(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Λαϊκός Δρόμος το Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν από τις γερμανικές εκλογές)
Στην τελική ευθεία μπαίνουν οι γερμανικές εκλογές, με τις δημοσκοπήσεις να αναδεικνύουν, πλέον σταθερά, άνετη επικράτηση της Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών- Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) με σημαντική διαφορά έναντι των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Σουλτς, χωρίς να διαφαίνεται αντιστροφή του κλίματος μέχρι την Κυριακή. Είναι χαρακτηριστική, σε όλη την προεκλογική εκστρατεία, η ουσιαστική ταύτιση θέσεων και απόψεων Μέρκελ και Σουλτς, σχεδόν σε όλα τα ζητήματα, όπως αυτή καταγράφηκε ακόμα και στην τηλεοπτική αναμέτρηση των δύο υποψηφίων, η οποία λειτούργησε υπέρ της Μέρκελ.
Μέχρι στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής, στο μείγμα διαχείρισης, μικρές διαφοροποιήσεις εντοπίζονται.
Η Μέρκελ, που διεκδικεί για τέταρτη θητεία τη θέση του καγκελάριου, είναι αναμφισβήτητα το μεγάλο φαβορί, η σίγουρη επιλογή των γερμανικών μονοπωλίων. Διατηρεί τη δημοφιλία της στους ψηφοφόρους σε σχετικά υψηλά επίπεδα, «θάβοντας» τις ταξικές ανισότητες και την αντεργατική της πολιτική κάτω από την «ισχυρή Γερμανία», καθώς οι Σοσιαλδημοκράτες, ο κυβερνητικός της εταίρος, κουβαλούν ακόμα το βαρύ φορτίο της ατζέντας Σρέντερ, της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και της άγριας λιτότητας που εφάρμοσαν. Άνοδο φαίνεται να καταγράφει το ακροδεξιό AfD, που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το Προσφυγικό, ιδιαίτερα το 2015, συνεχίζει να καλλιεργεί εντατικά την ισλαμοφοβία, τα ρατσιστικά αντανακλαστικά, ενώ δεν απέχει και πολύ από να υμνήσει το ναζισμό προκειμένου να συσπειρώσει τα πιο ακραία φασιστικά στοιχεία για να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική του είσοδο.
Ωστόσο, στο Προσφυγικό, οι χειρισμοί της Μέρκελ δεν έχουν τελικά τον αρνητικό αντίκτυπο, που της απέδιδαν οι πολιτικοί της αντίπαλοι, το προηγούμενο διάστημα. Οι τριγμοί, ακόμα και στο εσωτερικό του κόμματός της, εξισορροπήθηκαν με τη σκλήρυνση της στάσης της Γερμανίας, το επιλεκτικό σφράγισμα των συνόρων, τον αποκλεισμό για τους λεγόμενους οικονομικούς μετανάστες, τη θέσπιση σκληρών μέτρων για το άσυλο και τη διαμονή των προσφύγων.
Από το 2015 μέχρι σήμερα, με καταλυτική εξέλιξη το ερμητικό κλείσιμο του Βαλκανικού διαδρόμου, διαχειρίστηκε με βάση τις ορέξεις του γερμανικού κεφαλαίου την προσφυγιά σαν ευκαιρία για φτηνό, καταρτισμένο εργατικό δυναμικό. Να θυμίσουμε ότι οι γερμανικοί κολοσσοί (Siemens, Bayer, BASF) ζητούσαν επιτακτικά για την ενίσχυσή τους πάνω από μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, μετά βέβαια από εξονυχιστική διαλογή στα hot-spots της Ελλάδας. Έτσι ενώ η Γερμανία αποτέλεσε τον πρωτεργάτη της πρωτοφανούς σε ένταση αντιμεταναστευτικής και αντιπροσφυγικής πολιτικής της ΕΕ, τον εμπνευστή της κτηνώδους συμφωνίας ΕΕ - Τουρκίας, που έγινε «πρότυπο» για νέες συμφωνίες, ενώ στρατιωτικοποίησε το Προσφυγικό, διεύρυνε τον κατάλογο των «ασφαλών χωρών» για τη νομιμοποίηση των επαναπροωθήσεων, εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ο προστάτης των κατατρεγμένων, το μέτρο της αλληλεγγύης μέσα στην ΕΕ, η χώρα που εφαρμόζει «ανοιχτή» πολιτική, που δέχτηκε σχεδόν 800 χιλιάδες πρόσφυγες.
