Αποτελεί κοινή αίσθηση, κοινό βίωμα για τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων, ειδικά του ιδιωτικού τομέα, πως η πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ με την όξυνση της προϋπάρχουσας οικονομικής κρίσης που έφερε η επιδημία, τους βυθίζει σε μια θάλασσα ανεργίας και μισοανεργίας, σε μια εργασιακή πραγματικότητα όπου η μαζική περικοπή θέσεων εργασίας και η πλήρης εργοδοτική ελευθερία για απολύσεις συμπληρώνεται από τη συντριβή της σταθερής εργασίας, τα εργατικά ωράρια-λάστιχο, την εργασιακή ζούγκλα. Η μαζική ανεργία και ημιανεργία συνυπάρχει με ένα μακέλεμα των μισθών, των μεροκάματων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η αμοιβή για εργασία χάνει τη μορφή του κανονικού μισθού για να γίνει, στην ουσία, ένα είδος εργοδοτικού και κρατικού πενιχρού εργασιακού επιδόματος.
Αυτή η νέα εφιαλτική εργασιακή πραγματικότητα καταγράφεται ήδη με τον σχεδόν διπλασιασμό του αριθμού των εργαζομένων που έμειναν χωρίς δουλειά τους τελευταίους μήνες, με τη μη καταβολή του μισθού εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων και την υποκατάστασή του από ένα προσωρινό κρατικό ελάχιστο βοήθημα, με τη νομοθέτηση της δυνατότητας των εργοδοτών μονομερώς να ανατρέπουν συλλογικές συμβάσεις και όρους εργασίας και να επιβάλλουν μονομερώς ελαστικά ωράρια απασχόλησης με μειωμένους και μισούς μισθούς αλλά και της δυνατότητας να απολύουν ελεύθερα όσους εργαζόμενους θέλουν.
Δεν είναι, όπως όλα δείχνουν, μια “εργασιακή πραγματικότητα έκτακτης ανάγκης” που -κατά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς- επιβλήθηκε λόγω του “έκτακτου γεγονότος” της επιδημίας αλλά το αντίστροφο. Η επιδημία αξιοποιήθηκε και αξιοποιείται σαν άλλοθι για να προωθηθούν δραστικότερα αντεργατικά μέτρα ως “αντίδοτο” στην οικονομική κρίση. Αυτό αποκαλύπτεται καθαρότερα τώρα που η άρση των περιορισμών της επιδημίας δεν έφερε καμιά άρση και της -κατά την κυβέρνηση- “έκτακτης εργασιακής κατάστασης”, αλλά αντίθετα η “επαναφορά στην κανονικότητα” συνοδεύεται και από την προσπάθεια κυβέρνησης και ΕΕ να θεσμοποιήσει ως “κανονικότητα” της αγοράς εργασίας το “έκτακτο εργασιακό καθεστώς” που επέβαλε με την έξαρση της επιδημίας. Αυτή, ακριβώς, την επιδίωξη εκφράζει και υλοποιεί το κυβερνητικό πρόγραμμα “Συν-εργασία” αλλά και το αντίστοιχο “SURE” της ΕΕ, η εφαρμογή του οποίου πάει ως το 2022, επιβεβαιώνοντας πως ο στόχος είναι τέτοιου είδους αντεργατικά μέτρα να παραταθούν σε βάθος χρόνου.
★★★
Η εφαρμογή των παραπάνω προγραμμάτων -σε συνδυασμό με το άνοιγμα των ασκών της εργοδοτικής αυθαιρεσίας στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι εκπαραθυρώσεις εργαζομένων από τη δουλειά τους, το πετσόκομμα μισθών και οι αλλαγές ωραρίων εργασίας οργιάζουν- φέρνει τους εργαζόμενους αντιμέτωπους με μια ζοφερή εργασιακή και οικονομική προοπτική. Σαν κι αυτή που περνούν τούτες τις μέρες οι εργαζόμενοι στους κλάδους που συνδέονται με τον τουρισμό, οι οποίοι μέχρι στιγμής, παρά τα κυβερνητικά λεγόμενα, γνωρίζουν μια ανυπολόγιστη οικονομική καθίζηση. Τι θα απογίνουν οι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που τα προηγούμενα χρόνια από αυτήν την δουλειά του καλοκαιριού έβγαζαν τον βιοπορισμό τους για ολόκληρο το χρόνο;
Το ερώτημα αυτό δεν είναι, βέβαια, μόνο αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων. Στον ιδιωτικό τομέα όπου η ανεργία και η μισοαπασχόληση τσακίζει κόκκαλα, με αντίστοιχες δραματικές επιπτώσεις για την οικονομική επιβίωση εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών, τα ερωτήματα πώς θα διαμορφωθεί η οικονομική και κοινωνική κατάσταση τούς επόμενους μήνες, μέχρι πού θα φτάσει η οικονομική κατηφόρα και τι φθινόπωρο και χειμώνας θα ξημερώσει, απασχολούν πολύ έντονα. Η αγωνία και η ανησυχία μεγαλώνουν και τροφοδοτούν μέσα στον εργατικό κόσμο διεργασίες, κινήσεις και συζητήσεις για το αν και πώς θα τα βγάλει πέρα, αν και πώς μπορεί να μπει φρένο σε αυτήν την οικονομική και κοινωνική κατρακύλα.
