Στις 26 Νοέμβρη του 1956, 82 αποφασισμένοι Κουβανοί, ταξιδεύουν από το Μεξικό στην Κούβα πάνω στην Γκράνμα, ένα αμερικανικής κατασκευής πλοιάριο που δεν χωράει θεωρητικά πάνω από 12 ανθρώπους. (Τόσοι μόνο από τους 82 θα μείνουν ζωντανοί μέχρι να νικήσει η Επανάσταση).
Επικεφαλής αυτής της ομάδας, ένας 30χρονος Κουβανός δικηγόρος που έχει κυνηγηθεί και φυλακιστεί για την αντικαθεστωτική δράση του, ο Φιντέλ Κάστρο, κι ανάμεσα στους άντρες που τον πλαισιώνουν, ο Αργεντίνος μαρξιστής γιατρός Ερνέστο Γκεβάρα. Στόχος τους στη φάση αυτή, η δημιουργία αντάρτικου σώματος για την κατάληψη της Σιέρα Μαέστρα, της δύσβατης οροσειράς στο Νότο της Κούβας (κατά την προτροπή του Χοσέ Μαρτί: όποιος καταλάβει τη Σιέρα Μαέστρα, καταλαμβάνει και την Κούβα), η ανατροπή του διεφθαρμένου δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα, και, εν τέλει, η απελευθέρωση της Κούβας από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά.
Η ταινία του Σόντερμπεργκ που χωρίζεται σε δύο μέρη (στη φάση αυτή προβάλλεται το πρώτο), παρακολουθεί εδώ το χτίσιμο του αντάρτικου και την εξέλιξη της ένοπλης αντιπαράθεσης στη Σιέρα Μαέστρα, εστιάζοντας κυρίαρχα στο ρόλο και την προσωπικότητα του Ερνέστο ‘Τσε’ Γκεβάρα. Ιδιαίτερης σημασίας στη σκιαγράφηση της φυσιογνωμίας του, η στάση και τοποθέτησή του στον ΟΗΕ ως εκπρόσωπου της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Κούβας (Νέα Υόρκη, 11 Δεκεμβρίου του 1964), από το πόστο του υπουργού Βιομηχανίας.
Η αφήγηση παλινδρομεί ανάμεσα στην αρχική συνάντηση των δύο αντρών (Γκεβάρα και Κάστρο) στο Μεξικό, την πορεία και τις μάχες στη Σιέρα Μαέστρα, και την παρουσία του Γκεβάρα στον ΟΗΕ το ’64 (επίσημη ομιλία στη Σύνοδο και συνέντευξη στη δημοσιογράφο του ABC Λίζα Χάουαρντ).
Στην ταινία, η οποία προβάλλεται με 10χρονη καθυστέρηση στην Ελλάδα, γίνεται εξ αρχής σαφές ότι οι προθέσεις του Σόντερμπεργκ είναι ποτισμένες από βαθύ θαυμασμό για τον ‘Κομαντάντε’ και τα έργα του. Κι ίσως γι' αυτό, εγκαταλείποντας το χαρακτηριστικό φανταιζί ύφος του, στήνει με μετριοπάθεια και σπουδή ένα ρεαλιστικό, όσο και συγκινητικό πορτραίτο του επαναστάτη ήρωά του, που δίνει κυριολεκτικά διμέτωπο αγώνα (αναγκασμένος ν’ αναμετριέται κάθε στιγμή σχεδόν με το βαρύ άσθμα του), αλλά και του κουβανικού αντάρτικου. Δεξιοτέχνης της κάμερας και του ρυθμού, δομεί την αφήγησή του εναλλάσσοντας με μαεστρία τ’ απλωμένα χρωματιστά πλάνα των ημερών της Σιέρα Μαέστρα, με τα κεντραρίσματα (σε ασπρόμαυρο) στο πρόσωπο και τα χέρια του Γκεβάρα, τις αντιπαραθέσεις στον ΟΗΕ και τον χειμαρρώδη λόγο του ‘Κομαντάντε’, ή τις παραστατικές ‘φέτες’ από τη συνάντηση στο Μεξικό. [Με τον Κάστρο ν’ αναφέρεται σε κάποιες καθοριστικές παραμέτρους της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας της Κούβας (όπως, π.χ., ότι οι τσιφλικάδες, το 1,5% του πληθυσμού, κατείχαν το 46% των κτημάτων, ότι ο μισός πληθυσμός δεν είχε ηλεκτρισμό, και παραπάνω απ’ τον μισό κατοικούσε σε καλύβια. Αλλά κι όπου ο Γκεβάρα κάνει φανερές τις προθέσεις του στον Κάστρο, ν’ απλώσει την Επανάσταση - μετά την Κούβα - σ’ όλη τη Λατινική Αμερική].
«[...] Βρίσκω συναρπαστικές τις δυσκολίες που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει όποιος θέλει να εφαρμόσει στην πράξη μια πολιτική θεωρία. Ήθελα ν’ αποδώσω με λεπτομέρεια την ψυχολογική και σωματική δύναμη που απαιτούνται για δυο εκστρατείες τέτοιου μεγέθους, καθώς και τη διαδικασία που οδηγεί έναν άνθρωπο με ακλόνητη θέληση να ανακαλύψει την ικανότητα που διαθέτει να εμπνέει και να καθοδηγεί τους άλλους», λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης για την εμπλοκή του στη δημιουργική διαδικασία.
Τόσο το κουβανικό αντάρτικο, όσο και η προσωπικότητα του Γκεβάρα, χτίζονται πλάνο το πλάνο, με μια προσεγμένη στη λεπτομέρειά της κλιμάκωση. Στην ουσία, ο Σόντερμπεργκ ευθυγραμμίζεται με τη ρήση του Τσε για την αντάρτικη εμπειρία του: «Στην πορεία με τους πληγωμένους συντρόφους, έγινα ο μαχητής που είμαι σήμερα».
Η ταινία ευτύχησε να έχει πρωταγωνιστή έναν εξαιρετικό ερμηνευτή, που βούτηξε σε βαθειά νερά προκειμένου ν’ αποδώσει το ρόλο του Γκεβάρα με ρεαλιστική πιστότητα, δύναμη και μέτρο, τον Πορτορικανό Μπενίτσιο ντελ Τόρο (που συμμετείχε και ως συμπαραγωγός της ταινίας, και που βραβεύτηκε για την ερμηνεία του στις Κάννες). «[...] Επειδή πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, ξεκινάς από τον ίδιο και τα γραπτά του. Αυτό μας οδήγησε σε επτά χρόνια έρευνας, για να βρούμε ό,τι έχει γραφτεί από άλλους γι' αυτόν. Όμως εγώ πάντα επέστρεφα σ’ αυτά που έχει γράψει ο ίδιος», καταθέτει ο Ντελ Τόρο. Εντυπωσιακές είναι κι οι ομοιότητες των λοιπών ηθοποιών που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν σημαντικές φυσιογνωμίες του κουβανικού αντάρτικου: τον επίσης αδικοχαμένο Καμίλο Σιενφουέγος (ο Τσε θα ονομάσει Καμίλο τον πρώτο γιο από την Αλέιδα Μαρτς, τη δεύτερη γυναίκα του), τον Ραμίρο Βαλντές, τον Χεσούς Ρέγες, τον Σέσαρ Γκόμες, την Αλέιδα Μαρτς, τον Ραούλ Κάστρο, τον Νούνιες.