Σε μια βιομηχανική πόλη της Βόρειας Κίνας, οι ζωές τεσσάρων “στριμωγμένων” ανθρώπων διασταυρώνονται αναπάντεχα, καθώς χάριν τυχαίων – αλλά και τραγικών περιστατικών – βρίσκονται στο επίκεντρο δραματικών εξελίξεων, ωθούμενοι σε ακραίες ή σπασμωδικές αντιδράσεις.
Ο Γιου Τσενγκ, μη βρίσκοντας ικανοποίηση στην παραβατική ζωή του, πλαγιάζει απερίσκεπτα με τη γυναίκα ενός καρδιακού φίλου του, προκαλώντας την αυτοκτονία του δεύτερου. Σε παράλληλο χρόνο ο Γουέι Μπου, σε μόνιμη διαμάχη με τον πικρόχολο πατέρα του, παρεμβαίνει υπέρ ενός συμμαθητή του που διώκεται από τον τραμπούκο του σχολείου Γιου Σουέι, (αδερφό του Γιου Τσενγκ), ο οποίος και τραυματίζεται θανάσιμα.
Η Χουάνγκ Λινγκ, συμμαθήτρια του Γουέι Μπου και του Γιου Σουέι ασφυκτιά από τον βάναυσο κυνισμό της μητέρας της, αρνείται παρ’ όλα αυτά μια στενότερη σχέση με τον Γουέι Μπου, βρίσκοντας διέξοδο σε μιαν επιδερμική σχέση με τον διευθυντή του σχολείου, ερχόμενη αντιμέτωπη με τη σύζυγο του τελευταίου.
Ο συνταξιούχος Γουάνγκ Τζιν, τέλος, πιέζεται από την κόρη και τον γαμπρό του να μετακομίσει απ’ το διαμέρισμα, όπου συγκατοικούν όλοι, σε οίκο ευγηρίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί περισσότερη ευρυχωρία για το ζευγάρι και την κορούλα τους.
Η συνέχεια δεν είναι ευχάριστη ή βολική για κανέναν από τους τέσσερις.
Η αλλοτρίωση – που τόσο επίμονα απασχόλησε τον Καρλ Μαρξ – όπως κι η κοινωνική αποξένωση, ήταν παλαιόθεν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κινηματογραφιστών της Δύσης, από τον Φριτζ Λανγκ κι αργότερα τον Αντονιόνι, ως τον Σκορσέζε και το σινεμά των ημερών μας, για να θυμηθούμε τον δικό μας Αλεξάντερ Πέιν και το “Νεμπράσκα” του, τη νεότερη Βρετανίδα Κλίο Μπάρναρντ, που μας καθήλωσε με τον “Εγωιστή γίγαντα”, και το σπαρακτικό “Shame” του επίσης Βρετανού Στηβ μακ Κουήν. Γίνεται δε σχετικά εύκολα κατανοητό, χωρίς τη μεσολάβηση εξαντλητικών αναλύσεων, γιατί στον παλινορθωμένο καπιταλισμό η κοινωνική αλλοτρίωση, ευνόητα και η αποξένωση, έχουν σκληρότερα χαρακτηριστικά. Η ανυπαρξία κάποιων έστω αναχωμάτων, αποθρασύνει τους επελαύνοντες αγρίους (εκπρόσωποι της ασύδοτης αγοράς στην πλειοψηφία τους), και τα συντρίμμια σαρώνονται χωρίς αστερίσκους, όπως παραστατικά περιγράφεται από τον Πολωνό Τόμας Βασιλέφσκι στις “Ηνωμένες Πολιτείες της αγάπης”, και με ανελέητη γλώσσα στο “Λεβιάθαν” και το “Χωρίς αγάπη” του Ρώσου Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, ή στον “Ηλίθιο” του επίσης Ρώσου Γούρι Μπίκοφ.
Σε αντίθεση ωστόσο με τους Ρώσους δημιουργούς, που επιμένουν στην παρατήρηση και την καταγραφή της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας της πατρίδας τους, οι επώνυμοι κινέζοι σκηνοθέτες περί άλλα τυρβάζουν. Το σινεμά που ευδοκίμησε στο Χονγκ Κονγκ, το είδος δηλ. της εντυπωσιακής περιπέτειας με τις στυλιζαρισμένες σκηνές βίας και τα ατέλειωτα εφέ έγινε γρήγορα τάση, καταβροχθίζοντας τους πιο ταλαντούχους κινηματογραφιστές:
Ο αριστοτέχνης Τζων Γου κεφαλαιοποίησε την αμερικάνικη μεταγραφή του με υπερπαραγωγές σαν την “Επικίνδυνη Αποστολή”, οι Ζανγκ Γιμού και Τσούι Χαρκ επιμένουν σταθερά με επικές ιστορίες χολυγουντιανής κοπής και τ’ αναγκαία ιδεογράμματα – όπως τα “Ήρωας” και “Τα ιπτάμενα στιλέτα” ή τα “Επτά σπαθιά”, δρόμο που ακολούθησε και ο Τσεν Κάιγκε μετά την απόπειρα αποκαθήλωσης της κινέζικης Επανάστασης (“Αντίο παλλακίδα μου”). Οι δήθεν ιστορικές περιπέτειές του δεν είχαν να πουν πολλά πράγματα (“Η θυσία”, “Ο αυτοκράτορας και ο δολοφόνος”), και κάποιες δεν βρήκαν καν τον δρόμο για τη μεγάλη οθόνη, όπως το “Ο μοναχός που κατέβηκε το βουνό” του 2015. Όσο για τον χαϊδεμένο των ευρωπαϊκών φεστιβάλ, Γουόνγκ Καρ Βάι, βαδίζει αταλάντευτα έναν δρόμο εστέτ φορμαλιστή, με ταινίες που δεν φτάνουν ποτέ στο πλατύ κοινό (“Ερωτική επιθυμία”, “2046”).
Ο μόνος εν τέλει αναγνωρισμένος Κινέζος δημιουργός που εστίασε στο καπιταλιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Κίνας, ο Ζία Ζανγκ Κε (“Ακίνητες ζωές”), υπήρξε μια φωτεινή εξαίρεση, έχουν όμως παρέλθει επτά σχεδόν χρόνια από την τελευταία ταινία του (“Αίσθηση αμαρτίας”)• το “Ένας ελέφαντας…” λοιπόν του Χου Μπο, που κυκλοφόρησε στη χώρα μας στα τέλη του Απρίλη, ήταν καθ’ όλα έκπληξη.
Αδιαφορώντας πλήρως για τους κανόνες του αμερικάνικου μπλοκμπάστερ, για τους κανόνες του σύγχρονου σινεμά γενικότερα – θα ‘λεγε κανείς, ο 29χρονος Κινέζος – που όπως γράφτηκε αυτοκτόνησε μόλις ολοκλήρωσε την ταινία του – παραδίνει ένα ολοκληρωμένο, κατασκότεινο πορτραίτο της σημερινής Κίνας, “στήνοντας” τους ευάλωτους ήρωές του σ’ ένα απειλητικό, απωθητικά μουντό σκηνικό, όπου μετεωρίζονται χωρίς να φτάνουν ποτέ – πουθενά, πιστή εικόνα μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση, χωρίς την παραμικρή συνοχή, και χωρίς μέλλον.
Κανένα από τα πρόσωπα που παρελαύνουν από τον “Ελέφαντα…”, δεν φαίνεται να’ χει απάγκιο ή ορίζοντα. Υπάρξεις που παραδέρνουν ολότελα ανυπεράσπιστες και που σαρώνονται στο παραμικρό φύσημα του αέρα. Εδώ όμως δεν πρόκειται για φυσήματα, αλλά γι’ αδυσώπητα χτυπήματα που τσακίζουν σε χρόνο d-t τους μόνους. Και κανένα σχόλιο δεν είναι πιο απελπιστικό απ’ αυτό της απουσίας οποιασδήποτε συλλογικής αναφοράς. Δεν πρόκειται βέβαια για πρωτοτυπία, ο τρόπος όμως με τον οποίο ο νεαρός δημιουργός κινηματογραφεί την απομόνωση και το κοινωνικό αδιέξοδο, ενέχει τη βιαιότητα της αγχόνης. Η απόγνωση σπρώχνεται στα απώτατα όρια, γινόμενη αυτή – μόνη, αίτιο και αναφλεκτήρας της συνάντησης, που δεν επισφραγίζεται καμιά στιγμή από πραγματική ευχαρίστηση, στιγμιαία έστω, ούτε λόγος δε για χαρά.
Ο Χου Μπο συνθέτει τον κινηματογραφικό θρήνο του με νηφαλιότητα, αξιοθαύμαστη προσήλωση κι απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, έχοντας στο πλάι του αφοσιωμένους ερμηνευτές που υπηρετούν αψεγάδιαστα το πόνημά του – από τους πρωταγωνιστές ως τον τελευταίο κομπάρσο.
Ένα πικρό τραγούδι για έναν κόσμο που θρυμματίζεται μες στη σιωπή, φέρνοντας στο νου τον Έλιοτ του μεσοπολέμου και την “Έρημη χώρα του”:
«Έτσι τελειώνει ο κόσμος
όχι με έναν κρότο
μα με έναν λυγμό».