Τάσεις αντίδρασης αναπτύσσονται και όσο και όπου η οικονομική πίεση θα γίνεται ασφυκτική και θα καταφέρονται σκληρά εργασιακά κτυπήματα, αναπόφευκτα, θα ενεργοποιούνται εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις, για τον περιορισμό και την καταστολή των οποίων έσπευσε να μεριμνήσει άμεσα η κυβέρνηση με την κατάθεση στη Βουλή νομοσχεδίου περιορισμού και απαγόρευσης των διαδηλώσεων. Ορισμένες πρώτες έχουν κιόλας καταγραφεί, όπως:
➮ των εργαζομένων στη δημόσια Υγεία που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα με την επιδημία και έχουν πραγματοποιήσει τους τελευταίους μήνες ένα κύκλο κινητοποιήσεων, οι οποίες συνεχίζονται καθώς, ενώ η υγειονομική απειλή δεν έχει εκλείψει, η κυβέρνηση εξακολουθεί να παίζει -παρά τις πρόσκαιρες υποσχέσεις που έδωσε εξ ανάγκης μέσα στο ξέσπασμα της επιδημίας- το ίδιο βιολί της εγκατάλειψης του συστήματος της δημόσιας υγείας και της ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών υγείας. .
➮ των εργαζομένων στη δημόσια Παιδεία, οι οποίοι έχουν αντιτάξει και εξακολουθούν να αντιτάσσουν μια σειρά κινητοποιήσεων στα απανωτά αντιεκπαιδευτικά μέτρα που προχώρησε η κυβέρνηση εν μέσω επιδημίας. .
➮ των εργαζομένων σε μια σειρά δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες, όπως στη ΛΑΡΚΟ, στην ΕΥΔΑΠ, στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, στα Ασφαλιστικά Ταμεία κ.α., όπου τα συνδικάτα οργάνωσαν στάσεις εργασίας, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, σε απολύσεις, στην κατάργηση του επιδόματος για βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα κλπ.
★★★
Εκείνο που, αναμφισβήτητα, λείπει είναι ότι αυτές οι εκδηλούμενες κινητοποιήσεις σε επιμέρους κλάδους, παρότι όλες στρέφονται κατά της κυβερνητικής πολιτικής, δεν κάνουν ένα βήμα να συντονισθούν ενάντιά της, γεγονός που θα αύξαινε τη δύναμη του αγώνα τους και την αποτελεσματικότητά τους απέναντι στην κυβέρνηση και την εργοδοσία. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες φέρουν τη βασική ευθύνη για το ότι δεν προωθείται ένας τέτοιος συντονισμός, όπως φέρουν και την βασική ευθύνη για την αποδυνάμωση της μαζικοποίησής τους με τον τρόπο που τις οργανώνουν και τις προσανατολίζουν αλλά και το περιεχόμενο που δίνουν σε αυτές. Ενώ υπάρχει και το χειρότερο τμήμα των συνδικαλιστικών ηγεσιών, με πρώτη εδώ την ηγεσία της ΓΣΕΕ, που έχει συμπαραταχθεί με την κυβερνητική πολιτική και κρατά τελείως απενεργοποιημένη την ανώτερη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, την ώρα που εκεί βομβαρδίζονται και ισοπεδώνονται τα εργατικά δικαιώματα.
Συμπληρωματικά σε αυτήν την συνδικαλιστική γραμμή που υπονομεύει τη δημιουργία ενός ευρύτερου, πανεργατικού ενιαίου μετώπου αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική και στα εργοδοτικά μέτρα, εξακολουθεί να λειτουργεί και η τακτική που σαν “διέξοδο” στην προαναφερόμενη στάση των ανώτερων συνδικαλιστικών ηγεσιών αντιπαραβάλλει ξεχωριστές κινητοποιήσεις οργανωμένες, ουσιαστικά, από συνδικαλιστικές παρατάξεις με τον μανδύα σωματείων που ελέγχουν. Το τι μπορούν να προσφέρουν τέτοιου είδους κινητοποιήσεις έχει φανεί με το χρόνο και φάνηκε και πρόσφατα με τις ξεχωριστές κινητοποιήσεις των συνδικάτων που ελέγχει το ΠΑΜΕ στις 11 Ιούνη και των 8 σωματείων που ελέγχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 23 Ιούνη. Αυτές οι πρακτικές δεν δίνουν και δεν μπορούν να δώσουν καμία λύση στο ζήτημα της πραγματικής μαζικής συσπείρωσης των εργαζομένων σε κινητοποιήσεις. Λύση η οποία μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από την αναζωογόνηση και ενίσχυση των πραγματικών μαζικών διαδικασιών και της μαζικής οργάνωσης των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς και στους εργατικούς κλάδους, μέσα από την ανάταξη και ενδυνάμωση των δημοκρατικών λειτουργιών των σωματείων και τη μεγαλύτερη προσέλκυση και συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά.
