Ο Λενιν αποκαθιστά τις αρχές του μαρξισμού
Κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα και τις αρχές του δικού μας, οι μικροαστοί γραφειοκράτες της Δεύτερης Διεθνούς – πολιτικοί και συνδικαλιστές – είχαν αρχίσει να διαποτίζονται για τα καλά από το δηλητήριο του ρεβιζιονισμού του Μπερνστάιν ζαλισμένοι από την απατηλή εικόνα της ψευδοευδαιμονίας που δημιουργούσε ο ανερχόμενος καπιταλισμός, κατέληγαν όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι ο μαρξισμός ήταν πια ξεπερασμένος. ότι η οικονομική θεωρία του Μάρξ ήταν απαρχαιωμένη. ότι η αρχή της πάλης των τάξεων ήταν πια ανεφάρμοστη και ότι οι εργάτες θα έπρεπε να αναζητήσουν την απελευθέρωσή τους όχι στην επαναστατική κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά στη βαθμιαία μετατροπή του στο σοσιαλισμό. Είναι φανερό ότι ιδεολογικά είχαν διαφθαρεί από τον ιμπεριαλισμό.
Αυτές οι ρεβιζιονιστές οππορτουνιστικές αντιλήψεις, είχαν διεισδύσει και στο εργατικό κίνημα της Ρωσσίας, παίρνοντας τις κατάλληλες μορφές ώστε να ανταποκρίνονται στις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί. Ο κυριότερος αντίπαλος αυτού του ρεβιζιονισμού, ήταν ο Β.Ι. Λένιν που είχε γεννηθεί από μικροαστούς γονείς στο Σιμπίρσκ της Ρωσσίας, στις 10 Απριλίου 1870. Ο Λένιν κριτικάρησε έξοχα σε όλη τη γραμμή την οππορτουνιστική θέση και το πρόγραμμα των ρεβιζιονιστών, αποδείχνοντας με αναμφισβήτητη, τετράγωνη λογική, την αξία που εξακολουθούσαν να έχουν οι μαρξιστικές επαναστατικές αρχές και το μαρξιστικό πρόγραμμα στην περίοδο του ιμπεριαλισμού. Ανάμεσα στα πρώτα φανερώματα αυτής της βασικής "θέσης", συγκαταλέγεται και το "Τι θα κάνουμε;" αυτό το περίφημο βιβλίο που έγραψε ο Λένιν το 1902. Η πρώτη αποφασιστική σύγκρουση ανάμεσα στην επαναστατική και τη ρεβιζιονιστική πτέρυγα του κόμματος, σημειώθηκε το 1903 στο Λονδίνο, στη δεύτερη διάσκεψη του ρωσσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που είχε ιδρυθεί το Μάρτιο του 1898. Σ' αυτή την ιστορική διάσκεψη, που έγινε στο εξωτερικό γιατί στη Ρωσσία επικρατούσαν συνθήκες τρομοκρατίας, οι οπαδοί του Λένιν αποτελούσαν, γενικά, την πλειοψηφία (μπολσεβίκοι)= της πλειοψηφίας).
Ο Λένιν και τα συνδικάτα
Κατά τα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα, ήταν τόσο στυγνή η καταπίεση που ασκούσε το τσαρικό καθεστώς, ώστε δεν υπήρχαν καθόλου συνδικάτα στη Ρωσσία. Παρ' όλα αυτά, οι πρώτες απεργίες χρονολογούνται από το 1870. Γύρω στο 1890 άρχισαν να οργανώνονται απεργίες σε γενικώτερη κλίμακα. Το Μάιο του 1890 σημειώθηκε στην Πετρούπολη μια γενική απεργία 40.000 υφαντουργών με αίτημα την κατάργηση του δεκατετράωρου και δεκαπεντάωρου. Το Μάρτη του 1902, ξέσπασε στο Ροστώβ μια τοπική απεργία σιδηροδρομικών καθώς και μια γενική απεργία.
Την άνοιξη του 1903 οργανώθηκε μια μεγάλη απεργία εργατών πετρελαίου στη Νότια Ρωσσία και την άνοιξη του 1904 κηρύχθηκε γενική απεργία στην Οδησσό. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε αυτούς τους αγώνες με σκληρά καταπιεστικά μέτρα, σφάζοντας πολλούς εργάτες. Έτσι στις αρχές του αιώνα δεν υπήρχαν στη Ρωσσία παρά μόνο μερικά παράνομα συνδικάτα και λίγες εταιρίες αλληλοβοήθειας. Νόμιμα συνδικάτα εμφανίστηκαν μόνο όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1905. Παρ' όλα αυτά το συνδικαλιστικό πνεύμα ήταν διάχυτο, γιατί τα χρόνια εκείνα οι βιομηχανίες αναπτύσσονταν και η εργατική τάξη μεγάλωσε. Γι' αυτό η Κυβέρνηση έκανε στις αρχές του 1900, μια προσπάθεια να εκφυλίσει και να πνίξει το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα που τόσο το φοβόταν : δημιούργησε "εργατικές ενώσεις" που κατευθύνονταν ανοιχτά απ' την αστυνομία, τις περίφημες οργανώσεις Ζουμπάτωφ (έτσι λεγόταν ο ιδρυτής τους, αρχηγός της μυστικής αστυνομίας της Μόσχας). Η προσπάθεια αυτή απέτυχε κυρίως, γιατί μέσα σ' αυτές τις οργανώσεις είχαν εισχωρήσει και δρούσαν επαναστάτες εργάτες.
Πριν από αυτές τις εξελίξεις, στα τέλη του 1890, είχε κάνει την εμφάνισή της μια άλλη εργατική ομάδα, οι "οικονομιστές". Η ομάδα αυτή που χωρίς αμφιβολία βρισκόταν κάτω από την άμεση επίδραση των εργοδοτών (πολλά από τα μέλη της προσχώρησαν αργότερα στους αντιδραστικούς συνταγματικούς – δημοκράτες, τους "Καντέ"), πρότεινε να οργανωθούν συνδικάτα εμπνεόμενα από τον "απλό και καθαρό συνδικαλισμό", σαν κι αυτά λίγο - πολύ που είχε ιδρύσει ο Γκόμπερς στην Αμερική. Οι "οικονομιστές" ζητούσαν να απομονώσουν τον αγώνα των εργατών στο οικονομικό πεδίο, αφήνοντας την πολιτική ηγεσία στα χέρια της αστικής τάξης. Ανέλαβαν, επίσης, να περιορίσουν το συνδικαλιστικό κίνημα στα αυστηρά πλαίσια της νομιμότητας του τσαρικού καθεστώτος.
Οι οικονομιστές ήταν από πολιτική άποψη, οι πρόδρομοι της μενσεβίκικης παράταξης μέσα στο εργατικό κίνημα και γι' αυτό είχαν πολλά κοινά γνωρίσματα μ' αυτούς. Ο Λένιν απ' την αρχή άρπαξε το φραγγέλιο εναντίον τους. Κατήγγειλε το κίνημά τους σαν λιποταξία από τις αρχές του μαρξισμού, άρνηση της αναγκαιότητας να υπάρχει ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης, προσπάθεια να μεταβληθεί η εργατική τάξη σε πολιτικό εξάρτημα της αστικής τάξης.
Στην πολεμική του εναντίον των οικονομιστών και των μενσεβίκων, ο Λένιν ανέλυσε βαθειά το συνδικαλιστικό κίνημα και έβαλε τις οργανωτικές τακτικές και θεωρητικές βάσεις του συνδικαλισμού στην περίοδο του ιμπεριαλισμού. Ειδικά βοήθησε σ' αυτή τη δουλειά το βιβλίο του "Τι να κάνουμε;" Ο Μαρξ και ο Λένιν υπήρξαν οι μεγαλύτεροι θεωρητικοί του συνδικαλισμού. Η σημαντικώτερη συνεισφορά του Μαρξ σ' αυτό το θέμα ήταν " το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Εναρκτήριος Λόγος στην Πρώτη Διεθνή και το βιβλίο Τιμή , Μεροκάματο και Κέρδος. Οι βασικές θεωρίες του Λένιν για το συνδικαλισμό περιλαμβάνονται στα βιβλία του : Τι να κάνουμε; και "Αριστερισμός", η παιδική αρρώστεια του Κομμουνισμού.
Ο Λένιν καταπολέμησε αποφασιστικά τις θεωρίες των οππορτουνιστών, που υποτιμούσαν την πολιτική δράση και θύμιζαν τις απόψεις του Γκόμπερς. Απόδειξε πόσο απαραίτητη είναι η πολιτική δράση των συνδικάτων. Επί πλέον απόδειξε ότι ο πολιτικός αγώνας αγκαλιάζει όλα τα προβλήματα - ανάμεσα σ' αυτά και τον αγώνα για τις οικονομικές διεκδικήσεις των εργατών, τον αγώνα κατά του δεσποτισμού, για τη λύση των εθνικών προβλημάτων, την πραγματοποίηση εθνικής νομοθεσίας, και την ίδια την επανάσταση. Γι' αυτό και υπερέχει, αναμφισβήτητα, απέναντι στη στενή πολιτική του "μεροκάματου και των ωρών δουλειάς" που ακολουθούσαν οι οικονομιστές και οι ομογάλακτοι αδελφοί τους, οι μενσεβίκοι....
...Ο Λένιν καταπολέμησε ειδικά, τη χοντροκομμένη υποτίμηση που έδειχναν οι οικονομιστές για την αξία της θεωρίας, την οππορτουνιστική τους αντίληψη ότι οι εργάτες θα διαμόρφωναν τις απαραίτητες καθοδηγητικές αρχές στην πορεία της ταξικής πάλης. Αυτή η αντίληψη αποτελούσε ρωσσική έκφραση της οππορτουνιστικής γραμμής του Γκόμπερς, που ποτέ δεν έπαψε να καυχιέται πως ο ίδιος και οι συνεργάτες του δούλευαν εμπειρικά από μέρα σε μέρα, χωρίς να βασίζονται σε καμμιά γενική εργατική θεωρία. Απέναντι σ' αυτή την αστική οππορτουνιστική ιδεολογική στάση, ο Λένιν αντέτασσε την ανάγκη να οπλιστεί το εργατικό κίνημα με τη μαρξιστική θεωρία, για να μπορεί να διεξάγει τον καθημερινό του αγώνα κάτω από τον καπιταλισμό, και να προετοιμάζει τον τελικό αγώνα για την κατάργηση του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Ο Λένιν διακήρυξε και υπερασπίστηκε την αρχή ότι "χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα".
Μέσα στην ιστορική αυτή ιδεολογική πάλη ο Λένιν, αντικρούοντας τους οικονομιστές τύπου Γκόμπερς που καταδίκαζαν την "επέμβαση των διανοούμενων" υπερασπίστηκε με σθένος το ρόλο των επαναστατών διανοουμένων μέσα στο εργατικό κίνημα. "Η ιστορία όλων των χωρών – είπε– μας δείχνει ότι αν η εργατική τάξη βασιστεί στις δικές αποκλειστικά δυνάμεις είναι σε θέση να αναπτύξει μοναχά τη συνδικαλιστική της συνείδηση. Μπορεί δηλαδή να καταλάβει ότι είναι δικό της συμφέρον να οργανωθεί μέσα στις ενώσεις, να παλαίψει εναντίον των εργοδοτών, να αγωνιστεί για να εξασφαλίσει μια καλή εργατική νομοθεσία κ.τ.λ. Η θεωρία όμως του σοσιαλισμού αναπτύχθηκε μέσα από τις φιλοσοφικές, ιστορικές και οικονομικές θεωρίες που επεξεργάστηκαν οι μορφωμένοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης – οι διανοούμενοι. Οι ιδρυτές του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού ο Μαρξ και ο 'Ενγκελς, ανήκαν οι ίδιοι στην αστική ιντελλιγκέντσια".
(Από την "Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος" του Ουΐλιαμ Φόστερ)