Αρχές της δεκαετίας του ’70, επί (φαύλης) προεδρίας Νίξον: Ο Ρον Στάλγουορθ, νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου, είναι ο πρώτος Αφροαμερικανός που γίνεται δεκτός στην αστυνομική δύναμη του Κολοράντο Σπρινγκς, μια πόλη με έντονο ρατσιστικό παρασκήνιο, αλλά και δυνατές μαύρες φωνές, που συνασπίζονται και οργανώνονται για να υπερασπιστούν το δίκιο του αγώνα τους.
Σε ανύποπτο χρόνο, ο Στάλγουορθ συνεργάζεται στενά με τον Φλιπ Ζίμερμαν, έναν εβραϊκής καταγωγής συνάδελφό του – προκειμένου να παρεισφρήσουν στην Κου-Κλουξ-Κλαν της περιοχής, ενώ παράλληλα βαθαίνει τη γνωριμία του με την γοητευτική Πατρίς, δραστήρια Αφροαμερικανή ακτιβίστρια, από την οποία ωστόσο κρύβει την επαγγελματική του ιδιότητα – και τα σχετικά παρεπόμενα.
Ο Ζίμερμαν παρεισφρέει μ’ επιτυχία στην Κλαν, δανειζόμενος όμως το πραγματικό ονοματεπώνυμο του μαύρου συναδέλφου του, γεγονός που θα δημιουργήσει δυσεπίλυτα προβλήματα και εκρηκτικές ανατροπές.
Άλλη μια στοχευμένη ως προς τις προθέσεις της αμερικάνικη αντιρατσιστική ταινία της χρονιάς που πέρασε, σίγουρα πιο τολμηρή σε γλώσσα και νοήματα από τη θριαμβεύτρια των Όσκαρ (αναφερόμαστε στο “Πράσινο βιβλίο”), και κυρίως, πιο βαθιά κι εστιασμένα πολιτική: Τούτη η τελευταία δημιουργία του χαρισματικού Αφροαμερικανού Σπάικ Λη, που ισορροπεί με άνεση ανάμεσα στην κωμωδία και το αστυνομικό θρίλερ, είναι ένα βροντερό, εκτεταμένο σχόλιο για τη φύση και τις διαφορετικές πτυχές του (βαθιά αντιδραστικού) αμερικανικού συστήματος, – και το ρόλο της εξουσίας γενικότερα.
Αν όμως έπρεπε ν’ αποδώσουμε στην “Παρείσφρηση” έναν μόνο επιθετικό προσδιορισμό, αυτός θα ήταν “μαύρη”. Γιατί το “BlackKklansman” είναι μια ταινία κατάμαυρη ως τον πυρήνα της, κι αυτό είναι το πιο γοητευτικό ίσως χαρακτηριστικό της. Μια ταινία δηλ. καμωμένη από έναν απόλυτα συνειδητοποιημένο και προσηλωμένο στα πάθη και τον αγώνα της φυλής του δημιουργό, ένα στρατευμένο υπερασπιστή της “μαύρης” υπόθεσης. Κι αν επιλέγει μια τολμηρή, επιθετική γλώσσα κι ένα προκλητικά αιχμηρό σ’ επισημάνσεις περιεχόμενο, είναι ακριβώς γιατί καταλαβαίνει πόσο λυσσαλέα προσκολλημένη στην εξουσία είναι η λευκή, άρχουσα τάξη, και πόσο αθέμιτα μέσα μεταχειρίζεται προκειμένου να τη διατηρήσει. Συμμερίζεται μ’ άλλα λόγια το θεμελιώδες επιχείρημα του μαχητικού μαύρου διανοητή Τζέιμς Μπόλντουιν, ότι η ιστορία του ρατσισμού στην Αμερική είναι πριν απ’ όλα μια ιστορία λευκής – και ταξικής κυριαρχίας, μια υπόθεση κατοχής και διατήρησης της εξουσίας. «Δεν μπορείς να παλέψεις για την απελευθέρωση των μαύρων απ’ τα μέσα» (δηλ. από την προστατευμένη θέση του μαύρου αστυνομικού, χωρίς μετωπική αντιπαράθεση)… «Οι λευκοί δεν θα παραδώσουν ποτέ την εξουσία χωρίς πάλη», απευθύνει κάποια στιγμή η Πατρίς στον Ρον.
