Στις 26 Μάη είναι προγραμματισμένες οι επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές (δημοτικές και περιφερειακές) οι οποίες θα διεξαχθούν σίγουρα μαζί με τις ευρωεκλογές. Αν και κανείς δεν γνωρίζει τις πραγματικές προθέσεις και τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς σε ό,τι αφορά τις βουλευτικές εκλογές, ένα είναι σίγουρο. Μπήκαμε και επίσημα στην προεκλογική περίοδο και όσο θα πλησιάζουμε προς τις κάλπες, τα ψευτοδιλήμματα και οι εκβιασμοί που θα ασκούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, αλλά και η ευρύτερη πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στα αστικά και ρεφορμιστικά κόμματα θα ανεβαίνουν.
Πολλές φορές τα μεγάλα αστικά κόμματα – και όχι μόνο αυτά – επιχείρησαν να προσδώσουν στις δημοτικές εκλογές τον χαρακτήρα της πιο “χαλαρής” ή και “τοπικής” ψήφου, επιδιώκοντας να την υποβαθμίσουν και να την αποσυνδέσουν από την κυρίαρχη πολιτική. Ταυτόχρονα θέλουν να δικαιολογήσουν τη ρευστότητα και κινητικότητα που παρουσιάζεται στους υποψηφίους των δημοτικών συνδυασμών. Η ρητορική αυτή δεν παύει να είναι προπέτασμα καπνού για να συγκαλυφθεί το πραγματικό περιεχόμενο και ο χαρακτήρας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία αποτελεί διαχρονικά το μακρύ χέρι του αστικού κράτους. Ο “Κλεισθένης” που διαδέχεται τον κακόφημο προκάτοχό του, τον “Καλλικράτη”, επιβεβαιώνει ακριβώς αυτή την πολιτική που μετατρέπει τους δήμους σε εξαρτήματα της φορομπηχτικής πολιτικής και της διάλυσης των κοινωνικών δομών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο δήμος της Αθήνας, ο μεγαλύτερος σε πληθυσμό στη χώρα και στον οποίο συσσωρεύεται το σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών αντιθέσεων, δεν μπορεί παρά να αποτελεί πεδίο κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ τα όποια αποτελέσματα είναι βέβαιο πως θα αξιοποιηθούν κατάλληλα στην περίπτωση που οι βουλευτικές εκλογές πραγματοποιηθούν σε μεταγενέστερο χρόνο.
Όλα λοιπόν τα αστικά και ρεφορμιστικά κόμματα ρίχνουν στη μάχη του πρώτου δήμου της χώρας κεντρικά τους στελέχη δίνοντας τον τόνο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εδώ και αρκετό διάστημα ανακοινώσει την υποψηφιότητα του Ν. Ηλιόπουλου. Πρόκειται για τον πρώην υφυπουργό εργασίας, που διατηρήθηκε στη θέση αυτή για ένα χρόνο ως και τον περασμένο Φλεβάρη. Τώρα λοιπόν που χρεοκόπησε η πολιτική της “πρώτης φοράς Αριστερά”, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται με τη δημαγωγία των “νέων” και “άφθαρτων” στελεχών, που δεν μπλέκονται με το λεγόμενο σύστημα της διαπλοκής, το οποίο υπηρετεί υποτίθεται το “παλιό” πολιτικό κατεστημένο. Πρόκειται για πιστή αντιγραφή της πολιτικής που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, χρίζοντας ως υπουργούς και υφυπουργούς της κυβέρνησής του νέα στελέχη, που δεν έχουν “καεί” από την πολιτική των μνημονίων που επέβαλε και υπηρετεί, για να αντιπαρατεθεί ταυτόχρονα με τη ΝΔ και να την καταδείξει ως το κατεξοχήν κόμμα της διαπλοκής και της διαφθοράς. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκαλύψει το γεγονός πως, παρά τις όποιες διαφορές τούς χωρίζουν, η πολιτική του μοιάζει με αυτή της ΝΔ σαν δύο σταγόνες νερό. Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, ο Ηλιόπουλος καλείται επιπρόσθετα να στηρίξει την επιβολή της νέας αντιδραστικής τομής στην τοπική αυτοδιοίκηση που ακούει στο όνομα “Κλεισθένης”.
Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ κρύβει και μια ακόμα πτυχή. Τα επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν επέλεξαν ένα πιο ηχηρό και προβεβλημένο στέλεχος γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως ο δήμος της Αθήνας αποτελεί προνομιακό πεδίο για τη ΝΔ. Θυμίζουμε πως πέρα από τις δύο τελευταίες θητείες του Καμίνη, η ΝΔ κατείχε τον δήμο της Αθήνας για πολλά χρόνια. Είναι βέβαιο λοιπόν, πως τα επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξουν, μέσα από την επιλογή Ηλιόπουλου, να υποβαθμίσουν πολιτικά μια ενδεχόμενη ήττα στον δήμο της Αθήνας.
Από τη μεριά της η ΝΔ αναδεικνύει ως υποψήφιο δήμαρχο για την Αθήνα τον Κ. Μπακογιάννη, νυν περιφεριάρχη Στερεάς Ελλάδας. Παρά το γεγονός πως ο Μπακογιάννης είχε δημιουργήσει στο πρόσφατο παρελθόν πρόβλημα στην ηγεσία της ΝΔ, όπως συνέβη στο “Αναπτυξιακό Συνέδριο Στερεάς Ελλάδας” το 2017, όπου συναντήθηκε με τον Τσίπρα, αποτελεί την βασική της επιλογή προεξοφλώντας μάλιστα τη νίκη στις εκλογές. Τα επιτελεία που φιλοτεχνούν την υποψηφιότητα του Μπακογιάννη επιχειρούν να του προσδώσουν ένα “σύγχρονο”, “μεταρρυθμιστικό”, “κεντρώο” προφίλ σε μια προσπάθεια εξωραϊσμού και συγκάλυψης της αντιλαϊκής πολιτικής που εκφράζει τόσο ο ίδιος όσο και η ΝΔ. Ο Μπακογιάννης εμφανίζεται σαν η καλύτερη ίσως επιλογή της ΝΔ, αφού αποτελεί εγγύηση για την επιβολή της αντιδραστικής πολιτικής της, που σημαίνει τη διάλυση όλων των κοινωνικών δομών (υγεία, πρόνοια, καθαριότητα κλπ) και το ξεπούλημά τους στον ιδιωτικό τομέα, την ένταση της καταστολής και της αστυνομοκρατίας, με την ενίσχυση του ρόλου της δημοτικής αστυνομίας.
Πονοκέφαλο για τη ΝΔ πρέπει να αποτελεί η απόφαση του Βουλγαράκη, πρώην στελέχους της και διαγραμμένου από τον Σαμαρά το 2010, ο οποίος ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τον δήμο της Αθήνας. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία και σχετίζεται άμεσα με τους εσωκομματικούς τριγμούς και αντιπαραθέσεις που εξακολουθούν να υφίστανται στη ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση ο Βουλγαράκης είναι βέβαιο πως θα “ψαλιδίσει” τη δυναμική του Μπακογιάννη. Το μέγεθος του προβλήματος θα το δούμε.
Την ίδια στιγμή το ΚΙΝΑΛ παρέχει στήριξη στον Π. Γερουλάνο, δεξί χέρι του Γ. Παπανδρέου, προσπαθώντας να διασωθεί πολιτικά, αλλά και να αναδειχθεί ως η χρήσιμη και ρυθμιστική δύναμη. Γι αυτό και ο Γερουλάνος απ’ την πρώτη κιόλας τοποθέτησή του δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει πως “πρέπει να συνεργαστούμε με όλους όσους χρειάζεται”. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο Γερουλάνος έχει και τη δημόσια στήριξη του Κοτζιά, μέχρι πρότινος υπουργού εξωτερικών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Απ’ τις πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ επιβεβαιώνεται πως, πέρα από τις όποιες αποχρώσεις, κοινός παρονομαστής της πολιτικής τους είναι το ξεπούλημα και η πλήρης ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών δομών, με έμφαση στο φλέγον ζήτημα της καθαριότητας και των απορριμάτων, σε έναν τομέα δηλαδή που αδημονούν τα αρπακτικά της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας” να κατασπαράξουν τη λεία και να θησαυρίσουν. Παράλληλα, όλοι συμφωνούν πως πρέπει να ενισχυθεί και να ενταθεί η κρατική καταστολή και η αστυνομοκρατία στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας το αναμασημένο επιχείρημα της λεγόμενης ασφάλειας των πολιτών σε αντιπαράθεση με την έξαρση της προσφυγικής κρίσης, που έχει σοβαρές και πραγματικές επιπτώσεις στην Αθήνα. Βέβαια ο Ηλιόπουλος, σπεύδει να διαχωριστεί φραστικά από τους αντιπάλους του και οριοθετείται λέγοντας πως “η ασφάλεια είναι ζήτημα δημοκρατίας”.
Το ΚΚΕ από τη μεριά του προωθεί τον Ν. Σοφιανό, ένα από τα κορυφαία και δοκιμασμένα στελέχη του, επιχειρώντας να συσπειρώσει το μέγιστο των δυνάμεών του γύρω από τη γνωστή γραμμή του, κράμα ρεφορμισμού και τροτσκιστικών αντιλήψεων.
Στο ίδιο μήκος κύματος, με πιο αντικαπιταλιστική λογοκοπία, αναμασώντας τα χρεοκοπημένα ρεφορμιστικά μεταβατικά προγράμματα της διαγραφής του χρέους και των εθνικοποιήσεων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΣΕΚ) συμμετέχει με υποψήφιο τον Π. Κωνσταντίνου. Από την άλλη μεριά το ΝΑΡ, η άλλη βασική συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ανακοίνωσε την ξεχωριστή κάθοδο της στις δημοτικές εκλογές στο δήμο της Αθήνας. Η κατάσταση αυτή αποτελεί συνέπεια των εσωτερικών αντιπαραθέσεων που χωρίζουν τις δύο συνιστώσες της (ΝΑΡ - ΣΕΚ) και οι οποίες έχουν μετατρέψει στην πράξη το ρεφορμιστικό σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα καθαρά εκλογικό- καιροσκοπικό σχηματισμό.
Η φασιστική συμμορία της ΧΑ, κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας με επικεφαλής τον αρχιτραμπούκο της Η. Κασιδιάρη. Αφού εδραίωσε την παρουσία της, τόσο σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο όσο και στο δήμο της Αθήνας, επιδιώκει τώρα να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο λεηλατώντας και δηλητηριάζοντας τις συνειδήσεις, ιδιαίτερα των ανθρώπων από τις πιο φτωχές και λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, με τη ρατσιστική και ξενοφοβική ρητορική της, αλλά και την δολοφονική της δράση απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες που ζουν στην πόλη.
Σε κάθε περίπτωση, η μάχη των βασικών υποψηφίων για τον πρώτο δήμο της χώρας δεν θα δοθεί πάνω στο έδαφος των ζωτικών προβλημάτων του λαού της Αθήνας. Αντίθετα, θα αποτελέσει πρόκριμα για τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις και κομβικό σημείο αντιπαράθεσης για το ποιος θα αποτελέσει τον καλύτερο επίδοξο διαχειριστή μιας αντιλαϊκής πολιτικής.
Απ’ αυτή την άποψη, οι εκλογές αυτές διεξάγονται σε ένα απολύτως στημένο και ναρκοθετημένο τοπίο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και τα συμφέροντα του λαού.