Ο παρατεταμένος πόλεμος: ένας ολέθριος αμερικανικός σχεδιασμός

Κατηγορία: 

Σε λίγο συμπληρώνονται δύο μήνες από την έναρξη της στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ρωσία, από τη μια πλευρά, μετά την εκτεταμένη πολεμική επιχείρησή της που απλωνόταν από το Κίεβο και το Χάρκοβο ως τις περιοχές της Μαριούπολης, του Λουγκάνσκ, περιοχές του Ντονέσκ, προχωρεί σε μια αναδιάταξή της εστιάζοντάς την στο ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας. Από την άλλη πλευρά, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ κλιμακώνουν τις πιέσεις τους στη Ρωσία.

Οι πολιτικές πιέσεις τους συμπεριέλαβαν, τις προηγούμενες μέρες, κινήσεις όπως η αποπομπή της Ρωσίας από το Συμβούλιο των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και το ξεκίνημα μιας διαδικασίας «ερευνών» από μηχανισμούς των ΗΠΑ και κρατών της ΕΕ για την παραπομπή της Ρωσίας στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για «εγκλήματα πολέμου» (στο οποίο -ας σημειωθεί- ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ρωσία είναι συμβαλλόμενα μέρη) στα πλαίσια μιας ενορχηστρωμένης εκστρατείας των δυτικών να απομονώσουν πολιτικά τη Ρωσία στους διεθνείς οργανισμούς αλλά και να ασκήσουν πίεση σε όσα κράτη -πρώτα απ’ όλα στην Κίνα- δεν συντάσσονται με τις επιδιώξεις τους στον πόλεμο στην Ουκρανία. Την εκστρατεία αυτή έσπευσε να «ανάψει» ακόμα περισσότερο ο Μπάιντεν, εκτοξεύοντας και τη νέα κατηγορία πως η Ρωσία διαπράττει «γενοκτονία» στην Ουκρανία.

Ταυτόχρονα, ο οικονομικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει η Δύση στη Ρωσία επεκτείνεται με νέα πακέτα κυρώσεων. Τα δυτικά κέντρα εντείνουν τη χρηματοπιστωτική κι εμπορική πολιορκία της Ρωσίας, σε μια συντονισμένη επιχείρηση να καταφέρουν βαριά πλήγματα στη ρώσικη οικονομία, να χτυπήσουν τις παραγωγικές και τεχνολογικές δυνατότητες που εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση άλλα και τις εισαγωγές ειδών υψηλής τεχνολογίας και, ταυτόχρονα, να εξασθενίσουν τη χρηματοδοτική στήριξη που χρειάζεται η στρατιωτική μηχανή της.
Κρίσιμο ζήτημα σε αυτό τον οικονομικό πόλεμο αποτελεί η ενεργειακή αντιπαράθεση. Οι ενεργειακές εξαγωγές της Ρωσίας αποτελούν την κορυφαία δραστηριότητα που αιμοδοτεί σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της και γι’ αυτό θέλουν να την πλήξουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ με την αναδρομολόγηση της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών τους, σε μια κατεύθυνση απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, πετρέλαιο και άνθρακα. Ωστόσο, ο μεγάλος βαθμός εξάρτησης των ευρωπαϊκών κρατών από τη ρώσικη ενέργεια, το διαφορετικό ποσό εξάρτησης των κρατών από την ρωσική ενέργεια αναδεικνύεται σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η Ουγγαρία δήλωσε ότι δεν στηρίζει το πετρελαϊκό εμπάργκο στη Ρωσία, ενώ και στη Γερμανία εκδηλώνεται εσωτερική διάσταση θέσεων, με τη γερμανική κυβέρνηση να μην συναινεί σε άμεση επιβολή εμπάργκο πετρελαίου. Και για τον άνθρακα, επίσης, η ΕΕ αποφάσισε -λόγω εσωτερικών διαφωνιών- σταδιακή και όχι άμεση απαγόρευση των εισαγωγών του από τη Ρωσία. Η υπόθεση απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο αναδεικνύεται ακόμα δυσχερέστερη, καθώς το μεγάλο ποσό φυσικού αερίου που έδινε η Ρωσία στην Ευρώπη δεν μπορεί να καλυφθεί από εναλλακτικές πηγές. Η μεγάλη πηγή, ο ΟΠΕΚ, επειδή συνεργάζεται με τη Ρωσία, δεν προθυμοποιείται για μεγάλη αύξηση της παραγωγής του για να ικανοποιήσει τα αμερικάνικα και ευρωπαϊκά αιτήματα.

Το ενεργειακό, αν και θα ήταν για τους δυτικούς το μεγαλύτερο όπλο στη φαρέτρα των κυρώσεών τους, αποδεικνύεται περίπλοκο πρόβλημα. Η διατύπωση του υπουργού Εξωτερικών του Λουξεμβούργου ότι «βρισκόμαστε ενώπιον ενός διλήμματος, να αποφασίσουμε τι είναι πιο σημαντικό: Κυρώσεις ή όπλα» υποκρύπτει -ουσιαστικά- το θέμα ότι το εύρος των αντιρωσικών οικονομικών πιέσεων υπόκειται στο σοβαρό περιορισμό της δύσκολης εξεύρεσης γρήγορης και επαρκούς εναλλακτικής ενεργειακής τροφοδοσίας. Τον περιορισμό αυτό επιδιώκει το δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο να τον αναπληρώσει με την ισχυρή αύξηση των στρατιωτικών πιέσεών τους στη Ρωσία, που αντικατοπτρίζεται στη μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών τους αλλά και στη μεγάλη ποσότητα εξοπλισμών δισεκατομμυρίων δολαρίων που ανακοινώνουν ότι δίνουν στο Ζελένσκι. Αυτό εξέφρασε και η δήλωση του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ Ζ. Μπορέλ, ότι «ο πόλεμος θα κερδηθεί στο πεδίο της μάχης». Αυτό εκφράζουν και η ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στα «ανατολικά σύνορά» του και οι δηλώσεις του γγ του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ ότι το ΝΑΤΟ «βρίσκεται εν μέσω μιας θεμελιακής αναμόρφωσης», ότι η αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών «είναι η νέα ομαλότητα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια» και οι κινήσεις για να ενταχθούν η Φινλανδία και η Σουηδία στο ΝΑΤΟ.

Έχει γίνει γνωστό, άλλωστε, ότι κέντρα των ΗΠΑ σκέπτονται τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία με το «μοντέλο» στρατιωτικής υποστήριξης που προκάλεσε φθορά στην σοσιαλιμπεριαλιστική ΕΣΣΔ που εκστράτευσε στο Αφγανιστάν. Αυτή την εκδοχή άφησε και η ομιλία του Τζο Μπάιντεν στη Βαρσοβία ότι «Αυτή η μάχη (στην Ουκρανία) δεν θα κερδηθεί ούτε σε μέρες ούτε σε μήνες. Πρέπει να δυναμώσουμε τον εαυτό μας για το μακρύ αγώνα που έχουμε μπροστά μας». Το ίδιο επανέλαβε σαν αντίλαλος στη συνέχεια ο γ.γ. του ΝΑΤΟ λέγοντας ότι «προετοιμαζόμαστε για μια μακρά αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Αυτός ο πόλεμος μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες ή μήνες, ίσως και χρόνια».

Οι ΗΠΑ εμφανίζονται να θέλουν μια μακροχρόνια αντιπαράθεση, ελπίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποδυναμώσουν τη Ρωσία σε στρατιωτικό επίπεδο και σε οικονομικό επίπεδο. Ταυτόχρονα επιδιώκουν να τη χρησιμοποιήσουν για να ενισχύσουν ένα παγκόσμιο -υπό την ηγεμονία τους- μέτωπο αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και την Κίνα, με εργαλεία τους το ΝΑΤΟ αλλά και τις άλλες στρατιωτικές συμφωνίες στο μέτωπο που χτίζουν στον ινδοειρηνικό. Αυτό φάνηκε και από την εαρινή Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, όπου ο Στόλτενμπεργκ, επικρίνοντας την άρνηση του Πεκίνου να καταδικάσει την ρωσική εισβολή, τόνισε ότι «αυτή είναι σοβαρή πρόκληση για όλους μας και είναι πιο σημαντικό τώρα να μείνουμε ενωμένοι», ενώ η παρουσία στη Σύνοδο των υπουργών του τόξου Ασίας-Ειρηνικού, (Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας, Νέας Ζηλανδίας και Αυστραλίας) ιχνογράφησε μια ευρύτερη στρατιωτική συσπείρωση ενάντια στο «αυταρχικό δίπολο Ρωσίας-Κίνας» και ταυτόχρονα την επικίνδυνη διάσταση που παίρνει ο παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός που απεικονίστηκε και στην απάντηση του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, ότι η παραπέρα επέκταση του ΝΑΤΟ θα οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση…

Διαβάστε επίσης