Αξιοποιώντας τις συγκρούσεις γεωπολιτικών συμφερόντων μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, έχοντας πάρει το «πράσινο φως» από τις ΗΠΑ και με την ανοχή της Ρωσίας, ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε από τις 9 Οκτώβρη την τρίτη και μεγαλύτερη, όπως διαφαίνεται, χερσαία επίθεση-εισβολή στη βόρεια Συρία. Το πρόσχημα που επικαλείται είναι η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» στα νότια σύνορά της, σε βάθος 30 χλμ. εντός του συριακού εδάφους. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα στο συριακό έδαφος, ώστε να διαμορφώσει προϋποθέσεις για περισσότερες επεμβάσεις και ερείσματα, που θα εξασφαλίσουν ενδεχομένως περισσότερα κέρδη στις ανακατατάξεις για την “επόμενη μέρα” στη Συρία.
Από την αρχή του πολέμου στη Συρία, η Τουρκία αναζητούσε και διεκδικούσε επίμονα ρόλο και μερίδιο στην ανακατανομή των σφαιρών επιρροής, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την τρομοκρατία των Κούρδων της Συρίας. Βασική επιδίωξη της Τουρκίας, εκτός από την ανατροπή του Άσαντ και την εγκαθίδρυση μίας κυβέρνησης στην οποία θα μπορούσε να ασκεί επιρροή, ήταν να “βάλει πόδι” σε συριακά εδάφη. Πάγιος στόχος της ήταν, με το πρόσχημα ενάντια στην τρομοκρατία, να εξασφαλίσει από τις ΗΠΑ μία “ζώνη ασφαλείας” σε βάθος 30 χιλιομέτρων από τα σύνορα, πράγμα που οι ΗΠΑ δεν της το έδιναν. Το πέτυχε εν μέρει με τις δύο στρατιωτικές εισβολές και την κατάληψη του Αφρίν, την μέχρι στιγμής αναβολή της ρωσοσυριακής επιχείρησης απελευθέρωσης του Ιντλίμπ και τώρα, μετά από επίμονα παζάρια με τον Τράμπ, παίζοντας και “το χαρτί” της Ρωσίας, απέσπασε και από τους δύο μια κάλυψη και ξεκίνησε την τρίτη χερσαία επέμβαση στην βόρεια Συρία. Φιλοδοξεί να καλύψει το κενό που αφήνουν οι Αμερικανοί με την αποχώρησή τους, ερχόμενη βέβαια αντιμέτωπη εκτός από τους Κούρδους και με τις δυνάμεις του Άσαντ και της Ρωσίας, ύστερα μάλιστα και από την στροφή των Κούρδων στον Άσαντ και την συμμαχία που συνήψαν. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι ζητούμενο για την Τουρκία να διατηρήσει τον ρόλο της στην τριμερή Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας με την πρωτοβουλία της Αστάνα και ταυτόχρονα να επιχειρεί με την κάλυψη των ΗΠΑ στη Συρία, αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι αδύνατο και πολύ επικίνδυνο για οποιονδήποτε να “παίζει” ταυτόχρονα σε δύο αντιμαχόμενα “ταμπλό”. Στην παρούσα φάση με τα πολεμικά μέτωπα σε εξέλιξη και τις αναδιατάξεις των συμμαχιών, όλα είναι ρευστά και διαρκώς μεταβαλλόμενα σε ένα γεωπολιτικό “παιχνίδι”, τους όρους του οποίου διαμορφώνουν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Χαρακτηριστικό της ανατροπής των μέχρι σήμερα δεδομένων στη Συρία είναι το γεγονός της στροφής των Κούρδων προς την Δαμασκό και τη Ρωσία με τη συμφωνία που ανακοίνωσαν Σύροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ανώτερα στελέχη των κουρδικών «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων» (SDF), οι οποίες μέχρι πρότινος πολεμούσαν στο πλευρό των αμερικανικών στρατευμάτων. Κούρδος διοικητής των SDF, εξηγώντας τη συμφωνία, υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση από τη συνεργασία με το συριακό στρατό και τους συμμάχους της Ρωσίας. Ακόμα κι αν δεν εμπιστευόμαστε την υπόσχεσή τους». Μεταξύ άλλων η συμφωνία προβλέπει την περιφρούρηση κυρίως συνοριακών περιοχών της βορειοανατολικής Συρίας από το συριακό στρατό, ώστε να εμποδιστεί περαιτέρω η προέλαση των Σύρων τουρκόφιλων μισθοφόρων και του τουρκικού στρατού δυτικά του ποταμού Ευφράτη.
Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έχουν γίνει και γίνονται τόσα πολλά πράγματα στη Συρία, τόσες αλλαγές θέσεων και ρόλων, που είναι πολύ δύσκολο οι όποιοι χειρισμοί, βασικά από τις ΗΠΑ , να επαναφέρουν τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες στην προηγούμενη κατάσταση. Όλοι πλέον μιλούν, ακόμη και στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά κυρίως στον αραβικό κόσμο, για σαφή ενίσχυση της Ρωσίας στη Συρία και κατ’ επέκταση σε όλη τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, αύξηση της επιρροής του Ιράν και πολιτική αποδοχή και αναβάθμιση του Άσαντ, ακόμη και από δυνάμεις που τον πολεμούσαν και ήθελαν την ανατροπή του.
Μετά το στρατηγικό βέτο της Ρωσίας και της Κίνας στα δρομολογημένα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με τον Ομπάμα το 2013, για χερσαία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και τη ματαίωσή της, άρχισε το “βάλτωμα” των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ταυτόχρονα η Ρωσία πλασαρίστηκε σαν μια δύναμη που στήριζε πολιτικά την κυβέρνηση Άσαντ, ενώ το 2015 με τη στρατιωτική της εμπλοκή στο πλευρό του Άσαντ, αντέστρεψε την ροή του πολέμου υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων, απελευθερώνοντας σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας από τον ISIS και από τους διάφορους εγκατεστημένους μισθοφορικούς στρατούς των λεγόμενων αντικαθεστωτικών.
Μπήκε έτσι “για τα καλά” στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, όχι μόνο για τη Συρία, αλλά για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Χρησιμοποιεί ως εργαλείο τον άξονα με το Ιράν, τη Χεζμπολάχ, αλλά εν μέρει και με την Τουρκία, συγκροτώντας την πρωτοβουλία της Αστάνα, κατοχυρώνοντας θέσεις, ρόλους και σφαίρες επιρροής για την “επόμενη μέρα” στη Συρία, και όχι μόνο. Εν μέσω των δραματικών εξελίξεων στη Συρία, ο Πούτιν συνάπτει συμφωνίες και οικοδομεί σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Με φόντο την αύξηση της ρωσικής γεωπολιτικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα μετά την όξυνση των ανταγωνισμών ανάμεσα στο Ιράν και τις μοναρχίες του Κόλπου, ο Πούτιν πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη Σαουδική Αραβία, μετά από περίπου 12 χρόνια. Υπέγραψε σημαντικές οικονομικές, εμπορικές και ενεργειακές συμφωνίες, ενώ χαρακτήρισε τη Σαουδική Αραβία έναν από τους «ηγετικούς οικονομικούς εταίρους της Ρωσίας». Επίσης στην πρώτη επίσημη επίσκεψή του στα ΗΑΕ από το 2007, ο Πούτιν δεν περιορίστηκε στην υπογραφή συμφωνιών διμερούς συνεργασίας αλλά συμμετείχε και σε διαβουλεύσεις που αφορούν τις εξελίξεις σε Υεμένη, Λιβύη, Περσικό Κόλπο και στη Συρία, όπου τα ΗΑΕ ξανάνοιξαν, πριν από μήνες, την πρεσβεία τους στη Δαμασκό, επιλέγοντας να υποστηρίξουν ξανά τον Άσαντ.
