Τη μεθεπόμενη Κυριακή, 16 Απρίλη, διεξάγεται στην Τουρκία το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση, που η ουσία της συνίσταται στην αποφασιστική ενίσχυση των εξουσιών του προέδρου της Δημοκρατίας, στην πραγματικότητα στην αλλαγή πολιτικής διακυβέρνησης, με την καθιέρωση “προεδρικής δημοκρατίας”.
Το πρώτο βήμα έγινε τον Αύγουστο του 2014, με την εκλογή του Ερντογάν για πρώτη φορά με καθολική ψηφοφορία στην προεδρία της Δημοκρατίας και αφού στη συνέχεια δεν είχε τους συσχετισμούς για να περάσει από το κοινοβούλιο τη συνταγματική αναθεώρηση, προκήρυξε το δημοψήφισμα, για να συγκεντρώσει η προεδρία τις βασικές πολιτικές, νομοθετικές, δικαστικές, εκτελεστικές εξουσίες με την κατάργηση της θέσης του πρωθυπουργού, και τη μεταφορά των εξουσιών του στον πρόεδρο, που συγκροτεί αυτός την κυβέρνηση, διορίζει τους υπουργούς κ.λ.π.
Πρόκειται για μια σημαντική πολιτική μεταβολή για την άρχουσα τάξη της Τουρκίας που σχεδιάζεται αρκετά χρόνια, πέρασε από πολλές φάσεις, τη δίχασε εσωτερικά και όξυνε σε πρωτοφανή βαθμό τις σχέσεις της με μιας σειρά χώρες, ιδιαίτερα της ΕΕ, και απομένει να διαπιστωθεί αν θα περάσει στις 16 Απρίλη.
Σταθμός που επιτάχυνε τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε το αποτυχημένο πραξικόπημα τον περασμένο Ιούλη.
Αυτό αξιοποίησε ο Ερντογάν για να τσακίσει τους πολιτικούς αντιπάλους του, να σαρώσει όλο τον κρατικό μηχανισμό, εκκαθαρίζοντας και καρατομώντας κάθε ενοχλητική φωνή και κηρύσσοντας τη χώρα σε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” και να προβάλει την ιδέα μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας που θα εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα και θα αντιμετωπίσει χωρίς κρίσεις και συγκρούσεις τα μεγάλα εσωτερικά και περιφερειακά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία.
Πατώντας ακριβώς πάνω στο αποτυχημένο πραξικόπημα και καθώς εμφανιζόταν παντοδύναμος ο Ερντογάν ύστερα από την εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων, οργάνωσε και προχώρησε στο δημοψήφισμα για τη συγκέντρωση στα χέρια ενός πανίσχυρου πολιτικού πόλου -για λογαριασμό της άρχουσας τάξης- όλων των εξουσιών που θα του επιτρέψει με τους καλύτερους όρους γι' αυτόν να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τόσο προς τα μέσα όσο προς τα έξω.
Τώρα μπροστά στο δημοψήφισμα από τη μια βρίσκεται το κόμμα του Ερντογάν, το ΑΚΡ, μαζί με το Εθνικιστικό Κίνημα των “γκρίζων λύκων”, υποστηρίζοντας το “ναι” και από την άλλη το Κεμαλικό, Ρεπουπλικανικό Λαϊκό Κόμμα μαζί με το κουρδικό κόμμα HDP, που βρίσκονται στη φυλακή οι ηγέτες του, υποστηρίζοντας το “όχι”.
Με τη δυναμική των εξελίξεων στην Τουρκία φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να ανακοπεί η πορεία που έχουν σχεδιάσει οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις με κέντρο το ΑΚΡ. Σίγουρα μια επικράτηση του “όχι” θα δημιουργήσει μεγάλες περιπλοκές για το στρατόπεδο του Ερντογάν, - δεν πρέπει να ξεχνάμε τις απειλές που εκτοξεύτηκαν σε μια τέτοια περίπτωση από στελέχη του πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε “ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου”.
Γι' αυτό ακριβώς ο Ερντογάν ασκεί τη μέγιστη πίεση, εξαπολύει αυτός και τα στελέχη του καθημερινά πρωτοφανείς επιθέσεις καλλιεργώντας μια εθνικιστική υστερία, αποσκοπώντας σίγουρα στη συσπείρωση του κόσμου γύρω από την υπερψήφιση του “ναι” που θα οδηγήσει στην αλλαγή του συστήματος πολιτικής διακυβέρνησης, διαιωνίζοντας την πολιτική κυριαρχία του ΑΚΡ και του ίδιου, δεκαπέντε χρόνια (2002) μετά τη άνοδό τους στην κυβερνητική εξουσία.
Η αιχμή των επιθέσεών του προς τα έξω κατευθύνεται τόσο προς τις κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών της ΕΕ και βασικά της Γερμανίας, που την αποκαλεί απόγονο του ναζισμού, όσο και προς την Ελλάδα.
Αυτές οι επιθέσεις και απειλές του Ερντογάν σίγουρα συνδέονται με το στόχο του να συσπειρώσει τον κόσμο και να κερδίσει το δημοψήφισμα, αλλά θα εθελοτυφλούσαμε αν θεωρούσαμε πως αυτές οι απειλές είναι κατασκευασμένες απλά και μόνο για εσωτερική κατανάλωση, είναι δηλαδή λόγια του αέρα, χωρίς καμιά βαρύτητα και δεν απηχούν στην περίπτωση της χώρας μας πραγματικές επεκτατικές βλέψεις.
Θα εθελοτυφλούσαμε αν δεν βλέπαμε τη νέα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που έχει ξεσπάσει ύστερα από την αμφισβήτηση, την καταγγελία και την επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λοζάνης που θέτει ο Ερντογάν, εκφράζοντας προφανώς τους κυρίαρχους αντιδραστικούς κύκλους της Τουρκίας.
Από πού πηγάζει αυτή η επιθετική πολιτική και γιατί εκδηλώνεται με τέτοια οξύτητα στις σημερινές συνθήκες; Από το επικείμενο δημοψήφισμα μόνο; Όχι μόνο και όχι τόσο.
Το καθεστώς της Τουρκίας, από τη φύση του αντιδραστικό, με μια πολιτική άγριας καταπίεσης του τούρκικου λαού, με έναν πόλεμο που διεξάγει στο εσωτερικό του ενάντια στους Κούρδους, αναζητά διέξοδο και προσπαθεί να ξεπεράσει τα μεγάλα εσωτερικά του προβλήματα και την κρίση που το διαπερνά, ιδιαίτερα μετά το περσινό αποτυχημένο πραξικόπημα, σε μια επιθετική πολιτική προς τα μέσα και προς τα έξω, με την ένταση της εσωτερικής καταπίεσης και την αναζήτηση ζωτικού χώρου.
Στις σημερινές συνθήκες ευνοείται και εκδηλώνεται έμπρακτα αυτή η επιθετικότητα (εισβάλλοντας στρατιωτικά στη Συρία, καραδοκώντας στο Ιράκ, κλιμακώνοντας την ένταση στο Αιγαίο), ακριβώς γιατί υπάρχει μια μεγάλη αστάθεια σε όλη την περιοχή, όπου μπαίνει ξανά και ξανά το ζήτημα της αναδιανομής των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ΗΠΑ- Ρωσία - ΕΕ, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, προωθούνται ευρύτερες “διευθετήσεις” και επαναχαράσσονται τα σύνορα.
Αν ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη, παρατηρούμε πως η Τουρκία δεσπόζει σε μια περιοχή ανάμεσα στα Βαλκάνια, τον Καύκασο, την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Σε όλες αυτές τις περιοχές σημειώνονται συγκρούσεις και αναστατώσεις με την άμεση παρουσία, επέμβαση και ανάμειξη των ιμπεριαλιστών, εκδηλώνεται σκληρά ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο και την κυριαρχία πάνω σ' αυτές, διακυβεύονται μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Σ' αυτό ακριβώς το ειδικό στρατηγικό βάρος της Τουρκίας, στηρίζεται η ιδιαίτερη και κλιμακούμενη επιθετικότητα της τουρκικής ολιγαρχίας.
Παρά τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η άρχουσα τάξη της Τουρκίας, στο μακρόχρονο ανταγωνισμό της με την άρχουσα τάξη της Ελλάδας βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, καθώς πρόκειται για μια περιφερειακή χώρα μεσαίου μεγέθους, που κατέχει δεσπόζουσα γεωστρατηγική θέση σε μια ευρύτατη περιοχή, κρίσιμη για τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ανήκει στους G20 και διαθέτει τετραπλάσιο ΑΕΠ από αυτό της Ελλάδας.
Βέβαια οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται καθοριστικά από το ρόλο, τα συμφέροντα και τις παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ – ΕΕ – Ρωσίας και του ανταγωνισμού τους για τον έλεγχο και την κυριαρχία πάνω σε όλη την Α. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ καθορίζουν το πλαίσιο που κινούνται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και ανάλογα με τις κάθε φορά επιδιώξεις και τα συμφέροντά τους υποδαυλίζουν την κρίση και την ένταση ανάμεσα στις δυο χώρες, υποκινούν τη μια ενάντια στην άλλη και για να αυγαταίνουν τα κέρδη των πολεμικών τους βιομηχανιών ή συγκρατούν τις αντιθέσεις για να μην προκληθεί ρήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, διαδραματίζοντας πάντα ρόλο προστάτη και επικυρίαρχου και εισπράττοντας τα “ευχαριστώ” των υποτελών τους.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, δεμένη στο άρμα του ιμπεριαλισμού, μπροστά σ' αυτή την κατάσταση αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων, απαντά με μεγαλύτερη υποτέλεια, προσφέρει “γη και ύδωρ” για να κερδίσει την εύνοια και προστασία των ξένων αφεντικών στον ανταγωνισμό της με την άρχουσα τάξη της Τουρκίας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, υπερθεματίζοντας στην πολιτική εθνικής υποτέλειας που εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις της ξενόδουλης άρχουσας τάξης, αναζητά στήριξη, προστασία και “δικαίωση” στους ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα τους υπερατλαντικούς, δυναμώνοντας τους πολιτικοστρατιωτικούς δεσμούς εξάρτησης με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που το 'χει αναγορεύσει σε επικυρίαρχο του Αιγαίου.
Οι ντόπιες κυβερνήσεις της άρχουσας τάξης από τη μια προσπαθούν να κατευνάσουν την επιθετικότητα της Άγκυρας με μια πολιτική ενδοτισμού και υποχωρήσεων και από την άλλη τα τελευταία χρόνια για να εξισορροπήσουν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς, προχωρούν σε “στρατηγική συμμαχία” με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, τα μαντρόσκυλα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Α. Μεσόγειο και Μ. Ανατολή, εμπλέκοντας με τυχοδιωκτικό τρόπο τη χώρα στα φιλοπόλεμα σχέδια του ισραηλινού σιωνισμού, ενώ ταυτόχρονα τα αστικά προπαγανδιστικά επιτελεία επιδίδονται στην καλλιέργεια ενός αντιτουρκικού κλίματος εθνικιστικών ψυχώσεων και υστερίας.
Τόσο η πολιτική της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και υποτέλειας, όσο και η πολιτική του αντιδραστικού εθνικισμού και τυχοδιωκτισμού είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, υπηρετούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού και έρχονται σε ριζική αντίθεση με τα συμφέροντα του λαού και της χώρας.
Πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ξεκινώντας από την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, οι κυβερνήσεις της άρχουσας τάξης της Τουρκίας αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, κάνοντας λόγο για “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο, “γκριζάροντας” την κυριαρχία δεκάδων νησιών και βραχονησίδων, διατηρώντας την απειλή πολέμου αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα (την αιγιαλίτιδα ζώνη) από τα 6 στα 12 μίλια, διεκδικώντας τον περιορισμό του ελληνικού εναέριου χώρου από 10 σε 6 μίλια, απαιτώντας να μοιραστεί στη μέση η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου αγνοώντας την ύπαρξη ελληνικών νησιών, προσθέτοντας τώρα την απαίτηση για συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων του Αιγαίου και τις απειλές να μην καθορίσει η Ελλάδα και η Κύπρος τις ΑΟΖ.
Και προβαίνει όλη αυτή την περίοδο σε παραβιάσεις και παραβάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου, αμφισβητώντας έμπρακτα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και καταγράφοντας τις επιθετικές διεκδικήσεις της.
Αυτή την επεκτατική πολιτική δεν την ασκούσε πάντα η άρχουσα τάξης της Τουρκίας. Πριν την εισβολή και κατοχή στην Κύπρο το 1974, η Άγκυρα δεν είχε θέσει ζήτημα διεκδικήσεων. Τρώγοντας το 40% της Κύπρου της άνοιξε η όρεξη
και για τα νησιά του Αιγαίου.
