Την αλλαγή στη μορφή άσκησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, στην περίοδο της διοίκησης Ομπάμα, επισφραγίζει η τριήμερη επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου, στην Κούβα. Συνοδευόμενος από ολόκληρη την οικογένειά του, μια πλειάδα υπουργών, 40 βουλευτές του Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και εκατοντάδες επιχειρηματίες, θέλησε να αναβαπτίσει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ την εικόνα των ΗΠΑ. Εικόνα που ειδικά στη Λατινική Αμερική έχει αμαυρωθεί από ωμές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και αιματηρά πραξικοπήματα, που οργανώθηκαν από τις ΗΠΑ.
Η επίσκεψη του Ομπάμα στην Κούβα, ήταν η πρώτη επίσκεψη Αμερικανού προέδρου ύστερα από έναν ολόκληρο αιώνα. Από την άποψη αυτή, ήταν πραγματικά «ιστορική». Προετοιμάστηκε τα τελευταία χρόνια, με «μικρά», φαινομενικά, αλλά συμβολικά βήματα. Η πραγματική ουσία της ωστόσο είναι διπλή: Η Κούβα βαθμιαία αλλά ξεκάθαρα, εδώ και πολλά ήδη χρόνια καπιταλιστικοποιείται και η μητρόπολη του καπιταλισμού διεισδύει διθυραμβικά και την επανεντάσσει στην παγκόσμια και ειδικά στην αμερικάνικη «αγορά».
Η αμερικάνικη επίσκεψη στην Αβάνα δεν είχε πολλά άμεσα χειροπιαστά αποτελέσματα, αφού αφέθηκαν για το μακρινό μέλλον τόσο η άρση του εμπάργκο (πέρα από κάποιες πτυχές ταξιδιωτικού χαρακτήρα) όσο και η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Κουβανικό έδαφος στο Γκουαντάναμο. Τα πρακτικά αποτελέσματα συνοψίζονται στην υπογραφή συμφωνίας με την αμερικανική τουριστική αλυσίδα Στάργουντ για το άνοιγμα 3 ξενοδοχείων στην Κούβα και της Γκουγκλ, που θα δραστηριοποιηθεί στην ανάπτυξη του διαδικτύου. Στους προηγούμενους 15 μήνες οι δυο χώρες έχουν αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις, με το άνοιγμα πρεσβειών και έχουν αναπτύξει συνεργασία στους τομείς της υγείας, της αγροτικής οικονομίας και των ταχυδρομείων.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Ομπάμα σε συνάντηση με Κουβανούς μικροεπιχειρηματίες ζήτησε να μπορούν οι αμερικανικές εταιρείες να προσλαμβάνουν οι ίδιες τους Κουβανούς εργαζόμενούς τους, πράγμα που μέχρι σήμερα γίνεται μόνο μέσω του κράτους.
Ο Ομπάμα επιδίωξε να εξωραΐσει τα αρπακτικά χαρακτηριστικά των ΗΠΑ. Έτσι στην κεντρική ομιλία του, προκειμένου να καλλιεργήσει νέες συνθήκες οικονομικής διείσδυσης, προσπάθησε να παρουσιάσει την ανωτερότητα του «ελεύθερου κόσμου», μεταφέροντας μηνύματα «ειρήνης» και «συμφιλίωσης», ενώ αναφέρθηκε επιλεκτικά στους ιστορικούς δεσμούς των δυο χωρών (στον εθνικό ποιητή Χοσέ Μαρτί που έζησε στις ΗΠΑ και στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ που έζησε στην Κούβα, στο πάθος για το μπέιζμπολ, στο χορό, στις κοινές δραματικές ρίζες των αφροαμερικανών σκλάβων κ.α.) και κολακευτικά αναφέρθηκε στις παραδοσιακές αξίες των Κουβανών «του πατριωτισμού, της οικογένειας, της εκπαίδευσης», μέχρι και το πολυμήχανο ταλέντο τους εκθείασε, που τους επιτρέπει να δημιουργούν ακόμα και από τον αέρα.
