Με τους αγώνες, το λαό και την Αριστερά
Μαύρο στους εκπροσώπους της αντιδραστικής Δεξιάς
Αποδοκιμάστε τη συμβιβαστική πολιτική των ψευτοαριστερών κομμάτων
Ρίξτε Λευκό στις κάλπες
Την Κυριακή 8 Οκτωβρίου διεξάγονται οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές σε όλη τη χώρα, ενώ μια εβδομάδα μετά θα πραγματοποιηθούν οι επαναληπτικές εκλογές όπου δεν έχει εκλεγεί δημοτική αρχή από την πρώτη Κυριακή. Αρκετούς μήνες τώρα, σε μία συγχρονισμένη και συντονισμένη προσπάθεια, οι υποψήφιοι των μεγάλων αστικών κομμάτων, τα ΜΜΕ, κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης επιχειρούν να αποπολιτικοποιήσουν τις αυτοδιοικητικές εκλογές, να πείσουν τον λαό πως τώρα ψηφίζει «πρόσωπα, όχι πολιτικές και κόμματα», πως «δε χωράει η πολιτική στις αυτοδιοικητικές εκλογές» και άλλα παρόμοια που ακούγονται όλο και συχνότερα όσο πλησιάζουν οι εκλογές.
Στόχος όλης αυτής της κυρίαρχης αντιδραστικής προπαγάνδας είναι τόσο να αποσυνδέσει υποψήφιους που βαρύνονται με μια σειρά εγκληματικά λάθη και αμέλειες, όπως ο Αγοραστός στην περιφέρεια Θεσσαλίας ή ο Μπέος στον Βόλο από τα κόμματα που φανερά και υπόγεια τους στηρίζουν. Έτσι, η «στήριξη» στον έναν ή τον άλλο υποψήφιο από τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ μπορεί να μεταφραστεί ως στήριξη στην πολιτική τους σε περίπτωση νίκης, ενώ σε περίπτωση ήττας κρύβονται όλοι πίσω από τη θολή «στήριξη», αναπαράγοντας το αφήγημα των «ακομμάτιστων» εκλογών και υποψήφιων.
Οι περιοδείες Μητσοτάκη στο πλευρό υποψήφιων περιφερειαρχών που στηρίζει η ΝΔ σκόρπισε γρήγορα τις αυταπάτες των «ακομμάτιστων» και «άχρωμων» υποψήφιων. Ιδιαίτερα στις συνθήκες αυτές, που η εικόνα της κυβερνητικής «σταθερότητας» ράγισε μετά την εγκληματική διαχείριση των πυρκαγιών και των πλημμυρών, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει σε δύο παραιτήσεις υπουργών της σε διάστημα μικρότερο των τριών μηνών μετά τις εκλογές του Ιούνη, η ΝΔ επιζητά να κερδίσει τη μάχη στις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους της χώρας. Η επιδίωξη αυτή της κυβερνητικής παράταξης συνδέεται με τις ευρωεκλογές του 2024 και την ανάγκη διατήρησης της εκλογικής κυριαρχίας της δεξιάς.
Τον κεντρικό πολιτικό χαρακτήρα των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν τον καθορίζει μόνο η στάση των αστικών και ρεφορμιστικών κομμάτων, αλλά και οι ίδιοι οι δήμοι, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Από τον «Καποδίστρια» μέχρι τον «Κλεισθένη» και από τον «Καλλικράτη» μέχρι τον Νόμο 4804/21, οι δήμοι σε όλη τη χώρα τείνουν να μετατραπούν σχεδόν ολοκληρωτικά σε εξαρτήματα του αστικού κράτους. Στη βάση αυτή, το κράτος αποσύρεται από μια σειρά αρμοδιότητες, όπως είναι οι συντηρήσεις δρόμων, τα σχολεία, οι παιδικοί σταθμοί, τα έργα αντιπλημμυρικής, αντισεισμικής και αντιπυρικής προστασίας, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανακύκλωση κ.ά., μετακυλίοντας την ευθύνη στους δήμους, που καλούνται να αντεπεξέλθουν με τα πενιχρά χρήματα των ΕΣΠΑ και άλλων προγραμμάτων της ΕΕ. Η ίδια, βέβαια, απευθείας χρηματοδότηση των δήμων και των περιφερειών από την ΕΕ αποδεικνύει τη μετατροπή τους σε δεκανίκια της ευρωενωσιακής αντιλαϊκής πολιτικής.
Τα πρόσφατα θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα εργαζομένων στους δήμους αποτελούν ένα ακόμη στοιχείο για την πλήρη εναρμόνιση των τελευταίων στις αντεργατικές και αντιλαϊκές επιταγές της πολιτικής του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας ολιγαρχίας του πλούτου. Προκειμένου οι προϋπολογισμοί των ΟΤΑ (Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης) να είναι ισοσκελισμένοι και οι δαπάνες τους συγκεκριμένες, οι εργαζόμενοι σε αυτούς δουλεύουν σε συνθήκες ελαστικής εργασίας, με τετράμηνες και οχτάμηνες συμβάσεις ή «συμβάσεις έργου», με αποτέλεσμα όχι μόνο τη ραγδαία αύξηση των εργατικών ατυχημάτων, αλλά και τη γενίκευση ενός καθεστώτος εργασιακής επισφάλειας στους δήμους. Δίπλα στο καθεστώς αυτό, έρχονται να προστεθούν οι απευθείας ή μέσω διαγωνισμών αναθέσεις μικρών και μεγάλων έργων στους δήμους, όπως πχ ο «Μεγάλος Περίπατος» στην Αθήνα, στον οποίο δούλευαν εργαζόμενοι σε συνθήκες καύσωνα και ενώ ήταν σε ισχύ απαγορευτική απόφαση του υπουργείου Εργασίας για τις οικοδομικές εργασίες. Εκτός των άλλων, αυτού του τύπου οι «αναθέσεις» αποτελούν ένα πεδίο ασύδοτης κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, και ιδιαίτερα των κατασκευαστικών εταιρειών, που μέσω των ΣΔΙΤ αυξάνουν ραγδαία τα κέρδη τους.
Στο τέλος, φυσικά, είναι ο ίδιος ο λαός που καλείται να «πληρώσει τα σπασμένα». Με την αύξηση των δημοτικών τελών, με «τέλη ανακύκλωσης» για μια ανακύκλωση που είτε δε γίνεται καθόλου, είτε πραγματοποιείται σε ελάχιστο βαθμό, με μετακύλιση του κόστους από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα) στις πλάτες του. Οι συνέπειες της κρατικής εγκατάλειψης και της μετατροπής των δήμων και των περιφερειών σε μακρύ χέρι του κράτους φάνηκαν ιδιαίτερα στις πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες, όπου για μια ακόμη φορά το μπαλάκι των εγκληματικών ευθυνών για τις τεράστιες καταστροφές πετιόταν από την κυβέρνηση στις περιφέρειες και από τις περιφέρειες στους δήμους, προκειμένου να μείνει στο απυρόβλητο η ίδια βαθιά αντιλαϊκή πολιτική που όλοι μαζί υπηρέτησαν και συνεχίζουν να υπηρετούν.
Στις συνθήκες αυτές, η μάχη των δημοτικών εκλογών αποτελεί μια πρώτη «σφυγμομέτρηση» της κοινωνίας μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά και μπροστά σε έναν ιδιαίτερα δύσκολο και βαρύ χειμώνα, με το κόστος ζωής να αυξάνεται συνεχώς, την ίδια στιγμή που μισθοί και συντάξεις εξανεμίζονται πολύ πριν τελειώσει ο μήνας.
Αν για τη ΝΔ οι εκλογές αυτές αποτελούν πρόκριμα για τις ευρωεκλογές και πεδίο εδραίωσης της κυριαρχίας της στο αστικό πολιτικό παιχνίδι, για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν πρόκριμα για την πολιτική αναδιάταξη του χώρου της κεντροαριστεράς και την προσπάθεια ανασυγκρότησής του, μετά την εκλογή και του νέου προέδρου του. Μέσω της στήριξης δικών του είτε «ανεξάρτητων» υποψηφίων ή ακόμα και στηρίζοντας υποψηφίους μαζί με το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να μειώσει τη μεγάλη διαφορά με τη ΝΔ που καταγράφηκε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη σχεδόν στα μισά αντιλαϊκά και αντεργατικά νομοσχέδια της κυβέρνησης, η σύμπλευση είτε ως δημοτική αρχή είτε ως αντιπολίτευση με την κυβερνητική πολιτική, αλλά ακόμη και η υποστήριξη υποψηφίων της δεξιάς σε μεγάλους δήμους της χώρας, όπως στο Περιστέρι, αποτελούν βασικά στοιχεία της δεξιάς μετατόπισης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την οποία και «πλήρωσε» στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και δεν αποκλείεται και στις δημοτικές εκλογές να «εισπράξει» τα επίχειρα της πολιτικής του.
Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ, στηρίζοντας από κοινού υποψηφίους με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη ΝΔ, δεν μπορεί στην πραγματικότητα να διαχωρίσει τη θέση του από την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική. Την ίδια πολιτική υπηρέτησε ως κυβέρνηση και στήριξε ως «αντιπολίτευση», την ίδια πολιτική εφάρμοσαν και στήριξαν οι «πράσινες» περιφερειακές και δημοτικές αρχές.
Στο σημείο αυτό, έχει σημασία να αναφερθούμε σε δημοτικούς συνδυασμούς προερχόμενους από τον χώρο της ακροδεξιάς. Αν και το φαινόμενο είναι σαφώς πιο περιορισμένο σε έκταση και βάθος σε σχέση με προηγούμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, η διαφαινόμενη είσοδος του φυλακισμένου νεοναζί Κασιδιάρη στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, μετά και από την είσοδο στη Βουλή τριών ακροδεξιών κομματικών σχηματισμών, αποτελεί πρόκληση για τα δημοκρατικά και αντιφασιστικά αισθήματα του λαού μας. Για την επάνοδο της ακροδεξιάς στο πολιτικό προσκήνιο βασικός υπεύθυνος είναι η κυβέρνηση που όλο αυτό το διάστημα με τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες θυματοποίησε τον Κασιδιάρη, προσφέροντάς του διαφήμιση και προβολή, αλλά και η πολιτική της. Η πολιτική που φέρνει ακρίβεια, φτώχεια και ανεργία για τον λαό, την ίδια στιγμή που μετατρέπει τη χώρα μας σε αμερικανονατοϊκό ορμητήριο και βαθαίνει την εξάρτησή της από τον ιμπεριαλισμό, καλλιεργεί τον ρατσισμό και τον εθνικισμό, ενώ αντιμετωπίζει με ακραία καταστολή και τρομοκρατία τις εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις. Είναι κατά συνέπεια κροκοδείλια τα δάκρυα των κυβερνώντων και περίσσια η υποκρισία τους, αφού αυτοί φέρουν την κύρια ευθύνη για την άνοδο κομμάτων και σχηματισμών της ακροδεξιάς και του φασισμού.
Το Μ-Λ ΚΚΕ δίνει την πολιτική μάχη των δημοτικών εκλογών, αναδεικνύοντας πρώτα απ’ όλα τα τοπικά και ευρύτερα ζητήματα που απασχολούν τον λαό, τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Δεν τρέφουμε αυταπάτες για το χαρακτήρα των δήμων και τη μετατροπή τους σε μακρύ χέρι του αστικού κράτους, αλλά παλεύουμε μέσα στις γειτονιές, τις συνοικίες, τις πόλεις και τα χωριά που ζει και αναπνέει ο δοκιμαζόμενος λαός μας να δυναμώσουμε την πάλη και τις εργατικές-λαϊκές διεκδικήσεις ενάντια στη βάρβαρη κυβερνητική πολιτική. Αντιπαλεύουμε σταθερά και αταλάντευτα τις αντιλήψεις που επιχειρούν να δώσουν στις δημοτικές εκλογές απολίτικο και ακομμάτιστο χαρακτήρα, για να κρύψουν πίσω από αυτόν τη σύμπλευση με την κυρίαρχη εφαρμοζόμενη πολιτική. Ταυτόχρονα, στεκόμαστε απέναντι σε ψευτοαριστερές αντιλήψεις και δυνάμεις που εξωραΐζουν τους δήμους ως εξαρτήματα του κράτους, καθώς και το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ, με το οποίο έχει θεσπιστεί η εκλογή δημάρχου και περιφερειάρχη με το 43% συν μια ψήφο, το όριο του 3%, η κατοχή των 3/5 των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων από τον πρώτο σε ψήφους συνδυασμό, η κατάργηση των ξεχωριστών καλπών για τις κοινότητες και τα δημοτικά διαμερίσματα προκειμένου οι δήμοι να είναι ακόμη πιο ξεκομμένοι από τους δημότες, η υποχρεωτική συμμετοχή κάθε συνδυασμού στο 80%(!) των κοινοτήτων ενός δήμου για τη συμμετοχή στις εκλογές, η αύξηση των παραβόλων για τους υποψήφιους δημάρχους και περιφερειάρχες, αλλά και η επαναφορά της 5ετούς θητείας των δημοτικών και περιφερειακών αρχών.
Για κάθε δύναμη με αναφορά στην αριστερά, η καταγγελία του αντιδημοκρατικού αυτού πλαισίου, αλλά και συνολικά της μετατροπής των δήμων σε γρανάζια του κρατικού μηχανισμού θα έπρεπε να είναι αυτονόητη.
Παρόλα αυτά, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της Λαϊκής Συσπείρωσης, στη βάση της ρεβιζιονιστικής και συμβιβαστικής τους πολιτικής έχουν αναγάγει τις εκλογές σε «μητέρα των μαχών», αποσιωπώντας όλα τα παραπάνω. Για ακόμη μια φορά, η ηγεσία του κόμματος του Περισσού υποτάσσει το σύνολο των πολιτικών του παρεμβάσεων στην εκλογική του ενίσχυση και προχωρά «σαν να μην πέρασε μια μέρα». Για «κόκκινους δήμους όπως η Πάτρα» διαβάζουμε στον Ριζοσπάστη, «κάντο όπως στην Ικαρία» γράφουν τα στελέχη του ΚΚΕ, καλλιεργώντας ρεφορμιστικές αυταπάτες τόσο για τους δήμους και την πλήρη εξάρτησή τους από την ΕΕ και το αστικό κράτος, όσο και για τις εκλογές. Και έχει σημασία να αναφέρουμε πως η «κόκκινη» δημοτική αρχή Πελετίδη στην Πάτρα (η μόνη που πλέον ελέγχει το ΚΚΕ) δεν έχει επί της ουσίας σε κανένα επίπεδο αμφισβητήσει την κυρίαρχη πολιτική στο επίπεδο των δήμων. Διαχειρίζεται τα χρήματα των ΕΣΠΑ και του «ιμπεριαλιστικού σφαγείου» -όπως καταγγέλλει σε άλλα κείμενα- της ΕΕ, έχει προχωρήσει σε ΣΔΙΤ, ενώ διατηρεί ακέραιο το απαράδεκτο εργασιακό καθεστώς των συμβασιούχων για τους εργαζόμενους στο Δήμο. Τα ίδια έπρατταν την προηγούμενη περίοδο και άλλες δημοτικές αρχές της Λαϊκής Συσπείρωσης δυσφημώντας την αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα, χαμηλώνοντας το πεδίο των λαϊκών διεκδικήσεων στους δήμους στο επίπεδο μιας καλύτερης «διαχείρισης». Αυτοί είναι οι «κόκκινοι δήμοι» που ευαγγελίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ, προβάλλοντας τα «έργα βιτρίνας» και μικροπαρεμβάσεις για τα οποία άλλοτε κατήγγελλε τις δημοτικές αρχές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Από την άλλη πλευρά, συνδυασμοί δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά, από το ΜέΡΑ 25 και τη ΛΑΕ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση εναλλακτική αριστερή διέξοδο στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Δυνάμεις που λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές αναλώνονταν σε «συντροφικά αλληλομαχαιρώματα» και κατέβαιναν με εντελώς διαφορετικά πολιτικά προγράμματα, τώρα στηρίζουν διαφορετικούς συνδυασμούς στις περιφέρειες και διαφορετικούς στους δήμους, όπως στον δήμο της Αθήνας που ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις στηρίζουν τον ίδιο συνδυασμό, αλλά διαφορετικό στην Περιφέρεια Αττικής. Με ρεφορμιστικά προγράμματα που ξεκινούν από τη «διαγραφή του χρέους» και καταλήγουν στον «κοινωνικό έλεγχο» δομών των δήμων, μέχρι συμβιβαστικές θέσεις που περιορίζονται σε μια «φιλολαϊκή» διαχείριση, οι δυνάμεις της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΜέΡΑ 25 (που σε μια σειρά δήμους στηρίζει συνδυασμούς του ΣΥΡΙΖΑ) απέχουν πολύ από το να εκφράσουν μια πραγματικά αριστερή πολιτική στις δημοτικές εκλογές. Για μια ακόμη φορά, οι δυνάμεις αυτές αναλώνονται σε καιροσκοπικές και εφήμερες συνεργασίες, εξωραΐζοντας το χαρακτήρα των δήμων, καλλιεργώντας επικίνδυνες ρεφορμιστικές αυταπάτες που οδηγούν ένα ολόκληρο αγωνιστικό δυναμικό στην απογοήτευση,την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.