Σε σχέση με την Τουρκία, η Ρωσία αξιοποίησε την όξυνση των αντιθέσεων της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον, που πυροδοτήθηκε από τη στήριξη και τον εξοπλισμό των Κούρδων της Συρίας (YPG) και την αυτόνομη κουρδική οντότητα στη Συρία, ενώ προώθησε τις ρωσοτουρκικές σχέσεις στον οικονομικό τομέα, αλλά και στον αμυντικό με την προμήθεια των πυραύλων S400, γεγονότα που εκνευρίζουν την Ουάσιγκτον, καθώς διαταράσσεται η επιρροή της σε έναν στρατηγικής σημασίας σύμμαχο και δημιουργείται ρήγμα στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία από την πρώτη στιγμή χαιρέτισε την απόφαση Τραμπ για αποχώρηση από τη Συρία ως θετική. Η αμερικανική αναδίπλωση στη Συρία και η εισβολή της Τουρκίας στη βορειοανατολική Συρία δημιούργησε de facto κενό και απελευθέρωσε αυτόματα γεωπολιτικό και στρατιωτικό “χώρο”, που στοχεύει να καταλάβει η Τουρκία με την κάλυψη από τις ΗΠΑ και την αρχική ανοχή της Ρωσίας. Αντ’ αυτού όμως, και μετά από τη συμφωνία των Κούρδων με τη Ρωσία και την κυβέρνηση Άσαντ, στο Μανμπίτζ και σε άλλες περιοχές εγκαταστάθηκαν ήδη ρωσικές και συριακές δυνάμεις τροποποιώντας δραματικά τα δεδομένα της πολεμικής σύγκρουσης. Λαμβάνοντας υπόψη και τη δήλωση Πούτιν ότι στη βορειοανατολική Συρία θα εγκατασταθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις, με την κάλυψη της Ρωσίας, η κατάσταση περιπλέκεται για τα τουρκικά πολεμικά σχέδια καθώς έρχονται αντιμέτωποι εκτός από τους Κούρδους και τον SDF (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις), με τους συμμάχους τους Ρώσους και τον στρατό της Συρίας, δηλαδή σχεδόν με όλους.
Το θέμα της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην τουρκική εισβολή έγινε αντικείμενο αντιπαραθέσεων και διαπάλης, εκφράζοντας αντιθέσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Έτσι, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές έκφρασαν «συμπάθεια για τους γενναίους Κούρδους μαχητές», που πολεμούσαν μέχρι χτες στο πλευρό του αμερικανικού στρατού τους τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους» και της «Αλ Κάιντα». Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ, από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Τραμπ, ήταν ένας από αυτούς που αποδοκίμασαν την επιλογή του Αμερικανού Προέδρου και πρωτοστάτησε στη σύνταξη νομοσχεδίου για «βαριές κυρώσεις» σε βάρος της Τουρκίας. Ακολούθησαν αντικρουόμενες δηλώσεις από ανώτερους αξιωματούχους στο Πεντάγωνο σε σχέση με την αναδιάταξη των αμερικανικών στρατευμάτων στη βόρεια Συρία αλλά και τους τυχόν «περιορισμούς» στη δράση της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας στην περιοχή, αποκαλύπτοντας περαιτέρω όξυνση των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων στις ΗΠΑ.
★★★
Κινούμενος στη γραμμή Τράμπ ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, συνεχίζοντας τις επαφές, τις οποίες ξεκίνησε στη Ρώμη και συνέχισε στην Αθήνα, μετά από συνάντηση που είχε στην Κωνσταντινούπολη με τον Τούρκο ΥΠΕΞ Τσαβούσογλου, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η Τουρκία «αποτελεί ένα ισχυρό μέλος της Συμμαχίας μας» που «διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο σε ό,τι κάνει το ΝΑΤΟ, από τη Μαύρη θάλασσα έως τη Μεσόγειο». Υιοθετώντας επί της ουσίας την επιχειρηματολογία του Ερντογάν, έριξε νερό στο μύλο της τουρκικής επιθετικότητας, σημειώνοντας: «Η Τουρκία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μιας πολύ ταραγμένης περιοχής. Κανένας άλλος σύμμαχός μας δεν έχει υποφέρει τόσες τρομοκρατικές επιθέσεις. Κανένας άλλος σύμμαχός μας δεν είναι πιο εκτεθειμένος στην αστάθεια, στη βία και την ταραχή που προέρχεται από τη Μέση Ανατολή. Και κανένας άλλος ΝΑΤΟϊκός σύμμαχος δεν έχει φιλοξενήσει τόσους πολλούς πρόσφυγες όπως η Τουρκία, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τη Συρία».Κατά τ' άλλα, ο Στόλτενμπεργκ μοιράστηκε πάλι «σοβαρές ανησυχίες για τον κίνδυνο περαιτέρω αποσταθεροποίησης της περιοχής, κλιμάκωσης των εντάσεων» και ανέφερε ότι περιμένει από την Τουρκία «να δράσει με αυτοσυγκράτηση».
Παράλληλα στην Ε.Ε., στη γνωστή λογική των «ισορροπιών» κινείται το κείμενο Συμπερασμάτων των ΥΠΕΞ της ΕΕ -όπου συμμετείχε ο Δένδιας- που συνεδρίασαν στο Λουξεμβούργο, σχετικά με το ζήτημα της επέμβασης της Τουρκίας στη Συρία. Σημειώνεται ότι «η ΕΕ καλεί την Τουρκία να σταματήσει τη μονομερή στρατιωτική δράση στη βορειοανατολική Συρία και να αποσύρει τις δυνάμεις της». Οι υπουργοί δεν μιλάνε καν για επέμβαση της Τουρκίας, αλλά για «στρατιωτική δράση», που την «καταδικάζουν» γιατί «υπονομεύει σοβαρά τη σταθερότητα και την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής, με αποτέλεσμα περισσότεροι πολίτες να υποφέρουν, να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια. Κάνει πιο δύσκολες τις προοπτικές της πολιτικής διαδικασίας του ΟΗΕ για την επίτευξη ειρήνης στη Συρία. Και επίσης υπονομεύει σημαντικά την πρόοδο που έχει πετύχει ο Διεθνής Συνασπισμός για την ήττα του "Ισλαμικού Κράτους" και διατηρεί την απειλή του ΙΚ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια όπως και για την ασφάλεια της Τουρκίας, την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια».
Αυτά λέγονται από τους εκπροσώπους της ΕΕ, που συνέβαλε μαζί με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στην ιμπεριαλιστική επέμβαση που αιματοκύλισε τη Συρία, βύθισε στη φτώχεια και την προσφυγιά τον λαό της. Και η υποκρισία συνεχίζεται στα Συμπεράσματα, λέγοντας ότι τάχα η ΕΕ είναι υπέρ «της ενότητας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας». Επίσης, σημειώνεται, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες, ότι «η Τουρκία είναι βασικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σημαντικός παράγοντας στη συριακή κρίση και στην περιοχή» και ότι «οι ανησυχίες της Τουρκίας για την ασφάλεια στη βορειοανατολική Συρία πρέπει να αντιμετωπιστούν με πολιτικά και διπλωματικά μέσα, όχι με στρατιωτική δράση και σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο». Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η ανοχή στη νέα σφαγή που είναι σε εξέλιξη και κατά τα άλλα ζητούνται «επειγόντως οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας ώστε να σταματήσουν οι στρατιωτικές μονομερείς ενέργειες».
Επίσης, υποτίθεται ότι υπήρξε δέσμευση από κράτη - μέλη για σταμάτημα της εξαγωγής όπλων προς την Τουρκία, αλλά δεν επιβλήθηκε ευρωπαϊκό εμπάργκο. Τέλος, οι υπουργοί δηλώνουν ότι δεν πρόκειται η ΕΕ «να συμβάλει στη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη βοήθειας σε περιοχές όπου παραβιάζονται ή αγνοούνται τα δικαιώματα των ντόπιων πληθυσμών». Σαφής προειδοποίηση ότι δεν θα χρηματοδοτήσει το σχέδιο της λεγόμενης ελεύθερης ζώνης όπου θέλει η κυβέρνηση της Τουρκίας να στείλει τους Σύρους πρόσφυγες που έχει στο έδαφός της.