Θέτοντας λοιπόν καίρια το ζήτημα της εξουσίας, ξεδιπλώνοντας γλαφυρά τις ποικίλες πτυχές άσκησής της και φωτογραφίζοντας από διαφορετικές γωνίες τη φαυλότητα που τη χαρακτηρίζει, ο Λη καταφέρνει – χωρίς να γίνεται διδακτικός – κι εδώ ακριβώς παρεμβάλλεται ο ρόλος του κωμικού στοιχείου και τόνου αλλά και της θρίλερ πλοκής – να μιλήσει για σημαντικές πλευρές της κυριαρχίας που κρατάει δέσμιους τους μαύρους αδελφούς του. «Η ανάμειξη της Κλαν στην πολιτική, είναι ένας καινούργιος τρόπος να πουλάς μίσος», λέει ο λευκός προοδευτικός αστυνόμος στον Ρον. «Η ιδέα πίσω απ’ όλα αυτά, είναι να μπορέσουν να το δεχτούν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, μέχρι κάποια μέρα να καταφέρουν να βάλουν στον Λευκό Οίκο κάποιον που θα το ενσαρκώσει» (ευθύβολη αναφορά στον Τραμπ και την πολιτική του). Δεν αγνοεί ούτε τις αυταπάτες των ειρηνιστών: «Η Αμερική δεν θα εκλέξει ποτέ έναν τέτοιο για πρόεδρο», ανταπαντά ο Ρον, και δικαίως ο αστυνόμος τον κεραυνοβολεί: «Το ν’ ακούγεται κάτι τέτοιο από έναν μαύρο, είναι τουλάχιστον αφελές». Στο επίπεδο της ιστορίας καθαυτής, πρόκειται για σίγουρο χαρτί, δεδομένου ότι ο Στάλγουορθ όχι μόνο είναι πραγματικό πρόσωπο, αλλά μπήκε στον κόπο και να καταγράψει την εμπειρία του. Ο Λη δεν είχε παρά να τη διασκευάσει κατάλληλα για τη μεγάλη οθόνη• και το έκανε, ευφάνταστα κι αποτελεσματικά, καθώς γνωρίζει καλά το μέσο και δεν φοβάται να το χειριστεί καινοτόμα, ακόμα κι αιρετικά, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι στόχοι του. Η κάμερά του περνάει με άνεση από την τρυφερότητα και τον υπαινικτικό ερωτισμό στη σκληρότητα ή το σκωπτικό ύφος, υπογραμμίζοντας ανάλογα το περιεχόμενο και τις διακυμάνσεις του. Επιστρατεύει ακόμα δυνατές μουσικές, έντονες χειρονομίες, και κυρίως υπαρκτές, αλλά και μυθοπλαστικές αντιθέσεις και συγκρούσεις: χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου την ίδια ώρα όπου ο (γερασμένος αλλά πάντα σαγηνευτικός) Χάρυ Μπελαφόντε αφηγείται στους συγκεντρωμένους μαύρους συντρόφους του μιαν ανείπωτης αγριότητας σκηνή λυντσαρίσματος από το σοκαριστικά κοντινό παρελθόν, όχι μακριά από κει η τοπική Κλαν επιδίδεται σε μιαν ενδεικτική τελετή μύησης κι “ευλογίας” των μελών που πρόκειται να εκτελέσουν μια ύπουλα δολοφονική, αλλά πρόχειρα σχεδιασμένη τρομοκρατική ενέργεια. Η τρομοκρατία στην Αμερική δεν μπορεί παρά ν’ ασκείται απ’ αυτούς που κατέχουν την εξουσία, κι η αμόρφωτη και σκοταδιστική χριστιανική Δεξιά – κι η Κλαν είναι μέρος της, – διεισδύει παντού, όχι χάριν επιτηδειότητας, (ο Αφροαμερικανός σκηνοθέτης τους περιγράφει σαν φανατικούς ανεγκέφαλους), αλλά γιατί εκπληρώνει σκοτεινούς σκοπούς, μεταχειριζόμενη μέσα που δεν μπορούν να μεταχειριστούν οι νομότυποι εκφραστές της κυρίαρχης τάξης.
Εξαιρετικά επιτυχής (και μαζί εμβληματική) κι η επιλογή των βασικών ερμηνευτών. Απολαυστικά πειστικός ο Τόφερ Γκρέις στην ενσάρκωση του (πραγματικού) αρχηγού της Κλαν, Ντέιβιντ Ντιουκ, τον οποίο και βλέπουμε ‘ζωντανά’ στο (άψογα ντοκουμενταρισμένο) φινάλε της ταινίας, όπου ξεδιπλώνονται σκηνές από τα αιματηρά γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια τον Αύγουστο του 2017. Το βάρος όμως πέφτει δίκαια στους δύο πρωταγωνιστές: Ο γιος του Ντένζελ Ουάσινγκτον (ο οποίος ερμήνευσε αξέχαστα τον Μάλκολμ Χ στην ομώνυμη ταινία του Λη) ενσαρκώνει ευρηματικά, με μέτρο και χιούμορ τον Ρον Στάλγουορθ, κι ο γνωστός μας ως νεαρός Νταρθ Βέιντερ στο νέο σερί ταινιών “Πόλεμος των Άστρων” Άνταμ Ντράιβερ, στην κορυφαία ερμηνεία τής μέχρι σήμερα σταδιοδρομίας του – ως (συνειδητοποιούμενος εν μέσω αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων) Φλιπ Ζίμερμαν.
Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία της “Παρείσφρησης”, έγκειται στ’ ότι παρότι βαθιά “μαύρη”, αφορά κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που στέκεται απέναντι στην κοινωνική ανισότητα, το ρατσισμό και την καταστολή, αναδεικνύοντας κρίσιμα κοινωνικά διλήμματα στο σήμερα, αποκαλύπτοντας – στο πλαίσιο του θέματός του, τον κάλπικο χαρακτήρα μιας δόλια κατασκευασμένης αντίθεσης, ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς πάσχοντες, καταπιεσμένους ανθρώπους.
Υποψήφια στις περισσότερες βασικές κατηγορίες, δεν ευτύχησε στις Χρυσές Σφαίρες και τα Όσκαρ, απέσπασε ωστόσο το μεγάλο βραβείο της κριτικής Επιτροπής στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών.