Ένας από τους τομείς που χτυπήθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας ήταν και αυτός της τέχνης. Χιλιάδες πολιτιστικά γεγονότα σε όλο τον κόσμο ακυρώθηκαν, ενώ οι εργαζόμενοι στον χώρο αυτό βρίσκονται αντιμέτωποι με πρωτοφανή υποβάθμιση των όρων ζωής τους. Στην πραγματικότητα όμως, συνολικά στα πλαίσια του σημερινού αστικού συστήματος η ολόπλευρη πολιτιστική και καλλιτεχνική ανάπτυξη είναι αδύνατη με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις ο τομέας του πολιτισμού να βρίσκεται αντιμέτωπος με τις πολιτικές της απαξίωσης, την ώρα που η εκτεταμένη διάδοση κάθε είδους πολιτιστικής υποκουλτούρας οδηγεί την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία σε κατάπτωση. Στο παρόν κείμενο θα γίνει μια αναφορά και ανάλυση μερικών ζητημάτων για τον πολιτισμό και την τέχνη που έθιξαν στα γραπτά τους οι ιδρυτές του επιστημονικού κομμουνισμού.
Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς κάθε κοινωνικός σχηματισμός αποτελούσε ένα σύνθετο και δυναμικό σύστημα αλληλοεπιδρώντων στοιχείων. Σε καμία περίπτωση δεν είχαν την τάση να χαρακτηρίζουν την τέχνη ως παθητικό προϊόν του οικονομικού συστήματος. Αντίθετα, τόνισαν ότι οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης -συμπεριλαμβανομένης φυσικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας- επηρεάζουν ενεργά την κοινωνική πραγματικότητα από την οποία εμφανίζονται. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς επεσήμαναν ότι η κοινωνική ζωή και η ιδεολογία συγκεκριμένων τάξεων αντικατοπτρίζονται στην τέχνη με καθόλου μηχανιστικό τρόπο.
Η καλλιτεχνική δημιουργικότητα εξαρτάται από τους γενικούς νόμους της κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά, ως μια ειδική μορφή συνείδησης, έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα πρότυπα. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τέχνης είναι η σχετική ανεξαρτησία της καθώς αναπτύσσεται. Το γεγονός ότι τα έργα τέχνης συνδέονται ιστορικά με συγκεκριμένες κοινωνικές δομές δεν σημαίνει ότι χάνουν τη σημασία τους όταν εξαφανίζονται αυτές οι κοινωνικές δομές. Σε αυτό το σημείο ο Μαρξ αναφέρει την τέχνη και την επική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων που «μας δίνουν ακόμα αισθητική ευχαρίστηση και από ορισμένες απόψεις θεωρούνται ένα πρότυπο και ακατόρθωτο ιδεώδες». Η ελληνική τέχνη αντικατοπτρίζει την αφελή και ταυτόχρονα υγιή, φυσιολογική αντίληψη της πραγματικότητας που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα σε αυτά τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξής της, την εποχή της παιδικής της ηλικίας. Αντανακλούσε την προσπάθεια για «φυσική αλήθεια», με τη μοναδική της ελκυστικότητα και την ιδιαίτερη γοητεία για όλους. Το παράδειγμα αυτό εκφράζει μια σημαντική μαρξιστική αισθητική αρχή: στην εξέταση των έργων τέχνης ως βασικών αντανακλάσεων συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών και σχέσεων, επιβάλλεται επίσης να δούμε τα χαρακτηριστικά που αναδεικνύουν τη διαχρονική αξία αυτών των έργων. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεώρησαν ως ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τέχνης το γεγονός ότι οι περίοδοι αναζωπύρωσής της δεν συμπίπτουν αυτόματα με την κοινωνική πρόοδο σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της υλικής παραγωγής. Έτσι, ο Μαρξ έγραψε στην Εισαγωγή στα Οικονομικά χειρόγραφα του 1857-1858: «Όσον αφορά την τέχνη, είναι γνωστό ότι μερικές από τις κορυφές της δεν ανταποκρίνονται σε καμία περίπτωση στη γενική ανάπτυξη της κοινωνίας, ούτε και στην υλική υποδομή» (σελ. 82 αυτού του βιβλίου). Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είδαν το λόγο αυτής της ανισορροπίας ανάμεσα στην εξέλιξη της τέχνης και της κοινωνίας στο σύνολό της στο γεγονός ότι η πνευματική κουλτούρα οποιασδήποτε περιόδου καθορίζεται όχι μόνο από το επίπεδο ανάπτυξης της υλικής παραγωγής -της «υλικής βάσης» της κοινωνίας- αλλά και από το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων που είναι χαρακτηριστικές εκείνης της περιόδου. Με άλλα λόγια παράγοντες όπως ο ειδικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων, ο βαθμός ανάπτυξης των ταξικών ανταγωνισμών και η ύπαρξη σε οποιαδήποτε περίοδο συγκεκριμένων συνθηκών για την ανάπτυξη της ατομικότητας του ανθρώπου, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τέχνη καθορίζοντας τη φύση και την ανάπτυξή της.
