The Shazam Effect

Κατηγορία: 

To 2000, ο διδακτορικός φοιτητής του Stanford, Avery Wang, μαζί με δυο απόφοιτους επιχειρηματικών σπουδών, συνίδρυσε μία start-up εταιρεία, την Shazam. Σκοπός τους ήταν να αναπτύξουν μια υπηρεσία, η οποία θα μπορούσε να αναγνωρίσει το οποιοδήποτε τραγούδι μέσα σε δευτερόλεπτα, με την χρήση μόνο ενός κινητού τηλεφώνου.

Το Shazam κυκλοφόρησε το 2002. Από τότε, το έχουν κατεβάσει περισσότεροι από 500 εκατομμύρια χρήστες, και έχει χρησιμοποιηθεί για να αναγνωριστούν περισσότερα από 30 εκατομμύρια τραγούδια, κάνοντάς το μία από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές στον κόσμο. Ενώ όμως οι περισσότεροι χρήστες το θεωρούν, απλά, ένα ξεκούραστο εργαλείο αναγνώρισης τραγουδιών, αυτό έχει φτάσει να προσφέρει κατι πολύ περισσότερο: ένα σύστημα έγκαιρης ανίχνευσης επιτυχιών.

Αποκωδικοποιώντας περίπου 20 εκατομμύρια αναζητήσεις κάθε μέρα, το Shazam μπορεί να αναγνωρίσει ποια τραγούδια αρχίζουν να γίνονται επιτυχίες και πού, πριν από οποιοδήποτε άλλον. Το 2014, το Shazam ανήρτησε έναν διαδραστικό χάρτη, επιτρέποντας στους χρήστες να επικεντρωθούν στις πόλεις του ενδιαφέροντός τους και να δουν ποια είναι εκείνα τα τραγούδια με τον μεγαλύτερο αριθμό αναζητήσεων. Αυτός ο χάρτης, ο οποίος λειτουργεί σαν ένας σεισμογράφος της pop μουσικής σε πραγματικό χρόνο, βοηθά διάφορους ανιχνευτές ταλέντων να ανακαλύψουν ανερχόμενους καλλιτέχνες, προτού αυτοί γίνουν stars.

Οι αναζητήσεις μέσω του Shazam είναι ένας από τους πολλούς, πλέον, τρόπους, όπου η πληροφορία οδηγεί την μουσική βιομηχανία. Προωθητές συναυλιών μελετούν το Spotify, προκειμένου να οδηγήσουν τα συγκροτήματα τους στις πόλεις εκείνες, στις οποίες έχουν τους περισσότερους ακροατές, και κάποιοι καλλιτέχνες μελετούν το Pandora για να δουν σε ποια συναυλία θα παίξουν ποιο τραγούδι. Εν ολίγοις, όλες οι αναζητήσεις, με αντίστοιχα μέσα, και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλέον χρησιμοποιούνται για να απαντηθεί η ερώτηση την οποία η μουσική βιομηχανία ρωτά για περίπου έναν αιώνα: τι είναι αυτό που θέλει να ακούει ο κόσμος;

Η pop μουσική είνα μια συναισθηματική υπόθεση, και η πρόβλεψη της επόμενης μεγάλης επιτυχίας, συχνά σήμαινε ότι τα στελέχη των δισκογραφικών εταιρειών έπρεπε να καθίσουν σε ένα γεμάτο μπαρ, και να παρακολουθήσουν μια νεανική μπάντα να συνδέεται με το πλήθος. Τώρα όμως που οι νέοι καλλιτέχνες είναι πιο πιθανό να γίνουν γνωστοί μέσω του twitter, πιθανόν η καρέκλα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή τους να είναι η καλύτερη θέση.

Το 2014, η Next Big Sound, μια εταιρεία ανάλυσης δεδομένων μουσικής στη Νέα Υόρκη, αποκάλυψε ένα προσαρμόσιμο εργαλείο αναζήτησης, το Find, το οποίο για μια συνδρομή εκατοντάδων χιλιάδων δολλαρίων, βοηθά κυνηγούς ταλέντων να σαρώσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να εντοπίσουν εκείνους τους καλλιτέχνες που εμφανίζουν εκκολαπτόμενη δημοφιλία.

Παρ’ όλα αυτά, η Next Big Sound έχει ανακαλύψει ότι η διάχυση μέσω ραδιοφώνου παραμένει ο πιο σημαντικός παράγοντας, ο καλύτερος τρόπος να συστήσεις τους ακροατές σε ένα νέο τραγούδι. Αφού το ακούσουν μερικές φορές στο ραδιόφωνο, τείνει να τους αρέσει περισσότερο. Έχουν ανακαλύψει, επίσης, ότι οι επισκέψεις στην Wikipedia σελίδα του καλλιτέχνη είναι το δεύτερο πιο σημαντικό πράγμα. Οι αναζητήσεις στην Wikipedia είναι αποκαλυπτικές για τον ίδιο λόγο που είναι και οι αντίστοιχες του Shazam. Ενώ το να παιχτεί ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο εξασφαλίζει ότι ο κόσμος το έχει ακούσει, από το Shazam καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος θέλει να μάθει περισσότερα.

 Για να καταφέρουν οι δισκογραφικές εταιρείες να έχουν ένα τραγούδι τους στο ραδιόφωνο όμως, έρχονται αντιμέτωπες με ένα παράδοξο. Πώς αποδεικνύει κάποιος ότι το τραγούδι αυτό θα γίνει επιτυχία, όταν δεν το έχει ακούσει κανείς; Στο παρελθόν, οι εταιρίες συνήθιζαν να πιέζουν αφόρητα ή ακόμη και να δωροδοκούν ευθέως τους σταθμούς προκειμένου να προωθήσουν την μουσική τους. Τα τραγούδια γινόντουσαν επιτυχίες επειδή τα στελέχη των εταιρειών είχαν προαποφασίσει ότι θα γίνουν επιτυχίες.

Αλλά σήμερα, ακόμη και το ραδιόφωνο, έχει αρχίσει να βασίζεται περισσότερο στην πληροφορία. Όταν τα ίδια στελέχη των δισκογραφικών απευθύνονται σε έναν σταθμό, το κάνουν εξοπλισμένοι με στοιχεία. Η αναζήτηση για την απόδειξη των δυνατοτήτων ενός τραγουδιού έχει γίνει εξαντλητική. Δεν αρκούν μόνο οι πωλήσεις, το youtube, το facebook, η ακόμη και ιδιόκτητες έρευνες. Για να πειστεί ένας μεγάλος σταθμός να παίξει ένα τραγούδι, οι εταιρείες θα πρέπει να έχουν συνδυάσει όλη την παραπάνω πληροφορία.

Μια αντίστοιχη αλλαγή συμβαίνει και στα μουσικά charts, όπως για παράδειγμα το Billboard Hot 100, το οποίο περιλαμβάνει τα κορυφαία, σε δημοφιλία, τραγούδια στην Αμερική από το 1958. Για δεκαετίες το Billboard βασιζόταν στους ιδιοκτήτες δισκάδικων και στους ραδιοφωνικούς σταθμούς προκειμένου να εκθέσει τα πιο αγορασμένα, και τα πιο ακουσμένα, τραγούδια, αντίστοιχα. Και οι δυο ψεύδονταν, συχνά επειδή οι εταιρείες δωροδοκούσαν τους σταθμούς για να προωθούν συγκεκριμένους δίσκους, ή επειδή τα καταστήματα δεν ήθελαν να προωθούν δίσκους τους οποίους δεν είχαν σε διαθεσιμότητα. Ολόκληρη η βιομηχανία βασιζόταν σε αμφίβολα στοιχεία.