★★★
Το σημερινό κυρίαρχο συνδικαλιστικό πλαίσιο, που καθορίζεται από τις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές παρατάξεις, λειτουργεί ανασταλτικά και σαν τροχοπέδη στη συλλογική ενεργοποίηση των εργαζομένων, καθώς έχοντας επικρατήσει πολλά χρόνια έχει οδηγήσει πλατιές μάζες εργαζομένων, ιδιαίτερα νέους, να βλέπουν τα συνδικάτα με δυσπιστία, να συγχέουν και να ταυτίζουν συχνά την ίδια την έννοια της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του σωματείου με την αναξιόπιστη πολιτική και συνδικαλιστική ταυτότητα των δυνάμεων που κυριαρχούν σήμερα σε αυτά και δεν εκφράζουν τα συμφέροντά τους, δεν διεκδικούν τα αιτήματά τους και προδίδουν τους αγώνες τους.
Από εδώ βγαίνει το πρώτο και κύριο συμπέρασμα, ότι για να μπορέσουν να εκφραστούν οι εργαζόμενοι και να αναπτύξουν την πάλη για τα δικαιώματά τους χρειάζεται να σπάσει αυτό το καθηλωτικό συνδικαλιστικό πλαίσιο με μια επίμονη και συνεπή πολεμική και αντιπαράθεση στις φιλοκυβερνητικές-φιλεργοδοτικές και συμβιβαστικές γραμμές των κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων που χειραγωγούν τα συνδικάτα. Με μια πολεμική και αντιπαράθεση που πρέπει να γίνεται από ταξικές αγωνιστικές θέσεις με στόχο να εξοβελισθούν ζημιογόνες και λαθεμένες αντιλήψεις και απόψεις που επιδρούν και επηρεάζουν εργαζόμενους στη συμπεριφορά τους, έτσι ώστε να επέλθει μια αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα που θα το ανασυγκροτήσει και θα του δώσει ένα ταξικό αγωνιστικό προσανατολισμό.
Μαζί με αυτό, που πρέπει να είναι και το βασικό καθήκον των πραγματικά αριστερών ταξικών αγωνιστικών δυνάμεων στο εργατικό κίνημα, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν και άλλες δυσκολίες που εντείνονται με την σκλήρυνση της εργασιακής κατάστασης. Δυσκολίες που έχουν να κάνουν με το φόβο που αναπτύσσεται στους εργαζόμενους από την πολύ έντονη απειλή της απόλυσης, τη μεγάλη ανεργία και τους εκβιασμούς που υφίστανται από την εργοδοσία. Από τη μη ύπαρξη σωματείων σε πολλούς χώρους, η οποία δυσχεραίνει την ανάπτυξη της συλλογικής αντίστασης. Από την αποδιοργάνωση και την απομαζικοποίηση της δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων εκεί που υπάρχουν. Από το ότι καθώς πολλοί νέοι εργαζόμενοι, μπαίνοντας στην εργασία σε εποχή μεγάλης υποχώρησης και αφερεγγυότητας των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, στέκονται μακριά από τα συνδικάτα, δεν έχουν αντιληφθεί την ανάγκη και την πραγματική σημασία της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή δεν γνωρίζουν βασικά πράγματα για τα σωματεία, για το πώς δημιουργείται συνδικαλιστική κίνηση και αναπτύσσεται συνδικαλιστικός αγώνας.
Όλα αυτά πρέπει να συμβάλουμε να ξεπερασθούν:
➢ Με την ενίσχυση της πρακτικής της συλλογικής και αγωνιστικής αντιμετώπισης των προβλημάτων, των κυβερνητικών μέτρων και των εργοδοτικών πιέσεων.
➢ Με την ενθάρρυνση των εργαζόμενων να ενταχθούν σε σωματεία και εκεί όπου δεν υπάρχουν προς το παρόν σωματεία να αναπτύξουν και να στηρίξουν συλλογικές πρωτοβουλίες και αγώνες που βοηθούν στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και ανοίγουν το δρόμο για την συνδικαλιστική οργάνωσή τους.
➢ Με την ενεργοποίηση και την τόνωση της δημοκρατικής, μαζικής λειτουργίας των σωματείων.
➢ Με την αύξηση της εργατικής συμμετοχής σε μαζικές κινητοποιήσεις και απεργιακούς αγώνες που οργανώνονται σε χώρους δουλειάς, σε κλάδους καθώς και σε πανεργατικές κινητοποιήσεις.
➢ Με την ένταση των προσπαθειών να διαμορφωθεί ένα πανεργατικό μέτωπο αγώνα ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική.
ΕΡΓΑΣ