Για πρώτη φορά θέτει ζήτημα η Άγκυρα το 1976 με την έξοδο του σεισμογραφικού “Χόρα” στο Αιγαίο για “έρευνες”. Από τότε ξεκινά και κλιμακώνεται διαρκώς η αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, περνώντας μέσα από εντάσεις και κρίσεις, οδηγώντας τις δύο χώρες στο χείλος του πολέμου, όπως συνέβη το 1996 με τα Ίμια ή όπως συμβαίνει σήμερα που μπαίνει για πρώτη φορά ανοιχτά και απροκάλυπτα σε αμφισβήτηση η Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία καθορίζει κοντά έναν αιώνα (1923) τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Αυτή η εξέλιξη, η καταγγελία δηλαδή των υφισταμένων συνόρων, δημιουργεί μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση σε όλη την περιοχή, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο αντιπαραθέσεων, στρατιωτικών απειλών και τυχοδιωκτικών εξορμήσεων. Όπως έχει δείξει η ιστορία, όποιος τρέφει επεκτατικές βλέψεις σε βάρος άλλης χώρας και εκτοξεύει απειλές ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα αμφισβητώντας τα σύνορα, αυτός δεν θα διστάσει, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να φτάσει μέχρι τον πόλεμο για να τις πραγματοποιήσει.
Το μαρξιστικό - λενινιστικό κίνημα της χώρας μας και πιο συγκεκριμένα η ΟΜΛΕ, διαμόρφωσε και πρόβαλλε μια θέση αρχών όταν ξέσπασε η κρίση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και διαγράφονταν η απειλή πολέμου στα μέσα της δεκαετίας του '70, και αυτός ο βασικός προσανατολισμός που χαράχτηκε τότε, τόσο για το Κυπριακό όο και για την κρίση στο Αιγαίο, παρά τις αλλαγές που σημειώθηκαν από τότε, επιβεβαίωσε την αξία του, διατηρεί ακέραια τη σημασία του και στη βάση αυτών των κατευθύνσεων, συνεκτιμώντας τις αλλαγές και τις εξελίξεις όλων των προηγούμενων χρόνων, τοποθετήθηκε διαχρονικά το Μ-Λ ΚΚΕ, προβάλλοντας τις θέσεις του πάνω στα ελληνοτουρκικά ζητήματα και τον κίνδυνο του πολέμου.
Το πρώτο και βασικό καθήκον που μπαίνει μπροστά μας είναι να αγωνιστούμε για να δυναμώσει η λαϊκή επαγρύπνηση και κινητοποίηση για την αποτροπή του πολέμου και την υπεράσπιση της ειρήνης. Γιατί οι λαοί των δύο χωρών, που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, είναι αυτοί που θα πληρώσουν με βαρύ φόρο αίματος και ανυπολόγιστες καταστροφές τις συνέπειες ενός πολέμου.
Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι ο μοναδικός δρόμος για την προάσπιση της ειρήνης.
Γνωρίζουμε βέβαια πως όσο κυριαρχεί ο ιμπεριαλισμός και οι ντόπιες μεγαλοαστικές τάξεις με τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς τους ο κίνδυνος πολεμικών αναμετρήσεων θα υπάρχει πάντα.
Αγώνας για την αποτροπή του πολέμου και τη διατήρηση των συνόρων σημαίνει για εμάς:
- Καταγγελία της φιλοπόλεμης πολιτικής των ιμπεριαλιστών και των Τούρκων επιθετιστών ενάντια σε κάθε προσπάθεια αλλαγής των συνόρων και του καθεστώτος κυριαρχίας στο Αιγαίο, όπως προκλητικά αξιώνει η Άγκυρα με την κατάργηση της Συνθήκης της Λοζάνης. Η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας αν απειληθεί, είναι κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών, που η ολοκλήρωσή του θα πρέπει να οδηγήσει στην κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, στην ολοκληρωτική απαλλαγή της χώρας από κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση και επιρροή. Ο μόνος που μπορεί να υπερασπίσει πραγματικά τα συμφέροντα μιας χώρας εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό, όπως η Ελλάδα, αυτός είναι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, είτε χρειαστεί να μπει επικεφαλής του αγώνα για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, είτε χρειαστεί να μπει φραγμός στις τυχοδιωκτικές, εθνικιστικές εκστρατείες, όπως αυτές που ονειρεύονταν οι Έλληνες αστοί στα Βαλκάνια στις αρχές της δεκαετίας του '90. Μόνο μια τέτοια πολιτική μπορεί να συνδυάσει τον διεθνισμό με τον πατριωτισμό της εργατικής τάξης, να την αναδείξει σε ηγέτιδα δύναμη και να φέρει πιο κοντά την πραγματοποίηση των στρατηγικών της επιδιώξεων, την ανατροπή της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης.
- οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, αντίθετα τους ενώνει ο κοινός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, η κοινή πάλη τους ενάντια στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών, τα ξένα πολυεθνικά μονοπώλια που έρχονται να καταληστέψουν τον εθνικό πλούτο τους, και μπορούν να ζήσουν ειρηνικά χωρίς ξένους προστάτες και ντόπια αφεντικά.Είναι κεντρικό καθήκον η καταπολέμηση της σωβινιστικής και εθνικιστικής υστερίας των κυρίαρχων τάξεων που υποδαυλίζουν το εθνικό μίσος για να διαιρούν και να δηλητηριάζουν τους δύο λαούς. Καλλιέργεια του διεθνιστικού πνεύματος αλληλεγγύης που προωθεί τη φιλία και την ειρήνη ανάμεσά τους. Το συμφέρον των δύο λαών βρίσκεται στην ειρηνική ρύθμιση των όποιων διαφορών τους και στη συνένωσή τους σε κοινό μέτωπο πάλης ενάντια στους κοινούς εχθρούς τους, τον ιμπεριαλισμό, την αστική τάξη, τον πόλεμο και το φασισμό. Υπεράσπιση των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και καταδίκη κάθε καταπίεσης και διάκρισης που γίνεται σε βάρος της, έτσι ώστε η μειονότητα να γίνει γέφυρα φιλίας των λαών και όχι μοχλός επέμβασης της μιας χώρας ενάντια στην άλλη. Η απάντηση στον ντόπιο εθνικισμό και σωβινισμό, στην πατριδοκαπηλία και στους εμπόρους του μίσους δεν μπορεί να είναι ο εθνικός μηδενισμός, η άρνηση αναγνώρισης δηλαδή των εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Μια τέτοια πολιτική είτε στο όνομα της “ιμπεριαλιστικής” Ελλάδας είτε στο όνομα του “κοινωνικού πολέμου”, όχι μόνο δεν χτυπά τον αντιδραστικό εθνικισμό, αλλά αντίθετα τον φουντώνει, αφοπλίζει ιδεολογικοπολιτικά και υπονομεύει τις θέσεις του επαναστατικού κινήματος.
- Ο αντιπολεμικός – αντιιμπεριαλιστικός αγώνας πρέπει να δένεται και να συνδέεται με τον αγώνα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων για την υπεράσπιση των ταξικών τους συμφερόντων, την απόκρουση των βάρβαρων μνημονιακών μέτρων, τη σταθερή διεκδίκηση και επανακατάκτηση των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων που καταργήθηκαν, την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής της πείνας, της ανεργίας και της εξαθλίωσης, ως αναπόσπαστο τμήμα του γενικότερου αγώνα του λαού μας για την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το διώξιμο των αμερικάνικων βάσεων και το γκρέμισμα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.Ενάντια στο κάλπικο πνεύμα της “κοινωνικής συναίνεσης”, της ταξικής συνεργασίας και της ψευδεπίγραφης “εθνικής ομοψυχίας” που προωθεί ο ψευτοαριστερός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ με το δεξιό ΑΝΕΛ και τα άλλα αστικά κόμματα, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, κ.λ.π., με σκοπό να χειραγωγήσουν, να αφοπλίσουν και να καθυποτάξουν του εργαζόμενους στο βωμό των ταξικών συμφερόντων της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού, στο βωμό του ευρωμονόδρομου και των μνημονίων υποδούλωσης, οι εργαζόμενοι πρέπει να σηκώσουν τη σημαία της λαϊκής, αντιπολεμικής, αντιιμπεριαλιστικής πάλης, να αγωνιστούν για την αποτροπή του πολέμου, για την ανατροπής της κυβερνητικής πολιτικής, για Δουλειά, Ειρήνη, Δημοκρατία, Εθνική Ανεξαρτησία και Σοσιαλισμό.