Τον Απρίλιο του 1917, ενόσω ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κλιμακώνεται στο ευρωπαϊκό έδαφος, δυο Βρετανοί στρατιώτες -με ειδικές γνώσεις χαρτών- εντέλλονται να διασχίσουν τις γραμμές των Γερμανών σ’ ένα κομμάτι της κατεχόμενης ακόμα Φλάνδρας, προκειμένου να παραδώσουν έγκαιρα μια επιστολή σε τάγμα συμπολεμιστών τους, με στόχο ν’ αποτραπεί μια επίθεση που θα τους οδηγούσε σε βέβαιη παγίδα. Πρόσθετο κίνητρο το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αδερφός του ενός υπηρετεί ως υπολοχαγός στο εν λόγω τάγμα.
Πρόκειται για ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή -που παίρνει απελπισμένο χαρακτήρα- όταν ο ένας από τους δύο χάνει αναπάντεχα τη ζωή του.
Γι’ αυτόν που μένει ζωντανός η εκπλήρωση της αποστολής γίνεται υπόθεση ζωής και θανάτου, αλλά και απόδοσης τιμής στον αδικοχαμένο φίλο του.
Ο καταστροφικός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, γνήσιο τέκνο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής και των πρώτων υλών, αποκαλούμενος και Μεγάλος Πόλεμος από τους σύγχρονούς του, άλλαξε άρδην τον παγκόσμιο χάρτη, κι επί της ουσίας κυοφόρησε δια των αποτελεσμάτων που παρήγαγε τον επόμενο, δηλ. τον απείρως καταστροφικότερο Β’ Παγκόσμιο, αλλά και τη νικηφόρα, σαρωτική Επανάσταση του Οχτώβρη.
Τίποτα απ’ όλα αυτά μολαταύτα δεν φαίνεται να βρέθηκε στο επίκεντρο του προβληματισμού του Άγγλου δημιουργού του “1917”, ο οποίος θέλησε να διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη μέρος της αφήγησης του παππού του Άλφρεντ, ο οποίος πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την πλευρά των Βρετανών.
Ο Άλφρεντ Μέντες συμμετείχε ως φαίνεται στη μάχη του Πασεντάλε, γνωστή και ως Μάχη της Φλάνδρας ή Τρίτη Μάχη της Υπρ, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1917 μεταξύ των Βρετανών – υπό τον στρατηγό και αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ντάγκλας Χέιγκ και των Γερμανικών δυνάμεων. Στις 12 Οκτωβρίου, εκατοντάδες Βρετανοί στρατιώτες -του Μέντες συμπεριλαμβανομένου- ανέλαβαν να φτάσουν κοντά στο ύψωμα του Πασεντάλε που είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς. Οι Βρετανοί επιτέθηκαν υπό βροχή, σε κάκιστες καιρικές συνθήκες, και υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Κάτι λιγότερο από τους μισούς άντρες του τάγματος του Άλφρεντ (500 περίπου τότε) σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και κάποιοι δεν βρέθηκαν ποτέ. Όταν ο ανώτερος αξιωματικός ζήτησε από ένα στρατιώτη να χαρτογραφήσει τις θέσεις των επιζώντων, να φτάσει στις μονάδες με τις οποίες είχε χαθεί η επικοινωνία και στη συνέχεια να επιστρέψει για να δώσει αναφορά, ο Μέντες προσφέρθηκε εθελοντικά να ολοκληρώσει την αποστολή.
«Ο παππούς μου, που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μου είχε κάποτε διηγηθεί μία συναρπαστική ιστορία για έναν αγγελιοφόρο που ανέλαβε να μεταφέρει ένα σημαντικό μήνυμα. Κουβαλούσα μέσα μου αυτή την ιστορία για πολλά χρόνια ως θραύσμα. Στην ταινία μεγάλωσα και άλλαξα αρκετά την αφήγηση, έχω ωστόσο κρατήσει ως αφετηρία τον βασικό πυρήνα της», δήλωσε σχετικά ο Σαμ Μέντες στην εφημερίδα The Times.
Και στην Εφημερίδα των Συντακτών: «Επέλεξα το 1917, γιατί τότε οι Γερμανοί οπισθοχώρησαν προς το μέτωπο του Χίντενμπουργκ, αφήνοντας τους Βρετανούς ξαφνικά μόνους έπειτα από τρία χρόνια έντονης μάχης, χωρίς να είναι σίγουροι αν οι Γερμανοί είχαν οπισθοχωρήσει ή παραδοθεί. […] Πολλοί έχασαν τη ζωή τους σε αυτά τα 150 μέτρα γης μεταξύ της γερμανικής και της βρετανικής γραμμής και ξαφνικά δεν είχε πια απομείνει κανείς στα χαρακώματα, ενώ οι Γερμανοί φεύγοντας είχαν καταστρέψει οτιδήποτε είχε αξία. Είχαν κόψει τα δέντρα, καταστρέψει τα χωράφια, σκοτώσει τα κοπάδια, κι όλα αυτά συνέβησαν σε μια συγκεκριμένη στιγμή του 1917. Θέλησα λοιπόν να πω την ιστορία δύο στρατιωτών που προσπαθούν να μεταφέρουν ένα μήνυμα περνώντας μέσα από τη γη του πολέμου, παρατηρώντας έτσι σαν μέσα από μια μικρή κλειδαρότρυπα το απέραντο θέαμα της καταστροφής. […] Φυσικά δεν είχα άγνοια της συγκυρίας με τη Ρώσικη Επανάσταση, όπως και με σημαντικές ανταρσίες στην Ιρλανδία. […]».
«Για κάποιο λόγο, ο παππούς μου, πορτογαλικής καταγωγής -από το Τρίνινταντ, δεν είπε τις ιστορίες του από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στους γιους του παρά μόνο στα εγγόνια του.. […] Όμως δεν διηγούνταν τις ιστορίες ως ήρωας αλλά ως τυχερός που γλίτωσε τον θάνατο κι επιβίωσε…[…]».
Το ερώτημα που προκύπτει, εν προκειμένω, είναι τι απ’ όλα αυτά αποδίνεται κινηματογραφικά και, κυρίως, πώς. Γιατί αγαθές μεν κατά δήλωσιν οι προθέσεις, το ξεδίπλωμα όμως του έργου στη μεγάλη οθόνη άλλα μαρτυρά, καθώς από τα πρώτα ακόμα λεπτά της παρακολούθησης έχει κανείς την αίσθηση ενός εμμονικού εστετισμού, μιας υπερβολικής γυαλάδας. Οι διάλογοι παραείναι εκλεπτυσμένοι – κι οι ήρωες χαριτωμένοι, το καδράρισμα παραείναι άψογο, οι γραμμές παραείναι καθαρές -κι η μουσική υποβλητική, η δε διατήρηση της αίσθησης του μονοπλάνου τραβιέται απ’ τα μαλλιά.
Ο Μέντες στήνει το επικό πολεμικό δράμα του με τόση έγνοια για το αισθητικό αποτέλεσμα, που χάνει την ουσία και τη νότα δίνει το ντεκόρ – αντί να τη δίνει η αφήγηση. Οι σταρ που παρελαύνουν (Κόλιν Φερθ, Άντριου Σκοτ, Μαρκ Στρονγκ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ακόμα κι ο Ρίτσαρντ Μάντεν του Game of Thrones επιστρατεύτηκε) δεν καταφέρνουν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, κι η εξαιρετική εικόνα του μάστορα – διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς δεν διαπερνά παρά σπάνια τον αμφιβληστροειδή. Ο Μέντες ποντάρει γι’ αληθοφάνεια στα κοράκια και τους αρουραίους που ροκανίζουν τα πτώματα, το τελικό αποτέλεσμα εντυπωσιάζει με την αισθητική του χωρίς να φτάνει στην καρδιά, κι η αίσθηση που κυριαρχεί είναι αυτή ενός χάι-τεκ βιντεοπαιχνιδιού. Κοντά σ’ όλα αυτά, υποχρεούται να προσμετρήσει κανείς τη συστηματική – και άκρως συστημική – προπαγάνδα, που θέλει να παρουσιάσει τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς ως τους μεγάλους ήρωες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, αποσιωπώντας και διαστρεβλώνοντας την ιστορία που έγραψε με την αυτοθυσία του ο Σοβιετικός λαός του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.
Άφθονα παρ’ όλα αυτά τα βραβεία: Χρυσή σφαίρα καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, BAFTA καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, όπως και BAFTA καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας και σκηνογραφίας, στις βασικές κατηγορίες των Όσκαρ όμως το “1917” έφτασε δεύτερο και καταϊδρωμένο: Ο Μέντες αναγκάστηκε να υποκλιθεί στον νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν Χο, που επέμεινε με πείσμα ταξικά. Έχουν και τα Όσκαρ τις ανατροπές τους…