Όσον αφορά την καπιταλιστική κοινωνία αυτή η ανισορροπία, σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, πρέπει να θεωρηθεί ως έκφραση της θεμελιώδους αντίθεσης του καπιταλισμού, της αντίθεσης μεταξύ της κοινωνικής φύσης της παραγωγής και της ατομικής μορφής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Από την ανάλυση των αντιθέσεων του καπιταλισμού, ο Μαρξ συνάγει ένα συμπέρασμα εξαιρετικής σημασίας για την αισθητική, δηλαδή ότι η «καπιταλιστική παραγωγή είναι εχθρική σε ορισμένους κλάδους της πνευματικής παραγωγής, για παράδειγμα, της τέχνης και της ποίησης». Αυτή η πρόταση δεν αρνείται σε καμία περίπτωση την ανάπτυξη της λογοτεχνίας και της τέχνης κάτω από τον καπιταλισμό, αλλά σημαίνει ότι η ίδια η φύση του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης βρίσκεται σε βαθιά αντίθεση με τα ανθρωπιστικά ιδανικά που εμπνέουν γνήσιους καλλιτέχνες. Τα ιδεώδη των πιο συνειδητών καλλιτεχνών βρίσκονται σε αντίθεση με την ίδια την καπιταλιστική πραγματικότητα, οι πιο έντονες και σαφέστερες δουλειές τους (συχνά παρά την ταξική καταγωγή του ίδιου του δημιουργού) διαμαρτύρονται κατά της απάνθρωπης στάσης των καπιταλιστικών σχέσεων. Η εχθρότητα της αστικής κοινωνίας απέναντι στην τέχνη δημιουργεί, ακόμη και στην αστική λογοτεχνία, κριτική για τον καπιταλισμό υπό τη μία ή την άλλη μορφή, με την καπιταλιστική πραγματικότητα να απεικονίζεται ως μια πραγματικότητα γεμάτη τραγικές συγκρούσεις. Αυτό κατά την άποψη του Μαρξ και του Ένγκελς, είναι ένα διαλεκτικό χαρακτηριστικό της εξέλιξης της τέχνης κάτω από τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ταξικές κοινωνίες δημιούργησαν τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Μπαλζάκ και άλλους μεγαλοφυείς συγγραφείς που μπόρεσαν να υπερβούν το ταξικό τους περιβάλλον και να καταδικάσουν με τεράστια καλλιτεχνική δύναμη τα κακά του συστήματος εκμετάλλευσης στο οποίο έζησαν.
Στα έργα τους οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού εξέθεσαν μια σειρά από βαθιές ιδέες για την ταξική φύση της τέχνης σε μια κοινωνία ανταγωνισμού. Έδειξαν ότι ακόμη και μεγάλοι συγγραφείς, οι οποίοι ήταν σε θέση, συχνά παρά τις δικές τους ταξικές θέσεις, να δώσουν μια αληθινή και ζωντανή εικόνα της πραγματικής ζωής σε μια ταξική κοινωνία, πιέζονταν από τις ιδέες και τα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων και συχνά έκαναν σοβαρές παραχωρήσεις για αυτά στα έργα τους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδειξαν ότι οι αντιθέσεις που τους χαρακτηρίζουν δεν ήταν αποτέλεσμα καθαρά ατομικών χαρακτηριστικών ψυχολογικής μορφής αλλά μιας ιδεολογικής αντανάκλασης των πραγματικών αντιθέσεων στη ζωή της κοινωνίας. Οι ιδρυτές του μαρξισμού τόνισαν ότι η τέχνη ήταν ένα σημαντικό όπλο στον ιδεολογικό αγώνα μεταξύ των τάξεων. Θα μπορούσε να ενισχύσει ακριβώς όπως θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δύναμη των εκμεταλλευτών, θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην υπεράσπιση της ταξικής καταπίεσης ή αντίθετα να συμβάλει στην εκπαίδευση και ανάπτυξη της συνείδησης των εργαζόμενων μαζών, φέρνοντάς τους πιο κοντά στη νίκη πάνω στους καταπιεστές τους. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ζήτησαν λοιπόν να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ προοδευτικών και αντιδραστικών φαινομένων στην φεουδαρχική και αστική κουλτούρα. Επεσήμαναν πως το κόμμα της εργατικής τάξης πρέπει να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα αυτής της διάκρισης για την προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης. Υπογράμμισαν ότι οι τάξεις δεν ήταν στατικές και αμετάβλητες, αλλά οι ταξικές αλληλεπιδράσεις άλλαξαν κατά την πορεία της ιστορίας, ο ρόλος των τάξεων στη ζωή της κοινωνίας μεταβαλλόταν σε πολύπλοκες μεταμορφώσεις. Έτσι, κατά την περίοδο της πάλης ενάντια στη φεουδαρχία, η αστική τάξη μπόρεσε να δημιουργήσει σημαντικές πνευματικές αξίες, αλλά έχοντας έρθει στην εξουσία ως αποτέλεσμα των αντι-φεουδαρχικών επαναστάσεων, σταδιακά άρχισε να απορρίπτει το ίδιο το όπλο που είχε σφυρηλατήσει στον αγώνα κατά της φεουδαρχίας. Η αστική τάξη αρχίζει να ξεκόβει τους δεσμούς με το επαναστατικό της παρελθόν όταν εμφανίζεται μια νέα δύναμη στην ιστορική σκηνή – το προλεταριάτο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι προσπάθειες μεμονωμένων μελών της αστικής διανόησης, ιδίως πολιτιστικών και καλλιτεχνικών μορφών, να αποκτήσουν μια βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας, να ξεπεράσουν το πλαίσιο των αστικών σχέσεων και να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους εναντίον αυτών με κάποια μορφή τέχνης, τους οδηγούν αναπόφευκτα σε συγκρούσεις με την επίσημη αστική κοινωνία και στην απομάκρυνσή τους από τις αστικές θέσεις.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς προχωρώντας στην πρόβλεψη βασικών χαρακτηριστικών της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας, τόνισαν πως ο κομμουνισμός είναι πάνω απ’ όλα αληθινή ελευθερία για την ολόπλευρη και αρμονική ανάπτυξη του ατόμου. «Η σφαίρα της ελευθερίας», δήλωσε ο Μαρξ, «αρχίζει μόνο στην περίπτωση που η εργασία που καθορίζεται από αναγκαιότητα και κοσμικές (εγκόσμιες) σκέψεις παύει …». Η εργασία που ελευθερώνεται από την εκμετάλλευση γίνεται, υπό τον σοσιαλισμό, πηγή της πνευματικής (και αισθητικής) δημιουργικότητας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς επισημαίνουν ότι μόνο η αληθινή οικονομική, πολιτική και πνευματική ελευθερία μπορεί να αναπτύξει πλήρως τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου και ότι μόνο η προλεταριακή επανάσταση προσφέρει απεριόριστες ευκαιρίες αδιάκοπης προόδου στην ανάπτυξη της τέχνης. Η μεγάλη ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι η κομμουνιστική ανοικοδόμηση του κόσμου. Ήταν στο προλεταριάτο που ο Μαρξ και ο Ένγκελς είδαν την κοινωνική δύναμη που θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο και να παράσχει περαιτέρω πρόοδο, όχι μόνο στην οικονομία και την πολιτική, αλλά και στον πολιτισμό. Τη δύναμη που θα επιφέρει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πλήρη πραγματοποίηση των υψηλότερων ηθικών και αισθητικών αξιών της ανθρωπότητας.
Αιμίλιος Α.
περιοδικό “Πορεία”, τ. 50