Στη βάση των απαράδεκτων αντιδημοκρατικών περιορισμών και των υπέρογκων αυξήσεων των παραβόλων για συμμετοχή στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, αλλά και κόντρα στην κυρίαρχη πολιτική μετατροπής των δήμων σε μακρύ χέρι του αστικού κράτους, το Μ-Λ ΚΚΕ καλεί τους εργαζόμενους, τον λαό και τη νεολαία να ψηφίσουν ΛΕΥΚΟ τόσο στις πρώτες, όσο και στις δεύτερες εκλογές. Το Λευκό εκφράζει την αποδοκιμασία απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική και την εφαρμογή της στους δήμους, όπως αυτή εκδηλώνεται από τις κυρίαρχες δυνάμεις.
Το Μ-Λ ΚΚΕ στο δήμο Ηλιούπολης υποστηρίζει την «Αριστερή Πρωτοβουλία», με υποψήφιο δήμαρχο τον συνταξιούχο εκπαιδευτικό και δημοτικό σύμβουλο, σύντροφο Γιώργο Σόφη. Το αγωνιστικό ψηφοδέλτιο της «Αριστερής Πρωτοβουλίας Ηλιούπολης», η μαχητική παρέμβαση της παράταξης στα μικρά και μεγάλα προβλήματα των κατοίκων της περιοχής αποτελεί παράδειγμα συνοικιακής δουλειάς και παρέμβασης μιας πραγματικά αριστερής δύναμης.
Η παρέμβαση του M-Λ KKE τόσο στην Ηλιούπολη όσο και πανελλαδικά στοχεύει στην ανάδειξη των μεγάλων και μικρών προβλημάτων που απασχολούν τους εργαζόμενους και τον λαό μας, στην κατάδειξη των υπευθύνων που δεν είναι άλλοι από την πολιτική της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεών της και κυρίως στην υπόδειξη του αγωνιστικού, ενωτικού λαϊκού αγώνα που μπορεί να διεκδικεί και να κατακτά λύσεις σε λαϊκά αιτήματα και προβλήματα.
Απέναντι στην άγρια αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, στην πολιτική της πείνας και της ανεργίας, της υποτέλειας και της τρομοκρατίας χρειάζεται να σταθεί μια πραγματική αριστερά, στυλοβάτης και οργανωτής των λαϊκών αγώνων, που θα συγκρούεται με την αστική πολιτική και θα υπερασπίζεται με συνέπεια τα λαϊκά συμφέροντα.
Μια πραγματικά αριστερή πολιτική που θα προωθεί σταθερά τους μεγάλους στόχους του λαϊκού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ενάντια στην εξάρτηση και την υποτέλεια, ενάντια στους πολέμους των ιμπεριαλιστών, για να φύγει η χώρα μας από το NATO και την EE και να πάψει να είναι φονική βάση για τις πολεμικές τους επιδρομές.
Αυτή την πολιτική φιλοδοξεί να εκφράσει η παρέμβαση των δυνάμεων του M-Λ KKE είτε με τη μορφή συγκρότησης και στήριξης συγκεκριμένων συνδυασμών όπως της «Αριστερής Πρωτοβουλίας» στην Hλιούπολη, είτε με τη μορφή γενικής πολιτικής παρέμβασης σε πανελλαδική κλίμακα.