Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ – ΓΑΛΛΙΑ (2016)
Ο Ντάνιελ Μπλέικ, ξυλουργός στο επάγγελμα και κάτοικος του Νιουκάστλ, κρίνεται από τον θεράποντα γιατρό του “ανίκανος προς εργασίαν” μετά από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο.
Κι ενώ κατοχυρώνει τυπικά δικαίωμα σε κάποιο επίδομα που θα του επιτρέψει να επιβιώσει μέχρι νεωτέρας, η αμερικανικών συμφερόντων ιδιωτική εταιρεία που διαχειρίζεται για λογαριασμό του δημοσίου τον σχετικό τομέα ασφάλισης, παρεμβάλλει όλων των ειδών τα γραφειοκρατικά προσκόμματα προκειμένου το επίδομα να μην εισπράττεται στο τέλος της ημέρας.
Η συνάντηση με μια νεαρή άνεργη Λονδρέζα και τα δυο παιδιά της δίνει προς στιγμήν κουράγιο στους δυο απόκληρους, οι αντικειμενικοί όμως όροι διαβίωσής τους εξελίσσονται κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά.
Από το πρώτο δεκάλεπτο της τελευταίας ταινίας του Λόουτς (σε σενάριο πάντα του Πωλ Λάβερτι), έχει κανείς την αίσθηση της παρακολούθησης μιας ερασιτεχνικής καταγραφής.
Όλα τα επί μέρους άλλωστε στοιχεία που συνθέτουν τη συγκεκριμένη κινηματογραφική απόπειρα, παραπέμπουν σε καθαρόαιμο ερασιτεχνισμό.
Το πρώτο τουλάχιστον μισάωρο η ροή της αφήγησης είναι μάλλον προβληματική, η κάμερα μικρή ως ανύπαρκτη σχέση έχει με την εξέλιξη της σχετικής τεχνολογίας, δεν υπάρχει ούτε ένα περίτεχνο πλάνο, ο βασικός ήρωας είναι ολωσδιόλου κοινότυπος και με την εξαίρεση των χαριτωμένων παιδιών, οι λοιποί χαρακτήρες που παρελαύνουν προ των ομμάτων του θεατή είναι άχρωμοι και μουντοί• το αυτό ισχύει και για το υποτυπώδες σκηνικό φόντο της ταινίας.
Αυτό που κάνει ωστόσο το “Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ” σημαντικό, έως και ανεκτίμητο, είναι ο ρεαλισμός κι η ειλικρίνεια που αντανακλά. Κάθε σεκάνς σχεδόν αυτής της ταινίας θα μπορούσε να είναι προϊόν δουλειάς ενός ερασιτέχνη ντοκυμενταρίστα• η συντριπτική αίσθηση που αποκομίζει κι ο πιο υποψιασμένος θεατής, είναι ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με φέτες χειροπιαστής πραγματικότητας.
Από τον συγκλονιστικό Ντάνιελ Μπλέικ του Ντέιβ Τζονς, ως την ξύλινη προϊσταμένη της ιδιωτικής εταιρείας και την αυθορμησία του περαστικού που τα “χώνει” στους αστυνομικούς του περιπολικού, οι ερμηνείες αλλά και τα λιγότερο ή περισσότερο κρίσιμα περιστατικά περιέχουν τόση ωμή αλήθεια, που θα μπορούσαν να έχουν αποτυπωθεί από τον φακό ενός τυχαίου διερχόμενου.
Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας ακόμα αθώος που δίνει μιαν ολωσδιόλου άνιση μάχη με λίαν αμφισβητούμενη έκβαση – όχι γιατί δεν έχει την καρδιά ή το σθένος να παλέψει, αλλά γιατί στέκει μόνος απέναντι σ’ έναν αόρατο εχθρό.
Ο Λόουτς καταφέρνει για μιαν ακόμα φορά, με τη συνδρομή το δίχως άλλο του Λάβερτι, να χωρέσει στο πανί της οθόνης πραγματικούς ανθρώπους και πραγματική ζωή, διατυπώνοντας ταυτόχρονα ένα οξύ, αμείλικτο σχόλιο για τις φονικές όψεις του σύγχρονου καπιταλισμού, που συνθλίβει ανθρώπινες ζωές με την ίδια αποφασιστικότητα κι επινοητικότητα που αναπαράγει την κυριαρχία του.
Δεν λείπουν κάποιες ευκολίες – και κάποιες υπερβολές• η έκρηξη πείνας στην τράπεζα τροφίμων, η επίσκεψη της μικρής στον παραιτημένο Μπλέικ ή οι μελοδραματικοί τόνοι του φινάλε, η ευθυβολία ωστόσο της ματιάς του Λόουτς, η καθαρότητα των προθέσεών του και πάνω απ’ όλα η ανυπόκριτη ταύτιση με τον βαλλόμενο και ηρωικά μαχόμενο ήρωά του, αποζημιώνουν με το παραπάνω.
“Υπάρχει οργή κι απελπισία στους ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με μια τέτοια κατάσταση, και σ’ αυτούς που επιχειρούν να τους συμπαρασταθούν. Το γεγονός ότι στην παρούσα φάση αποδεχόμαστε τις τράπεζες τροφίμων ως μέρος του εθνικού μας σκηνικού, είναι απολύτως ανεπίτρεπτο. … Πιστεύω ότι η αντιμετώπιση μιας τέτοιας ανελέητης γραφειοκρατίας είναι κάτι που υπερβαίνει τα σύνορα. Οι άνθρωποι κατανοούν το αδιέξοδο του να είναι κανείς μόνιμα παγιδευμένος από τηλεφωνικά κέντρα, από ανθρώπους που αρνούνται να σου δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεσαι, ενώ αντιμετωπίζεις μια γραφειοκρατία που βρίσκεται εκεί για να σου στερήσει αυτό που νιώθεις ότι είναι δικαίωμά σου, κατάσταση που όλοι αντιλαμβανόμαστε”, δήλωσε μεταξύ άλλων ο Λόουτς σε συνέντευξή του με αφορμή την ευρωπαϊκή διανομή της ταινίας του.
Χρυσός Φοίνικας καλύτερης ταινίας στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών – ο δεύτερος για τον 80χρονο Βρετανό δημιουργό.