Θέση στις εξελίξεις πήρε και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου, που διαφώνησε ανοιχτά με τον Τραμπ, καταδικάζοντας την τουρκική επίθεση και εκφράζοντας συμπαράσταση στους «γενναίους Κούρδους της Συρίας». Το Ισραήλ βλέπει να χάνει ένα στρατηγικό έρεισμα στην βορειοανατολική Συρία, καθώς διαλύθηκε η συμμαχία των Κούρδων με τις ΗΠΑ και η περιοχή έγινε αντικείμενο διαμάχης εχθρικών προς αυτό δυνάμεων, όπως είναι η Τουρκία και η συμμαχία Άσαντ-Κούρδων με την υψηλή εποπτεία της Ρωσίας. Το Ισραήλ θεωρεί ότι απελευθερώνεται χώρος για την ενίσχυση της επιρροής του βασικού του αντιπάλου που είναι το Ιράν, διαδικασία βέβαια που θα “σκοντάψει” στην τουρκική στρατιωτική παρουσία και θα θέσει σε δοκιμασία την ιρανοτουρκική συνεργασία στα πλαίσια της πρωτοβουλίας της Αστάνα για τη Συρία, την οποία καθοδηγεί η Ρωσία.
Το Ιράν ήταν από τις πρώτες χώρες που αντιτάχθηκαν στην τουρκική επιχείρηση, καλώντας την Άγκυρα να σταματήσει αμέσως τη μονομερή επίθεση. Αίσθηση προκάλεσε επίσης η επιλογή του ιρανικού στρατού να πραγματοποιήσει, την πρώτη μέρα της επιχείρησης «Πηγή Ειρήνης», στρατιωτικά γυμνάσια κοντά στα σύνορα με την Τουρκία.
Δεν θα μπορούσε βέβαια αυτό το κλίμα παζαριών και «διπλών παιχνιδιών» και ανταγωνισμών να μην εκφραστεί και στην έκβαση της έκτακτης συνόδου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μολονότι η τουρκική εισβολή συνιστά καραμπινάτη παραβίαση του «διεθνούς δικαίου», η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε χωρίς κοινή ανακοίνωση, καθώς φαίνεται πως οι πρέσβεις ΗΠΑ και Ρωσίας πρόβαλαν ενστάσεις.
Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στη Συρία, και παρ’ όλους τους ελιγμούς και τις αναδιατάξεις δυνάμεων στα πλαίσια του ανταγωνισμού με αντίπαλες δυνάμεις, δεν πρόκειται οι ΗΠΑ να αποδεχτούν την εξασθένηση των θέσεών τους και να αποσυρθούν από τη Μέση Ανατολή. Συγκεντρώνουν την προσοχή και τις δυνάμεις τους στις δυο πλευρές μιας πελώριας τανάλιας που σφίγγει από Δύση και Ανατολή τη Μ. Ανατολή. Στη δυτική πλευρά συγκροτούν μέτωπο δυνάμεων με Ισραήλ-Αίγυπτο-Ελλάδα-Κύπρο, ενώ στην ανατολική πλευρά η απόφαση Τραμπ να καταγγείλει τη συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα και να θέσει αυτήν τη χώρα στο στόχαστρο, στα πλαίσια της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ, δείχνει πως προετοιμάζεται με συμμάχους τις πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, να συνεχίσει το αιματοκύλισμα της περιοχής για να ανακτήσει τον έλεγχο και να προωθήσει τα συμφέροντά του.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις και τους κινδύνους που διαγράφονται στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, οι λαοί πρέπει να ορθώσουν το δικό τους ανάστημα, μέσα από τον κοινό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα ενάντια στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων, ενάντια στην εθνική υποτέλεια και τους εθνικισμούς, εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους στον πολύπαθο λαό της Συρίας που αντιστέκεται στον εισβολέα.