Φυσικά η πολυεπίπεδη πολιτική της Γερμανίας στο Προσφυγικό δεν περιορίζεται στους εκβιασμούς και στις κυρώσεις στα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Οι οικονομικές συμφωνίες με χώρες της Αφρικής, προκειμένου να εγκλωβίζουν πρόσφυγες και μετανάστες στο έδαφός τους, αποσκοπούν παράλληλα στην προώθηση των συμφερόντων γερμανικών επιχειρηματικών ομίλων στις χώρες αυτές. Τόσο η Μέρκελ, όσο και ο Σουλτς αυτή την πολιτική δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν για την αναχαίτιση των προσφυγικών ροών – δήθεν την αποτροπή πνιγμών- δίνοντας προτεραιότητα στη δημιουργία στρατοπέδων, κυρίως στη Λιβύη. Κοινή θέση, εκτός από το Προσφυγικό, έχουν οι δύο υποψήφιοι απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν και στο πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.
Επί τρεις θητείες στην ηγεσία της γερμανικής κυβέρνησης, η Μέρκελ, χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρές λαϊκές αντιδράσεις, συμβιβάζει τις εσωτερικές αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς των διαφόρων μερίδων του γερμανικού κεφαλαίου, αποτελώντας τον βασικό τους εκπρόσωπο. Κατάφερε να επιβάλει τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς τους, να διαχειριστεί την ευρωπαϊκή κρίση και να ισχυροποιήσει τη γερμανική οικονομία, καθιστώντας αδιαφιλονίκητη την ηγεμονία των γερμανικών μονοπωλίων στην ΕΕ.
Στα πλαίσια της ΕΕ, στόχος και των δύο μεγάλων κομμάτων είναι η αναβάθμιση του ευρωπαϊκού μορφώματος με αιχμή τους τομείς της Άμυνας και της Ενέργειας, συγχρόνως με τη διασφάλιση της κυριαρχίας της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή αγορά, που θα αντιστοιχεί στις επιδιώξεις του γερμανικού κεφαλαίου, με τις λιγότερες υποχωρήσεις απέναντι στις απαιτήσεις της Γαλλίας. Προσπαθώντας, παράλληλα, να ισορροπήσουν και να συγκρατήσουν φυγόκεντρες δυνάμεις, ιδιαίτερα μετά την έξοδο της Βρετανίας και των συμφωνιών που τελικά θα διαμορφωθούν. Τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας (253 δις ευρώ πλεόνασμα του εμπορικού της ισοζυγίου), το άπλωμα των εξαγωγών προς την Κίνα, οι επιμέρους ενεργειακές συμφωνίες με τη Ρωσία, οξύνουν σε αυτήν τη φάση τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ. Μετά την εκλογή Τραμπ, οι προειδοποιήσεις απέναντι στη Γερμανία και οι απειλές για πάγωμα εμπορικών συμφωνιών, επιβολή μέτρων στις εξαγωγές της στις ΗΠΑ πυκνώνουν.
Ανεξάρτητα κατά πόσο και ποιες μπορούν να υλοποιηθούν, αντανακλούν την πρόθεση της Ουάσινγκτον να ανακόψει την περαιτέρω ισχυροποίηση της Γερμανίας, αξιοποιώντας στην κατεύθυνση αυτή τις αντιθέσεις της τόσο με τη Βρετανία, όσο και με τη Γαλλία.
Το διακύβευμα της αυριανής μέρας είναι ο κυβερνητικός συνασπισμός που θα προκύψει, με πιθανότερους εταίρους, χωρίς να αποκλείονται οι Σοσιαλδημοκράτες που μέχρι στιγμής αντιδρούν σε μια νέα συνεργασία, τους Φιλελεύθερους, ίσως και τους Πράσινους.
Τα παζάρια για σημαντικές θέσεις, κυρίως αυτή του υπουργού Οικονομικών, εντείνονται με τα μικρότερα κόμματα να θέτουν για τη συμμετοχή τους «κόκκινες γραμμές». Όμως οι άξονες που θα κινηθεί το όποιο κυβερνητικό σχήμα δεν θα είναι άλλοι από τις επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού.