Οι κομμουνιστές, ασκούν κριτική, και όπου επιβάλλεται κριτική οξύτατη και ως τη ρίζα, στα λάθη που διαπράχθηκαν σε κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του κινήματος και που είχαν σαν συνέπεια αποτυχίες και ήττες του επαναστατικού αγώνα. Αλλά η κριτική των κομμουνιστών δεν έχει καμία σχέση με την κριτική που ασκούν οι αντιδραστικοί, οι αστοί και οι οππορτουνιστές κάθε είδους. Οι κομμουνιστές οφείλουν να επισημαίνουν τα λάθη τους και να διδάσκονται από αυτά. Kαι η κριτική τους οφείλει να θεμελιώνεται στα πραγματικά γεγονότα, να στηρίζεται στη μελέτη των πραγματικών δεδομένων και να επαληθεύεται από την επαναστατική πείρα.
Από την άποψη αυτή, οι κομμουνιστές μαρξιστές-λενινιστές, κρίνουν επίσης και το Δεκέμβρη 1944. Παρά τον ηρωισμό, την αυταπάρνηση και τις αμέτρητες θυσίες των κομμουνιστών και του λαού για τη λευτεριά, την ανεξαρτησία, τη λαοκρατία, ο αγώνας του Δεκέμβρη οδηγήθηκε στην ήττα. Λίγο αργότερα ακολούθησε η Βάρκιζα. Αυτή η αρνητική για το κίνημα εξέλιξη δεν ήταν αναπόφευκτη. Συνδέεται και απορρέει από λαθεμένες αντιλήψεις, επιλογές και κατευθύνσεις της ηγεσίας του κόμματος, που διαμορφώθηκαν από την περίοδο ακόμα του αντιχιτλερικού αγώνα.
Το KKE και το EAM διέθεταν την τεράστια πλειοψηφία του λαού και ένα στρατό σαν τον EΛAΣ και είχαν όλη τη δυνατότητα να καταλάβουν και να κρατήσουν την εξουσία με το διώξιμο των Γερμανών. Δεν είχαν προσανατολιστεί όμως σε τέτοια κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα το KKE δεν έβαζε ζήτημα κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή ζήτημα πραγματοποίησης μιας λαϊκής επανάστασης στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά επιζητούσε να δημιουργηθούν, μεταπελευθερωτικά, συνθήκες που να του επιτρέπουν ώστε «ειρηνικά», με βάση μια «δημοκρατική διαδικασία», να διεκδικήσει την εξουσία από τα αστικά κόμματα.
Η καθοδήγηση του KKE πίστευε πως «δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με τους Άγγλους» και με βάση αυτή την κεντρική αντίληψη, διαμόρφωσε όλη την πολιτική της. Όχι σύγκρουση με τους Άγγλους, αλλά συμβιβασμός μαζί τους. Όχι πάλη για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, αλλά προσπάθειες για τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων πολιτικού αγώνα, στα πλαίσια μιας ειρηνικής μεταπολεμικής εξέλιξης στην Ελλάδα. Φυσικά ο συμβιβασμός μπροστά στην πίεση των Άγγλων, κάθε άλλο παρά βοηθούσε στη δημιουργία τέτοιων προϋποθέσεων. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση έγιναν το Mάη του ’44 η συμφωνία του Λιβάνου και το Σεπτέμβρη η συμφωνία της Καζέρτας.
Έτσι, ουσιαστικά, υποτασσόταν το κίνημα στους σκοπούς της αντίδρασης.
Αλλά και όταν εκδηλώθηκε η ένοπλη αγγλική επέμβαση το Δεκέμβρη του ’44, η καθοδήγηση του κόμματος, μη πιστεύοντας στη δυνατότητα της νίκης, άφησε έξω από τη σύγκρουση τις κύριες δυνάμεις του EΛAΣ, προσπαθώντας να πετύχει ένα συμβιβασμό με τους Άγγλους. Έτσι, ενώ υπήρχαν όλες οι δυνατότητες, παρά τα λάθη που είχαν προηγηθεί, με μια αποφασιστική κινητοποίηση όλων των δυνάμεών του να πετύχει το κίνημα μια νίκη πάνω στους Άγγλους, οδηγηθήκαμε αντίθετα στη Βάρκιζα.
Στην πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αντιχιτλερικού αγώνα και της αντίστασης του Δεκέμβρη (1941 – 1945)
(απόσπασμα από τις «Θέσεις της ΚΕ της ΟΜΛΕ για τα 56 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ», που δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα Λαϊκός Δρόμος, στις 16 Νοέμβρη 1974)
‘Ύστερα από την υποδούλωση της Ελλάδας από τους γερμανο-ιταλούς φασίστες, το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στην οργάνωση της αντιστασιακής πάλης του ελληνικού λαού και δημιούργησε το ΕΑΜ και το ένοπλο τμήμα του τον ΕΛΑΣ. Οι κομμουνιστές, με τους αγώνες και τις θυσίες τους, στάθηκαν η ψυχή της απαράμιλλης εθνικο-λαϊκής αντιχιτλερικής αντιστασιακής εποποιίας και συγκέντρωσαν γύρω τους την τεράστια πλειοψηφία της εργατικής τάξης, της αγροτιάς κι όλων των εργαζομένων. Το ΚΚΕ μετατράπηκε στη μεγαλύτερη και ισχυρότερη πολιτική δύναμη της χώρας, σε παράγοντα ικανό να επηρεάσει αποφασιστικά – καθοριστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής εξέλιξης στην Ελλάδα. Όλα αυτά δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις, ώστε ύστερα από το διώξιμο των καταχτητών στην εξουσία να ανέβουν οι λαϊκές δυνάμεις και η πατρίδα μας να βαδίσει στο δρόμο μιας πραγματικά ανεξάρτητης και δημοκρατικής ανάπτυξης. Αντί γι’ αυτό, όμως, ξανάρθαν οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές και στην εξουσία επιβλήθηκαν οι μαύρες δυνάμεις της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Αυτή η εξέλιξη έχει άμεση σχέση με τη γενική πολιτική γραμμή καί την ταχτική που εφάρμοσε στη διάρκεια του αντιχιτλερικού αγώνα η καθοδήγηση του ΚΚΕ με επικεφαλής τους Γ. Σιάντο και Γ. Ιωαννίδη.
Η γραμμή του ΚΚΕ, όπως καθορίστηκε απο τις 6η, 7η, 8η ολομέλειες της Κ.Ε. και ιδιαίτερα από τη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, ήταν η πάλη για την επιβίωση, την εθνική απελευθέρωση και τη λαοκρατική λύση του εσωτερικού προβλήματος. «Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης, από όλα τα κόμματα και οργανώσεις που αγωνίστηκαν σύμφωνα με τους σκοπούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, αμέσως μετά το διώξιμο του ξένου κατακτητή, η οποία θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο λύσης του εσωτερικού ζητήματος», τόνισε η 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1942) στην πολιτική απόφαση που υιοθέτησε, και παρακάτω ξεκαθάρισε: «Η πραγματοποίηση του άμεσου πολιτικού σκοπού του κόμματός μας -Εθνική απελευθέρωση καί Λαοκρατική λύση του εσωτερικού προβλήματος-αποτελεί στη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση. Μόνο αυτή ανοίγει πλατιά το δρόμο για την πραγματοποίηση των παραπέρα στρατηγικών σκοπών του Κόμματός μας -την εγκαθίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας με το περιεχόμενο που δίνει σ’ αυτή η 6η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Γενάρη 1934». Την ίδια ακριβώς γραμμή υιοθέτησε και η 10η ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ που συνήλθε το Γενάρη του 1944, σε μια περίοδο δηλαδή που είχε πια με σαφήνεια διαμορφωθεί ο νέος συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα και είχαν αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά οι σκοποι των Άγγλων και των αστικών πολιτικών κομμάτων για την μεταπελευθερωτική περίοδο.
Η ουσία της γραμμής αυτής ήταν πως το ΚΚΕ δεν έβαζε ζήτημα κατάληψης πολιτικής εξουσίας, δηλαδή ζήτημα πραγματοποίησης μιας λαϊκής επανάστασης στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά επιζητούσε να δημιουργήσει μεταπελευθερωτικά συνθήκες που να του επέτρεπαν ώστε «ειρηνικά», με βάση μια «δημοκρατική εκλογική διαδικασία», να διεκδικήσει την εξουσία (;) από τα αστικά κόμματα. Δηλαδή ο λαός θα έχυνε το αίμα του όχι για να λευτερωθεί ο ίδιος, αλλά για να δώσει την ευκαιρία στους εκμεταλλευτές και καταπιεστές του, απόντες ή και προδότες του εθνικού αγώνα, να του ξαναπεράσουν στο λαιμό τη θηλιά «ειρηνικά» και «δημοκρατικά». Ο καθορισμός μιας τέτοιας γραμμής ήταν καρπός της αντίληψης που είχε διαμορφώσει η καθοδήγηση του ΚΚΕ σχετικά με το ρόλο των Άγγλων στην Ελλάδα.
Η καθοδήγηση του ΚΚΕ θεωρούσε πως οι Άγγλοι, έχοντας «μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα στην Ελλάδα», σε καμιά περίπτωση δε θα επέτρεπαν ώστε το ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία. Δεν πίστευε εξ άλλου, η καθοδήγηση του ΚΚΕ, πως μπορούσαμε να πάμε κόντρα στους Άγγλους και να καταλάβουμε την εξουσία. Αυτή θεωρούσε πως «δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με τους Άγγλους» και με βάση αυτή την κεντρική αντίληψη διαμόρφωσε όλη την πολιτική της: Όχι σύγκρουση με τους Άγγλους, αλλά συμβιβασμός μαζί τους. Όχι πάλη για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, αλλά προσπάθειες για τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων πολιτικού αγώνα, στα πλαίσια μιας ειρηνικής μεταπολεμικής εξέλιξης στην Ελλάδα. Φυσικά, ο συμβιβασμός μπροστά στην πίεση των Άγγλων κάθε άλλο παρά βοηθούσε στη δημιουργία τέτοιων προϋποθέσεων.
Πάνω ακριβώς στη βάση αυτή γεννήθηκε η επιδίωξη της καθοδήγησης του ΚΚΕ για τη με κάθε θυσία επίτευξη «εθνικής ενότητας» με τα αστικά κόμματα, ώστε «να εξασφαλιστεί η ομαλή εξέλιξη» ύστερα από την απελευθέρωση της χώρας. Και έτσι έφτασε στο αίσχος, στην προδοσία του Λιβάνου. Με τη συμφωνία του Λιβάνου, που υπογράφτηκε με τον Γ. Παπανδρέου το Μάη του 1944, η καθοδήγηση του ΚΚΕ ξεπούλησε κυριολεχτικά το λαϊκό κίνημα στην αντίδραση και το υπόταξε στους σκοπούς της. Το λάθος δεν ήταν στο ότι, με βάση τη συμφωνία του Λιβάνου, το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ πήραν τελικά στην «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» του Γ. Παπανδρέου λιγότερα υπουργεία από όσα θα έπρεπε να πάρουν σύμφωνα με το συσχετισμό των δυνάμεων που υπήρχε τότε. Το λάθος ήταν το ότι πήγαμε στο Λίβανο. Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διέθεταν την τεράστια πλειοψηφία του λαού κι ένα στρατό σαν τον ΕΛΑΣ, και είχαν όλη τη δυνατότητα να καταλάβουν και να κρατήσουν την εξουσία με το διώξιμο των γερμανών εισβολέων. Δεν προσανατολίστηκαν όμως σ’ αυτό αλλά στην «εθνική ενότητα», για να φέρουν τον Παπανδρέου και να του παραδώσουν την εξουσία. Κι εδώ βρίσκεται η προδοσία.
Η εμμονή στη γραμμή της «εθνικής ενότητας» με τα αστικά κόμματα οδήγησε σε ουσιαστική συνθηκολόγηση μπροστά στην επίθεση που ξαπόλυσε ή εσωτερική αντίδραση ενάντια στο ΕΑΜικό κίνημα, ιδιαίτερα από τα τέλη του 1943 και μετά. Όταν οι Άγγλοι, ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ και οι κυβερνήσεις του Καϊρου οργάνωσαν και όπλισαν διάφορες ψευτοαντιστασιακές – αντικομμουνιστικές οργανώσεις και σώματα (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.) και σε συνεργασία με τους γερμανούς και τα περιβόητα τάγματα ασφαλείας τα έριξαν ενάντια στον ΕΛΑΣ και τις απελευθερωτικές οργανώσεις, η καθοδήγηση του ΚΚΕ υιοθέτησε ουσιαστικά μια παθητική στάση. Ενώ μπορούσε να καταφέρει συντριπτικό πλήγμα σ’ όλο αυτό τον αντιλαϊκό και αντεθνικό εσμό, το απόφυγε, ιδιαίτερα μέσα στο 1944, για να μη χαλάσει ή «εθνική ενότητα». Το αποτέλεσμα ήταν να ισχυροποιούνται οι δυνάμεις που προετοίμαζαν οι Άγγλοι για το μεταπελευθερωτικό «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών».
Η καθοδήγηση του ΚΚΕ, διαστρεβλώνοντας την έννοια του εθνικού αγώνα, που είναι αντιιμπεριαλιστικός – ταξικός αγώνας, διακήρυξε στη 10η ολομέλεια πως δεν κάνουμε ταξικό αγώνα αλλά εθνικό. Αφαίρεσε δηλ. από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα την ταξική του ουσία και σύμφωνα με την αντίληψη αυτή ήθελε και ο ΕΛΑΣ «να αποτελέσει εθνικό στρατό, αντάξιο των προσδοκιών του έθνους». «Εθνικός», με την έννοια πως η αποστολή του τελείωνε με την απελευθέρωση του Έθνους από τους Γερμανούς. Γι’ αυτό η 10η ολομέλεια κατάγγειλε σαν «αριστερή παρέκκλιση» την «εκτίμηση του ΕΛΑΣ σα μελλοντικού στρατού» και οι αντιπρόσωποι της Κ.Ε. του ΚΚΕ δέχτηκαν στο Λίβανο την απαίτηση του Παπανδρέου όπως ύστερα από την απελευθέρωση διαλυθεί ο ΕΛΑΣ και δημιουργηθεί «Εθνικός Στρατός» που να «υπακούει εις τας διαταγάς της κυβερνήσεως» (του Παπανδρέου) . Ο ΕΛΑΣ δε διαμορφωνόταν και δε διαπαιδαγωγούνταν σαν ένας πραγματικά λαϊκός επαναστατικός στρατός, προορισμένος να περιφρουρήσει τους καρπούς της αντιχιτλερικής αντίστασης και να εγκαθιδρύσει την εξουσία των λαϊκών δυνάμεων. Και δεν προετοιμαζόταν για το ενδεχόμενο μιας αγγλικής ένοπλης επέμβασης. Έγινε ακριβώς το αντίθετο. Από τον Ιούλη του 1943 ο ΕΛΑΣ χάνει την αυτοτέλειά του και υπάγεται στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, ενώ με τη συμφωνία της Γκαζέρτας (Σεπτέμβρης 1944) νομιμοποιείται ο ερχομός των αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα ύστερα από την απελευθέρωσή της και ο ΕΛΑΣ μπαίνει κάτω από τη διοίκηση του άγγλου στρατηγού Σκόμπυ. Κι όταν τον Οχτώβρη του 1944 ήρθαν οι Άγγλοι, το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ με απόφασή του (17.10.1944) διακήρυξε πως «ο λαός μας, κάτω από τις σημαίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, με ενθουσιασμό χαιρέτησε και φιλοξενεί τμήματα των ενόπλων δυνάμεων των συμμάχων… τα γενναία τέκνα της φιλελεύθερης και συμμάχου Μεγ. Βρεταννίας…». Έτσι, η καθοδήγηση του ΚΚΕ όχι μόνο δεν προετοίμαζε, αλλά υπονόμευε τις πολιτικές – οργανωτικές και στρατιωτικές προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής λαϊκής αντίστασης, μπροστά στην επερχόμενη νέα ιμπεριαλιστική ξενική ένοπλη αγγλική επέμβαση. Είναι χαρακτηριστικό πως η 10η ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ καταδίκασε σαν «αποτέλεσμα της προβοκάτσιας των εχθρών» τις «διαθέσεις για αντιαγγλική πολεμική». Η τέτοια γραμμή καί πρα- χτική οδήγησαν αναπόφευκτα στην ήττα του Δεκέμβρη και στη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας.
Όταν εκδηλώθηκε η ένοπλη αγγλική επέμβαση το Δεκέμβρη 1944, οι κομμουνιστές κι ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά πρόβαλαν ηρωική αντίσταση, που θα μείνει για πάντα στην ιστορία σαν ένας από τους πιο υψηλούς τίτλους τιμής για το λαό και το έθνος μας. Η καθοδήγηση όμως του ΚΚΕ, μη πιστεύοντας στη δυνατότητα μιας νίκης, δεν προχώρησε σε αποφασιστική αναμέτρηση και άφησε έξω από τη σύγκρουση τις κύριες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, προσπαθώντας να πετύχει ένα συμβιβασμό με τους Άγγλους. Έτσι, ενώ υπήρχαν όλες οι δυνατότητες, παρά τα λάθη που είχαν προηγηθεί, με μια αποφασιστική κινητοποίηση όλων μας των δυνάμεων να πετύχουμε μια νίκη πάνω στους ’Άγγλους, οδηγηθήκαμε αντίθετα στη Βάρκιζα. Η «συμφωνία της Βάρκιζας», που υπογράφτηκε στις 12 Φλεβάρη του 1945, δεν ήταν –«ένας αναγκαίος συμβιβασμός», όπως από πολλές πλευρές προβλήθηκε αλλά μια συνθηκολόγηση, μια άνευ όρων παράδοση. Με τη «συμφωνία της Βάρκιζας» ο ΕΛΑΣ παράδωσε τα όπλα, νομιμοποιήθηκε η δίωξη των αγωνιστών της αντίστασης και στην εξουσία εγκαταστάθηκαν οι αντιδραστικές δυνάμεις, που κάτω από την άμεση καθοδήγηση και ενίσχυση των άγγλων ιμπεριαλιστών ξαπόλυσαν αμέσως το μονόπλευρο αιματηρό, δολοφονικό εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο λαϊκοδημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας.
Το γενικό συμπέρασμα που βγαίνει από τη σύντομη αυτή ανάλυση είναι πως στη διάρκεια της γερμανοφασιστικής κατοχής υπήρχαν οι δυνατότητες, με μια σωστή πολιτική του ΚΚΕ, να πραγματοποιηθεί καί να νικήσει μια έθνικοαπελευθερωτική – αντιιμπεριαλιστική λαϊκοδημοκρατική επανάσταση, που θα οδηγούσε στην απαλλαγή της Ελλάδας από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική κυριαρχία, στη συντριβή της ντόπιας αντίδρασης και στην εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας. Χάρη όμως στην ηττοπαθή, οπορτουνιστική, αντεπαναστατική πολιτική που ακολούθησε η καθοδήγηση του ΚΚΕ, με επικεφαλής τούς Γ. Σιάντο καί Γ. Ιωαννίδη, το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα οδηγήθηκε σε ήττα και σε συνθηκολόγηση.
Η επικράτηση και κυριαρχία του οπορτουνισμού στην πολιτική και στην ταχτική του ΚΚΕ στη διάρκεια της γερμανοφασιστικής κατοχής συνδέεται άμεσα με την ωμή παραβίαση των λενινιστικών αρχών και των κανόνων συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος. Το κόμμα είχε χάσει τα προλεταριακά του χαρακτηριστικά και από την άποψη της σύνθεσής του είχε μεταβληθεί, ουσιαστικά, σ’ ένα «πλατύ» «εθνικό» πολιτικό οργανισμό, σε ένα τυπικά μικροαστικό κόμμα. Στον καθοδηγητικό του πυρήνα είχαν επιβληθεί οππορτουνιστικά στοιχεία, όπως ο Σιάντος, που βαρύνονταν με σοβαρές αντικομματικές – φραξιονιστικές δραστηριότητες στο παρελθόν, που κάθε άλλο παρά αποτελούσαν εγγύηση για την άσκηση μιας επαναστατικής ηγεσίας. Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του καθοδηγητικού πυρήνα διαμορφώνονταν με το κριτήριο της αλληλοσυγκάλυψης για λάθη και ευθύνες. Η κυριαρχία των γραφειοκρατικών μεθόδων καθοδήγησης και του σάπιου φιλελευθερισμού έπνιγαν κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας και διαμόρφωναν ένα καθεστώς καταπίεσης των πραγματικά επαναστατικών στοιχείων του κόμματος, εμπόδιζαν και υπονόμευαν την επαναστατική κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των μελών και στελεχών του κόμματος. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δε μπορούσε να γίνει λόγος για δυνατότητα χάραξης και εφαρμογής σωστής επαναστατικής γραμμής.