήτημα της ενίσχυσης της μετα-λυκειακής ιδιωτικής παρεκπαίδευσης, με ταυτόχρονη υπόσκαψη της λειτουργίας της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Με νομοθετήματα ψηφισμένα κυρίως από τα θερινά τμήματα της Βουλής, είχαν τότε επιτύχει την αναγνώριση ίδρυσης και λειτουργίας των «ΚΕΜΕ-κολεγίων» (=Κέντρων Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης - παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα), ενώ με τη σφραγίδα του σεβάσμιου Κάρολου Παπούλια, και σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, είχαν προχωρήσει σε αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για ορισμένες κατηγορίες διπλωμάτων των εν λόγω εκπαιδευτηρίων ισότιμων με εκείνων των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας.

Τότε, η υπουργός Παιδείας, Διαμαντοπούλου, μας καθησύχαζε: «Πρόκειται για επαγγελματική, όχι ακαδημαϊκή ισοτίμηση». Φυσικά, ο ισχυρισμός της ήταν πέρα για πέρα υποκριτικός, καθότι ουσιαστική αξία σε έναν τίτλο σπουδών χορηγούν οι διανοιγόμενες μέσω αυτού προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης.

Στην τωρινή συγκυρία, κάθε μέρα που περνάει αποκαλύπτει και μια καινούρια (αντιδραστική, οπισθοδρομική, αντιλαϊκή) πτυχή του –πρόσφατα ψηφισμένου από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ- μνημονίου ΙΙΙ. Ανάμεσα στις νέες αντι-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνεται και η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για εκείνες τις ειδικότητες των διπλωματούχων κολεγίων που μέχρι σήμερα παρέμεναν χωρίς νομοθετική κατοχύρωση, ενώ συγκροτείται για πρώτη φορά «εθνικό θεσμικό πλαίσιο» με το οποίο ορίζονται συγκεκριμένα οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοτίμησης. Ενδεικτικό των προθέσεων της κυβέρνησης είναι το γεγονός ότι, στα πλαίσια έκδοσης Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, «διορθώνονται» κάποιες διατυπώσεις του Μνημονίου ΙΙΙ, προκειμένου να εκπέμπεται, ξεκάθαρα, πλέον, το νέο μήνυμα, ότι «οι βεβαιώσεις σπουδών των Κολεγίων είναι ισότιμες με τους τίτλους που χορηγούνται στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος τυπικής εκπαίδευσης».

Απόλυτα ικανοποιημένοι από τις εξελίξεις θα πρέπει να νοούνται οι επιχειρηματίες-κολεγιάρχες οι οποίοι μάλιστα βγαίνουν στην αντεπίθεση, ζητώντας, «μέσα στη δύσκολη οικονομική συγκυρία», να μπορούν να στήνουν τα εκπαιδευτήριά τους «χωρίς αύξηση των κτηριολογικών προϋποθέσεων». Αν τους το επέτρεπαν, θα δίδασκαν και στο ύπαιθρο, ωστόσο κερδίζουν για τους αποφοίτους τους επαγγελματικά δικαιώματα ισοδύναμα με εκείνα των πτυχιούχων των πανεπιστημίων. Αν τους το επέτρεπαν, θα δίδασκαν χωρίς συγγράμματα και καθηγητές, ωστόσο οι απόφοιτοί τους αποκτούν τώρα το δικαίωμα πρόσβασης στον δημόσιο τομέα, ενώ κατακτούν τη δυνατότητα συμμετοχής στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ.

Εννοείται ότι, όσο απροκάλυπτη είναι, από την πλευρά του κράτους, η ενίσχυση της ιδιωτικής, αγορασμένης, μεταλυκειακής εκπαίδευσης, άλλο τόσο είναι καταφανής η υπόσκαψη της λειτουργίας των δημόσιων τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. ΑΕΙ και ΤΕΙ, που σήμερα δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα κονδύλια ούτε για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες τους, να θερμάνουν τις αίθουσες διδασκαλίας, να πληρώσουν τους καθηγητές, έχουν να προσθέσουν στα προβλήματά τους τις επαπειλούμενες απολύσεις διοικητικών (καταρχάς) υπαλλήλων.

Η πρόσφατη ανακοίνωση του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με την οποία το εκπαιδευτικό ίδρυμα εκπέμπει σαφές μήνυμα για τον κίνδυνο επ’ αόριστον αναστολής της λειτουργίας του, δίνει ένα στίγμα του γενικού προβλήματος: «Αντί για τον αναμενόμενο διορισμό πρόσθετου προσωπικού, το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης φαίνεται να διακινεί τις τελευταίες ημέρες άτυπες λίστες όπου συνάγει ότι τα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων, Αιγαίου, Πάντειο και Αριστοτέλειο, εμπίπτουν στις απολύσεις προσωπικού».

Δυστυχώς, σε κάθε περίπτωση, οι αντιδράσεις των πανεπιστημίων, των πρυτάνεων όσο και της ΠΟΣΔΕΠ («Καταγγέλλουμε λοιπόν το υπουργείο Παιδείας για τον ολισθηρό δρόμο που παίρνει και επισημαίνουμε ότι η πολιτική ευθύνη για τη διευθέτηση αυτή προς όφελος των ιδιωτικών, ανεξέλεγκτων ποιοτικά, εκπαιδευτηρίων είναι τεράστια») είναι επιεικώς αναντίστοιχες του κινδύνου που διατρέχει η δημοσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο κίνδυνος αυτός, εξάλλου, είναι πολύ χειρότερος από έναν «ολισθηρό δρόμο».

Επιεικώς αναντίστοιχες είναι και οι αντιδράσεις του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος μπρος στα αλλεπάλληλα χτυπήματα στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Οι συνεπείς προοδευτικές και αγωνιστικές φωνές στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα οφείλουν, και στη συγκυρία αυτή, να εργαστούν με δύο παράλληλους στόχους:

Από τη μία πλευρά, να φέρουν στην επιφάνεια, να αναδείξουν, να εξηγήσουν στη μάζα των φοιτητών και σπουδαστών που είναι διατεθειμένη να ακούσει, το σύνολο των αντιεκπαιδευτικών νομοθετημάτων, και τη γενική κατεύθυνση που (αγκαλιασμένοι, κυβέρνηση-ΕΕ-ΔΝΤ) επιχειρούν να δώσουν στον τρόπο λειτουργίας και στους σκοπούς των ΑΕΙ-ΤΕΙ, μαζί με όλους τους παρελκόμενους κινδύνους για τους υποψηφίους/φοιτητές-σπουδαστές/πτυχιούχους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Από την άλλη πλευρά, να συνδέσουν τα (πιο ειδικά) προβλήματα των Σχολών, με τα (πιο γενικά) προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ολόκληρη σχεδόν η ελληνική κοινωνία, και να εξηγήσουν πόσο μεγάλη σημασία έχει κάθε μικρή μάχη· οι φοιτητές και οι σπουδαστές ΔΕΝ πρέπει, ατενίζοντας το κυρίως μέτωπο, την κατάσταση στην κοινωνία, να παραγνωρίζουν ή να υποτιμούν τον αγώνα πάνω στα αιτήματα και τους στόχους που φαίνονται μικρότερης ή ειδικότερης σημασίας. Οι μαζικοί, δημοκρατικοί, οργανωμένοι, ουσιαστικοί αγώνες στα μικρά και ειδικά μέτωπα θα συνεισφέρουν, θα μπορέσουν να προετοιμάσουν τις νίκες στα μεγάλα και γενικά.

 

Όχι στα πτυχία-κουρελόχαρτα!

Όχι στα αντι-εκπαιδευτικά νομοθετήματα!

Όχι στις μνημονιακές πολιτικές που εξαθλιώνουν την κοινωνία!

Διαβάστε επίσης