Το Billboard Hot 100 έχει μεγάλη σημασία, γιατί δεν αντανακλά, μόνο, τις προτιμήσεις των ακροατών, αλλά, ακόμη περισσότερο, τις σχηματίζει. Μια έρευνα του πανεπιστημίου Columbia, το 2006, σχετικά με την επιρροή των κατατάξεων τραγουδιών έδειξε ότι η δημοφιλία μπορεί να είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι ερευνητές έστειλαν τους συμμετέχοντες σε διαφορά μουσικά sites, στα οποία μπορούσαν να ακούσουν διάφορα τραγούδια και να κατεβάσουν τα αγαπημένα τους. Μερικά sites είχαν κατατάξεις των τραγουδιών με βάση τις λήψεις τους, μερικά όχι. Οι συμμετέχοντες που είδαν όμως αυτές τις κατατάξεις, τις περισσότερες φορές, άκουσαν τα πιο δημοφιλή τραγούδια. Οι ερευνητές τότε αναρωτήθηκαν τι θα συνέβαινε αν παραποιούσαν τις κατατάξεις. Στο επόμενο πείραμα λοιπόν, κάποια sites είχαν τις πραγματικές λήψεις, και κάποια απολύτως ανεστραμμένες, με το τελευταίο σε δημοφιλία τραγούδι να είναι η νούμερο ένα επιτυχία. Οι ανεστραμμένες κατατάξεις άλλαξαν τα πάντα. Αγνοημένα τραγούδια εκτοξεύτηκαν σε δημοτικότητα και τα πιο δημοφιλή, αντίστοιχα, αγνοήθηκαν. Απλά επειδή οι συμμετέχοντες πίστεψαν ότι ένα τραγούδι είναι δημοφιλές, θέλησαν να το λάβουν.

Το Billboard αντικατέστησε το σύστημα του το 1991. Πλέον βασίζεται σε αυτόματη συλλογή πληροφορίας από τις ταμειακές μηχανές των καταστημάτων. «Αυτό ήταν ριζικό», ισχυρίζεται ο Silvio Pietroluongo, διευθυντής των κατατάξεων του Billboard. «Επιτέλους μπορέσαμε να δούμε ποιοι δίσκοι πουλάνε πραγματικά».

Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι οι καταναλωτές έχουν, πλέον, μεγαλύτερο μερίδιο επιρροής σχετικά με τις κατατάξεις των τραγουδιών, από αυτό που είχαν σε περασμένες δεκαετίες. Αλλά εδώ βρίσκεται, ίσως, και το παράδοξο. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει, είναι ότι ο κόσμος, πλέον, αναζητά τα ίδια γνώριμα τραγούδια εδραιώνοντας μια μουσική που είναι, εν πολλοίς, επαναλαμβανόμενη.

Τώρα που οι κατατάξεις του Billboard είναι πιο ακριβείς σε σχέση με το τι αγοράζει και ακούει ο κόσμος, τα τραγούδια παραμένουν σε αυτές, πολύ περισσότερο. Τα δέκα τραγούδια που έχουν περάσει τον περισσότερο χρόνο στο Hot 100, κυκλοφόρησαν μετά το 1991, όταν το Billboard άλλαξε το σύστημα του. «Απ’ ό,τι φαίνεται ο κόσμος θέλει να ακούει και να ξανακούει τα ίδια τραγούδια», λέει ο Pietroluongo.

Κι επειδή τα πιο δημοφιλή τραγούδια μένουν στα charts για μήνες, η σχετική αξία μιας επιτυχίας έχει εκτοξευθεί. Το 1% των συγκροτημάτων, έχει το 77% των εσόδων ολόκληρης της βιομηχανίας. Ακόμη κι αν το ποσοστό των ψηφιακών πωλήσεων μουσικής έχει σημειώσει μεγάλη άνοδο, τα 10 πιο προσοδοφόρα τραγούδια έχουν 82% μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς από ότι μια δεκαετία πριν.

Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, εν τω μεταξύ, πιέζουν τα όρια της επαναληπτικότητας σε νέα επίπεδα. Σύμφωνα με μια θυγατρική της iHeartMedia, οι Top 40 σταθμοί, πέρυσι, έπαιξαν τα 10 δημοφιλέστερα τραγούδια σχεδόν διπλάσιες φορές από ό,τι πριν από μια δεκαετία. Και όχι μόνο ακούμε τις ίδιες επιτυχίες με μεγαλύτερη συχνότητα, αλλά οι ίδιες οι επιτυχίες ακούγονται, όλο και περισσότερο, ίδιες. Όπως οι εταιρείες έχουν μάθει να αναγνωρίζουν καλύτερα τι πουλάει, έχουν γίνει και γρηγορότερες στο να παράγουν απομιμήσεις και αντιγραφές. Πολλοί ανησυχούν ότι η εξάρτηση από δεδομένα οδηγεί σε μια ομαδοποίηση των μουσικών ειδών, προωθώντας μια αποκαρδιωτική ομοιότητα στην pop μουσική.

Το 2012, το ισπανικό Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών δημοσίευσε μια έκθεση, κατά την οποία, η pop μουσική, φάνηκε, ότι γινόταν όλο και περισσότερο προβλέψιμη, ανακυκλώνοντας τις ίδιες τονικότητες ξανά και ξανά. Η μελέτη, η οποία εξέτασε 464.411 δημοφιλή τραγούδια σε όλον τον κόσμο μεταξύ 1955 και 2010, διαπίστωσε ότι περισσότερη παιγμένη μουσική της νέας χιλιετίας δείχνει «μικρότερη ποικιλία σε μεταβάσεις τονικότητας» από εκείνη οποιασδήποτε προηγούμενης δεκαετίας. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι παλιά τραγούδια μπορούν να αναπαραχθούν με τρόπο με τον οποίο να ακούγονται «νέα και μοντέρνα» απλά φρεσκάροντας την ενορχήστρωση και την αύξηση της «μέσης έντασης του ήχου».

Το πρόβλημα δεν έγκειται στους pop stars. Οι εγκέφαλοί μας προτιμούν μελωδίες που ήδη γνωρίζουμε (ο David Huron, μουσικολόγος στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, εκτιμά ότι τουλάχιστον το 90 τοις εκατό του χρόνου που περνάμε να ακούμε μουσική, αναζητούμε τραγούδια που έχουμε ξανακούσει). Αυτό συμβαίνει γιατί τα γνώριμα τραγούδια είναι πιο εύκολα στην επεξεργασία τους. Όσο λιγότερη προσπάθεια καταβάλλουμε μέσω ενός ερεθίσματος -ένα τραγούδι, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια ιδέα- τόσο περισσότερο έχουμε την τάση να μας αρέσει. Στην ψυχολογία, η ιδέα αυτή είναι γνωστή ως «ευχέρεια»: όταν μια πληροφορία καταναλώνεται άπταιστα, ικανοποιώντας τις προσδοκίες μας, μας γεμίζει με αυτοπεποίθηση.

«Αυτά με τα οποία είμαστε εξοικειωμένοι είναι παρήγορα, ιδιαίτερα όταν αισθανόμαστε ανήσυχοι», ισχυρίζεται ο Norbert Schwarz, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, ο οποίος μελετά την «ευχέρεια». «Όταν είμαστε σε κακή διάθεση, θέλουμε να δούμε τους παλιούς μας φίλους. Αυτό αντανακαλά και στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε την τέχνη. Όταν είμαστε αγχωμένοι δεν θέλουμε να δούμε μια νέα ταινία, ή να ακούσουμε ένα απαιτητικό νέο τραγούδι. Θέλουμε το παλιό και γνώριμο».

Το διαδίκτυο μπορεί να μας συνδέει με ένα σχεδόν ασύλληπτο πλήθος ακουσμάτων μουσικής, τμήμα του οποίου είναι τελείως παράγωγο, αλλά και άλλο το οποίο είναι πολύ πειραματικό και καινοτόμο. Υπηρεσίες συνεχούς ροής όπως το Spotify και η Pandora έχουν τραγούδια που, πριν από δεκαετίες, δεν θα χωρούσαν ούτε στο μεγαλύτερο μουσικό κατάστημα στον κόσμο. Οι υπηρεσίες αυτές δεν είναι μόνο μεγάλες σε πληροφορία, μπορούν, επίσης, να γίνουν, και εξαιρετικά προσωπικές.

Αλλά ακόμη και όταν μπορούμε να βυθιστούμε σε έναν ωκεανό μουσικής, η «Today’s Top Hits» εξακολουθεί να είναι η Νο 1 playlist στο Spotify όπως και ο πιο δημοφιλής σταθμός της Pandora. Ακόμα και όταν μας προσφέρεται η περισσότερη, από ποτέ, μουσική, οι περισσότεροι από εμάς προτιμάμε να ακούμε ό,τι νομίζουμε ότι ακούνε και οι υπόλοιποι.

 

Πρόδρομος Π.

Διαβάστε επίσης