Φυσικά ο Ομπάμα απέφυγε κάθε αναφορά στις πολύμορφες αμερικανικές απειλές από τον Κόλπο των Χοίρων, τις δολοφονικές ενέργειες όπως την ανατίναξη του κουβανικού αεροσκάφους, τις επιθέσεις μισθοφόρων σε πλοία και λιμάνια της Κούβας, τους νεκρούς από πολλαπλές πράξεις βίας. Έφτασε στο σημείο να κάνει προκλητικά έκκληση για τη σταθερότητα στη Βενεζουέλα, την ίδια ώρα που με προεδρικό διάταγμα θεωρεί την κυβέρνησή της «ασυνήθιστη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», ενώ είναι πασίγνωστες οι προσπάθειες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησής της από τον καιρό ακόμα του Τσάβες. Ακόμα εγκωμίασε τη φιλοξενία και τις διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Αβάνας στη διαδικασία ειρήνευσης στην Κολομβία μεταξύ του FARC και της αντιδραστικής κυβέρνησης του Χουάν Καλντερόν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην προσπάθεια να δοθεί ένα μήνυμα περιφερειακής συνεργασίας ο ηγέτης των ανταρτών του FARC, Ροντρίγκο Λονδόνο, και ο Αμερικανός πρόεδρος παρακολούθησαν τον ίδιο αγώνα μπέιζμπολ στην Κούβα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος στην Αργεντινή
Αμέσως μετά την Αβάνα, ο Ομπάμα με τη συνοδεία του αναχώρησε για το Μπουένος Άιρες, με στόχο να ενισχύσει τον πρόσφατα εκλεγμένο (Νοέμβρης του 2015) αντιδραστικό Πρόεδρο της Αργεντινής, Μαουρίσιο Μάκρι, σταθεροποιώντας τη θέση των ΗΠΑ στην Αργεντινή μετά τις αμφισβητήσεις των τελευταίων χρόνων λόγω των οικονομικών κλυδωνισμών και να «ξεπλύνει» τα εγκλήματα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για τη στήριξή του στη δικτατορία του Χόρχε Βιντέλα (1976 – 81). Ωστόσο στη δήλωσή του περιορίστηκε να μιλήσει για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ που είχε «στιγμές που δεν ήταν παραγωγικές» και πρόσθεσε ότι ήταν «αντίθετες στις αξίες που πιστεύω πως οι ΗΠΑ πρέπει να αντιπροσωπεύουν».
Ο Ομπάμα εξήρε το ρόλο του Μάκρι σαν «πρωτοπόρο στην Λατινική Αμερική για τον ταχύ ρυθμό με τον οποίο προωθεί τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί» και γιατί «επαναφέρει την Αργεντινή στην παγκόσμια αγορά». Ενδεικτικές είναι οι μεταρρυθμίσεις, των πρώτων 100 ημερών της διακυβέρνησης Μάκρι που περιλαμβάνουν 50.000 απολύσεις στο Δημόσιο και αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, που φτάνουν τα 400%.
Η αντίδραση απειλεί με επάνοδο
Είναι φανερό ότι ένας νέος «δυτικός άνεμος» πνέει στη Λατινική Αμερική. Οι λαϊκές κατακτήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε μια σειρά χωρών ύστερα από πολύχρονους αγώνες, σταδιακά ξηλώνονται.
Στη Βενεζουέλα ο Μαδούρο, κάτω από την εντεινόμενη οικονομική πίεση, που δυναμώνει μετά την πτώση των διεθνών τιμών πετρελαίου, χάνει ολοένα και περισσότερο τη λαϊκή του επιρροή. Το Δεκέμβρη το κυβερνών κόμμα έχασε και τα δύο τρίτα της βουλής που ελέγχει πια η αντιπολίτευση μετά τη συντριπτική ήττα στις βουλευτικές εκλογές. Από το Γενάρη η Βενεζουέλα κηρύχθηκε σε κατάσταση «οικονομικής έκτακτης ανάγκης», με τον Μαδούρο να ζητά έκτακτες εξουσίες να κυβερνά με διατάγματα για δύο μήνες, μετά τη δημοσίευση μάλλον ζοφερών οικονομικών στοιχείων: Η ύφεση, με φόντο το φθηνότερο πετρέλαιο, έφτασε το 7,1% στο τρίτο τρίμηνο και ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο... 141,5%.
Στη Βολιβία ο πρόεδρος Έβο Μοράλες δεν θα μπορέσει να διεκδικήσει νέα θητεία, μετά την πρόσφατη απόρριψη (στο τέλος Φλεβάρη με 51,33%), της αναθεώρησης του Συντάγματος. Παρότι ο Μοράλες συνεχίζει να έχει την υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος καθώς πιστώθηκε τη μείωση της φτώχειας, φαίνεται ότι πλήρωσε το τίμημα των κατηγοριών περί διαφθοράς και ευνοιοκρατίας, που ταλανίζουν το Κίνημα προς το Σοσιαλισμό (MAS), το κυβερνών κόμμα.
Η Βραζιλία των Λούλα και Ρουσέφ αποτελεί καζάνι που βράζει. Η εκτεταμένη φτώχεια και η αδυναμία των δήθεν προοδευτικών κυβερνήσεων να καλύψουν τις στοιχειώδεις λαϊκές απαιτήσεις, ιδιαίτερα μετά το βάθεμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δυναμώνουν τις σειρήνες της αντίδρασης που καιροφυλακτεί να επανακάμψει. Πυκνώνουν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που επεκτείνονται σ' ολόκληρη τη χώρα. Στα άμεσα οικονομικά αιτήματα προστίθενται συνθήματα για «παραίτηση Ρουσέφ και Λούλα» μαζί με την καταγγελία της «διαφθοράς που πρέπει να τελειώνει».