Ενάντια στη γενική κατακραυγή που ξεσηκώθηκε, ενάντια στις μεγάλες πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια της 10ης και 16ης Ιούνη, η κυβέρνηση πέρασε στη Βουλή με τις ψήφους των βουλευτών της το νέο εκτρωματικό εργασιακό νόμο. Πρόσθεσε στην αντιλαϊκή φαρέτρα της ένα βαρύ αντεργατικό όπλο, προσφέροντας στον ΣΕΒ και στο ντόπιο και ξένο μεγάλο κεφάλαιο αυτό που ζητούσαν από καιρό: μια νομοθετική θωράκιση που να τους επιτρέπει και να τους νομιμοποιεί την άσκηση της πιο ασύδοτης εκμετάλλευσης και καταπίεσης των εργαζομένων. Με την επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου που εκτοπίζει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δίνει το ελεύθερο να επιβάλλουν μονομερώς οι εργοδότες τους όρους εργασίας με ατομικές συμβάσεις εργασίας. Με την εκτεταμένη διεύρυνση και ελαστικοποίηση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου εργατικού ωραρίου. Με τον πιο στενό κρατικό έλεγχο, τον περιορισμό και την καταδίωξη της εργατικής συνδικαλιστικής δράσης και του δικαιώματος της απεργίας, έτσι ώστε οι εργατικές αντιδράσεις στην εργοδοτική εκμετάλλευση και καταπίεση να καταστέλλονται πιο εύκολα.
Σαν εκφραστές αυτών των άγριων κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και επιδιώξεων, ο πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης αλλά και σύσσωμοι οι βουλευτές του κυβερνητικού κόμματος υπερασπίστηκαν στη Βουλή το αντεργατικό έκτρωμά τους, με έναν εξαιρετικά επιθετικό λόγο ενάντια στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τις απεργίες που θέλησε να υπαγορεύσει με αυταρχικό ύφος το δόγμα του νέου νόμου τους: ότι τα δικαιώματα των εργαζόμενων θα τα καθορίζουν οι εργοδότες τους.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης το περιέγραψε αυτό σε όλες τις διαστάσεις του με μια προκλητική ρητορεία. Επιχειρώντας να παρουσιάσει το μαύρο για άσπρο εκθείασε με θρασύτατη υποκρισία το αντεργατικό τερατούργημα ως «πραγματικά εκσυγχρονιστικό» με «τολμηρές τομές» που «θωρακίζουν τους εργαζόμενους», φέρνουν τους «συνδικαλιστές των σωματείων δίπλα τους και όχι μπροστά στα πλοία» και «θέτουν κανόνες στη συνδικαλιστική ζούγκλα»! Εξαπέλυσε ένα συκοφαντικό οχετό εναντίον των εργατικών απεργιών, που τις παρουσίασε ως «κατάχρηση» και «παρανομία σε βάρος των πολλών». Έχυσε χολή ενάντια εργατικό συνδικαλισμό χαρακτηρίζοντάς τον «σκοτεινό λαβύρινθο» και, σε μια χυδαία προσπάθεια να αντιστρέψει εργατικά συνθήματα, αποκάλεσε την συνδικαλιστική δράση «εργασιακό μεσαίωνα» και «ζούγκλα της αγοράς», εκφράζοντας και υπογραμμίζοντας, έτσι, όλο το κυβερνητικό και εργοδοτικό αντισυνδικαλιστικό-αντιαπεργιακό μένος.
Ταυτόχρονα, διακήρυξε πως θεωρεί το νομοσχέδιο «βαθιά αναπτυξιακό» γιατί «θα επιτρέπει στην εργασία να παρακολουθεί την οικονομία» και «γιατί αυξάνει την παραγωγικότητα». Με αυτή την διατύπωση ο Κυρ. Μητσοτάκης ωμά ομολόγησε πώς εννοεί την «ανάπτυξη» και ποιοι είναι οι στόχοι του νέου αντεργατικού νόμου: Πρώτο, «αύξηση της παραγωγικότητας» και των επιχειρηματικών κερδών με το μεγάλωμα της εργατικής εκμετάλλευσης (απλήρωτες υπερωρίες, διεύρυνση και ελαστικοποίηση του εργατικού ωραρίου, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων κλπ). Και δεύτερο, επιβολή στους εργαζόμενους ενός καθεστώτος να «ακολουθούν» και να κάνουν ό,τι τους επιτάσσουν οι εργοδότες και η κυβέρνηση. Το οποίο για να το ισχυροποιήσει ακόμα περισσότερο συνέχισε να προσθέτει στο νομοσχέδιο και άλλες αντεργατικές διατάξεις μέχρι την τελευταία στιγμή της ψήφισής του μέσα στη Βουλή.
Με τις προσθήκες αυτές διευρύνθηκαν ιδιαίτερα οι αντιαπεργιακές διατάξεις, στις οποίες συμπεριλήφθηκε διάταξη που καταλογίζει «αστική ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των υπαίτιων μελών του διοικητικού της συμβουλίου», όταν προσπαθούν να περιφρουρήσουν μια απεργία, καθώς και διάταξη που ορίζει ότι εάν κριθεί παράνομη απεργία ή στάση εργασίας που έχει κηρυχθεί από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, δεν επιτρέπεται (μια πρακτική που ακολουθούνταν σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι σήμερα) η κήρυξη απεργίας από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση για το ίδιο θέμα.
Όπως χαρακτηριστικά συμπλήρωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης η κυβέρνηση επιδιώκει με το νέο νόμο της να προωθήσει «την κουλτούρα υγιούς συμπόρευσης όλων των δυνάμεων της εργασίας» (μέσα στις οποίες ενέταξε ως «δεύτερο πόλο» και τους εργοδότες!) και να προωθήσει «την αίσθηση κοινού σκοπού» εργαζομένων και εργοδοτών. Με αλλά λόγια να ενισχύσει στους εργασιακούς χώρους και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα την πολιτική της ταξικής συνεργασίας και, στην πραγματικότητα, της ταξικής υποταγής των εργαζομένων στο κεφάλαιο.
***
Η κυβέρνηση δεν αρκέσθηκε κατά τις μέρες της συζήτησης και της ψήφισης του νομοσχεδίου μόνο στις αντισυνδικαλιστικές και αντιαπεργιακές ομιλίες της μέσα στη Βουλή αλλά και οργάνωσε μια αντιαπεργιακή-τρομοκρατική εκστρατεία ενάντια στον απεργιακό αγώνα που ξεκίνησαν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα έξω από τη Βουλή.
Με μια χολερική ανακοίνωσή της η ΝΔ καταφέρθηκε κατά της απεργίας της 16ης Ιούνη μιλώντας για τα «βασανιστήρια στα οποία θα υποβληθούν και πάλι τα εκατομμύρια των κατοίκων της Αθήνας για να πάνε στις δουλειές τους», χαρακτηρίζοντας την πανεργατική απεργία «παράνομη».
Ενάντια στον απεργιακό αγώνα στρατεύτηκαν και τα φιλοκυβερνητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης με μια δυσφημιστική προπαγάνδα που αποσκοπούσε να καλλιεργήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό των «αγανακτισμένων για τις απεργίες», η οποία, όμως, δεν μπόρεσε να κάνει την βρόμικη δουλειά της, γιατί φάνηκε πως ο αγώνας των εργαζόμενων κατά του αντεργατικού νομοσχεδίου κέρδισε μια πλατύτερη υποστήριξη. Αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε στο ότι η αντίθεση στο αντεργατικό νομοσχέδιο εκφράστηκε όχι μόνο από τις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά και από φορείς άλλων επαγγελματικών στρωμάτων όπως η ΓΣΕΒΕΕ, το Οικονομικό Επιμελητήριο, οι σύλλογοι δικηγόρων Αθήνας-Πειραιά κλπ.
Η κυβέρνηση περιήλθε σε μια ευρύτερη κοινωνική απομόνωση και, επιδιώκοντας να ανακόψει την εργατική και κοινωνική εξωκοινοβουλευτική αντίδραση στο αντεργατικό νομοσχέδιό της, κατέφυγε ξανά στον αυταρχισμό παραπέμποντας μαζί με εργοδότες στα δικαστήρια απεργίες που κηρύχθηκαν. Σε συντεταγμένη υπηρεσία δίπλα στην κυβέρνηση και στους εργοδότες οι δικαστικές αρχές έβγαλαν παράνομες τρεις(!) διαδοχικές απεργίες των ναυτεργατών(3, 10 και 16 Ιούνη), με αποκορύφωμα -ύστερα από προσφυγή του Υπουργείου Παιδείας- να βγει η πρωτοφανής δικαστική απόφαση απαγόρευσης πανεργατικής απεργίας σε δύο κλάδους (εκπαιδευτικοί, μέσα μεταφοράς).
Μέσα στη Βουλή το αντεργατικό νομοσχέδιο, ενάντια στο οποίο κατέθεσε ενστάσεις ακόμα και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής(!), δεν κατάφερε παρά να συγκεντρώσει μόνο τις ψήφους των δικών της βουλευτών, καθώς όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης το καταψήφισαν. Οι αντιπολιτευτικοί λόγοι καταψήφισής του που ακούστηκαν στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης περιείχαν σε μεγάλο βαθμό δημαγωγία και παραπλανητικά και κούφια επιχειρήματα, που επέκριναν το νομοσχέδιο γιατί δήθεν «δεν ήταν αποτέλεσμα διάλογου», γιατί βρίσκεται δήθεν σε απόκλιση από τα ευρωπαϊκά «κεκτημένα» και σε αντίθεση με τα όσα κάνει ο Μπάιντεν στις ΗΠΑ που τάχα «έχει επιτεθεί στην παράδοση του Ρήγκαν και της Θάτσερ»!
Η πραγματική θέση των κομμάτων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης δεν κρίνεται, βέβαια, από τους κοινοβουλευτικούς λόγους τους με τους οποίους μπορούν να δημαγωγούν όταν εκδηλώνεται πλατιά αντικυβερνητική δυσαρέσκεια και επιδιώκουν να ψηφοθηρήσουν σε αυτή. Κρίνεται στο πώς στάθηκαν στο κύριο πεδίο μάχης για την απόκρουση του αντεργατικού νομοσχεδίου, στο πεδίο του μαζικού εξωκοινοβουλετικού αγώνα, των εργατικών κινητοποιήσεων. Σε αυτή τη μάχη είτε ήταν παντελώς απόντα είτε έβαλαν εμπόδια και τρικλοποδιές στο να αναπτυχθεί ο απεργιακός αγώνας, διευκολύνοντας το καθένα με τον τρόπο του την κυβέρνηση στο να περάσει τον αντεργατικό νόμο.
***
Οι εργαζόμενοι με τις απεργίες και τις κινητοποιήσεις που πραγματοποίησαν έδωσαν μια σημαντική μάχη για την απόκρουση του νομοσχεδίου, συναντώντας, ωστόσο, σ’ αυτήν την προσπάθεια σοβαρά εμπόδια από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες τους και τις κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις. Η καθυστερημένη ενημέρωσή τους και το κράτημα των συνδικάτων σε μια παθητική στάση, ενώ ήταν γνωστό εδώ και ένα χρόνο ότι η κυβέρνηση προωθούσε το νομοσχέδιο. Το μπλοκάρισμα κινητοποιήσεων ενάντιά του, ακόμα από τον περασμένο Νοέμβρη-Δεκέμβρη, όταν συζητούνταν ότι τότε η κυβέρνηση θα κατέθετε το νομοσχέδιο. Η καθυστέρηση έναρξης απεργιακών αγώνων και τώρα, μετά την Πρωτομαγιά που είχε ανακοινωθεί η δρομολόγηση του νομοσχεδίου για τη Βουλή. Η ακύρωση της πρώτης απεργιακής κινητοποίησης της 3ης Ιούνη από τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ, της ΑΔΕΔΥ, του ΕΚΑ και άλλων ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων με την ευθύνη των παρατάξεων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με τη συμφωνία της παράταξης του ΚΚΕ. Η προσαρμογή, τελικά, όλου του αγώνα με την ευθύνη αυτών των δυνάμεων στη γνωστή συγκαλυμμένη υπονομευτική τακτική τής κήρυξης απεργιακών κινητοποιήσεων τις παραμονές της ψήφισης του νομοσχεδίου. Όλα αυτά, τελικά, σφράγισαν και το αποτέλεσμα της πάλης που έγινε και δεν κατάφερε να ματαιώσει την ψήφιση του αντεργατικού νόμου.
Ωστόσο, έγινε φανερό ότι όταν η εργατική τάξη κλήθηκε να δώσει μαζικό αγώνα, παρόλα τα εμπόδια που μπήκαν στην προετοιμασία του και στο ξεκίνημά του, ανταποκρίθηκε θρυμματίζοντας τα παραμύθια τού ότι «κόσμος δεν κινητοποιείται...δεν απεργεί.... δεν τραβάει» εκείνων που κρύβονταν πίσω απ’ αυτά, επειδή δεν ήθελαν να δώσουν έναν τέτοιο αγώνα. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά στη μαζικότητα που είχε η απεργία της 10ης Ιούνη, παρόλο που προηγήθηκε το πλήγμα της ματαίωσης της απεργίας της 3ης Ιούνη, η οποία αν είχε πραγματοποιηθεί σαν πανεργατική απεργία θα έδινε ακόμα μεγαλύτερη δυναμική και μαζικότητα στην απεργία της 10ης Ιούνη. Και θα φαινόταν ακόμα περισσότερο, αν άμεσα από τις 10 Ιούνη ανακοινωνόταν κλιμάκωση του αγώνα με νέα πανεργατική απεργία. Αντί γι’ αυτό οι δυνάμεις του συμβιβασμού στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα υπονόμευσαν αυτήν την προοπτική προκρίνοντας ...αποκλιμάκωση του αγώνα με μια τετράωρη στάση εργασίας τη μέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου η οποία ανατράπηκε, την τελευταία στιγμή, κάτω από την πίεση των εργαζόμενων στα συνδικάτα.
Ωστόσο, και στην 24ωρη αυτή πανεργατική απεργία της 16ης Ιούνη, που δέχτηκε την απεργοσπαστική επίθεση της κυβέρνησης, που πραγματοποιήθηκε με καλέσματα της ΑΔΕΔΥ, Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών άλλα όχι της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και πάρα τις τρικλοποδιές των ξεχωριστών συγκεντρώσεων στα συλλαλητήρια, υπήρξε πάλι μαζική κινητοποίηση των εργαζόμενων. Και πρέπει να σημειωθεί ξεχωριστά ότι εργαζόμενοι, όπως λιμενεργάτες στα λιμάνια, πραγματοποίησαν την απεργία παρά τη δικαστική απόφαση που έβγαλε παράνομη την απεργία τους.
Τα ίδια τα γεγονότα δείχνουν ότι υπήρχαν οι δυνατότητες να δώσουν οι εργαζόμενοι έναν πιο αποτελεσματικό αγώνα, αλλά αυτές χτυπήθηκαν από την πολιτική των δυνάμεων του συμβιβασμού και της ηττοπάθειας.
***
Παρ’ όλα αυτά η μάχη που δόθηκε ενάντια στο αντεργατικό τερατούργημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη αφήνει μια αγωνιστική παρακαταθήκη αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα για την αυριανή μέρα πάλης του εργατικού κινήματος. Μια αυριανή μέρα που θα έχει συνέχιση της αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης με νέα νομοσχέδια (ήδη ξεκίνησε η προώθηση του νομοσχεδίου για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης με κυβερνητική επιδίωξη να ψηφισθεί μέσα στο καλοκαίρι) και εφαρμογή του αντεργατικού εκτρώματος που έγινε νόμος.
Οι εργοδότες που πήραν αυτό το δώρο από την κυβέρνηση θα σπεύσουν να το αξιοποιήσουν. Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα, από την πλευρά τους, πρέπει να επιμείνουν στη συνέχιση της πάλης για την ανατροπή του και να επιδιώξουν την αχρήστευσή του στην πράξη. Θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια πιο εκτεταμένη καταστρατήγηση των συλλογικών συμβάσεών τους και ισχυρές πιέσεις για ατομικές συμβάσεις, για ελαστικοποιημένα ωράρια και απλήρωτες υπερωρίες, για εξαναγκαστική εργασία τις Κυριακές. Θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια ισχυρότερη κρατική παρέμβαση στις συνδικαλιστικές λειτουργίες, αυξημένα εμπόδια στην άσκηση του ρόλου των συνδικάτων (υπογραφή ΣΣΕ κλπ), στη λήψη αποφάσεων και στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.
Αυτά μπορούν να αντιμετωπισθούν:
- με τη συσπείρωση των εργαζόμενων στα σωματεία και την ενίσχυση της ζωντανής συλλογικής δημοκρατικής λειτουργίας,
-με το δυνάμωμα της προσπάθειας για αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στα συνδικάτα και την ταξική αγωνιστική ανασυγκρότησή τους, έτσι ώστε να περιορισθεί και να αποδυναμωθεί η επιρροή των δυνάμεων και της πολιτικής που υπέσκαψε και το μαζικό αγώνα ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο,
-με την ενίσχυση του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα, με τη μαζική κινητοποίηση και την εργατική αγωνιστική αλληλεγγύη, με την ενιαία και συντονισμένη πάλη στην κατεύθυνση να δημιουργηθεί ένα δυνατό πανεργατικό-παλλαϊκό μέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, που θα δρα χωρίς κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Προς αυτήν την κατεύθυνση οι δυνάμεις του Μ-Λ ΚΚΕ και της ΕΡΓΑΣ θα συνεχίσουν να παλεύουν και οφείλουν να κινηθούν όλες οι αγωνιστικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος.