Στο ιστολόγιο “Αντίσταση στις γειτονιές” αναρτήθηκε στις 27 Δεκέμβρη 2018 κείμενο με τίτλο “Ελληνοτουρκικές σχέσεις: παρατηρήσεις σε ένα άρθρο του Λαϊκού Δρόμου”, που υπογράφει ο σ. Σ. Χατζησάββας και αναφέρεται στο άρθρο «Για την ελληνοτουρκική διαμάχη στο Αιγαίο και τους παράγοντες που τη διαιωνίζουν και την οξύνουν«, που δημοσιεύσαμε στον Λαϊκό Δρόμο της 15.12.2018. Το κείμενο επικεντρώνεται στο τελευταίο κεφάλαιο του άρθρου της εφημερίδας μας («Σχετικά με μερικές λανθασμένες απόψεις γύρω από ελληνοτουρκικά ζητήματα στο Αιγαίο») επιχειρώντας να δώσει ορισμένες απαντήσεις.
Ευπρόσδεκτες οι παρατηρήσεις τού σ. Σ.Χ καθώς, διαβάζοντάς τες, μας δίνουν τη δυνατότητα να καταλάβουμε καλύτερα τις απόψεις που υποστηρίζει και τη σκέψη που τον οδηγούν σ’ αυτές, αλλά και να εντοπίσουμε σημεία που παραμένουν στο πεδίο των συγχύσεων για τα ελληνοτουρκικά ζητήματα. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να τα διευκρινίσουμε λίγο περισσότερο:
Όταν διαπραγματευόμαστε ζητήματα που προκύπτουν, και εδώ συγκεκριμένα σοβαρά ζητήματα που έχουν να κάνουν με κυριαρχικά δικαιώματα χωρών, όπως αυτά της αιγιαλίτιδας ζώνης των 12 μιλίων και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), οφείλουμε να γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους, την ιστορία της καθιέρωσής τους και την πολιτική σημασία τους (γράψαμε γι’ αυτά στο σχετικό άρθρο του προηγούμενου Λαϊκού Δρόμου), ώστε να μπορέσουμε να τεκμηριώσουμε αν αποτελούν δικαίωμα των χωρών και των λαών τους. Δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε μια ορθή πολιτική για τα ελληνοτουρκικά ζητήματα αν έχουμε θολό το αν τα 12 μίλια και η ΑΟΖ είναι δικαιώματα της χώρας μας, εξίσου ισχυρά και δίκαια όπως όλων των παράκτιων χωρών που τα έχουν ασκήσει. Δεν μπορούμε να τοποθετούμαστε για τα 12 μίλια και την ΑΟΖ με διατυπώσεις “ακόμη κι αν υποθέταμε ότι είναι προϊόν πίεσης των μικρών κρατών” που παραπέμπουν σε μια αμφισβήτηση ιστορικών δεδομένων και σε μια, τουλάχιστον, ασάφεια για το πώς προέκυψε η καθιέρωση αυτών των δυο θαλάσσιων ζωνών και, κατ’ επέκταση, σε μια αμφιλεγόμενη άποψη αν αποτελούν δικαίωμα των χωρών. Δεν μπορούμε να μετεωριζόμαστε ανάμεσα στο αν τα 12 μίλια και η ΑΟΖ είναι απλά και μόνο “διεκδίκηση της αστικής τάξης” ή αν είναι δικαίωμα κάθε παράκτιας χώρας και του λαού της. Αν δεν ξεκαθαρίσουμε αυτά επαρκώς δεν θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε μια σωστή πολιτική άποψη και είναι λάθος να θεωρούμε ότι ένα τέτοιο έλλειμμα “δεν παίζει ρόλο στη συγκρότηση άποψης μιας αριστερής δύναμης”. Δεν πρόκειται για “τεχνικά” ζητήματα, αλλά για πολιτικά ζητήματα που (και με την τεχνική τους πλευρά) αποτυπώνουν καταλήξεις πολιτικών αντιπαραθέσεων και πολιτικών συσχετισμών τόσο σε διεθνές επίπεδο ανάμεσα σε μικρά κράτη και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όσο και σε εσωτερικό επίπεδο.
Είναι αυτονόητο για κάθε πραγματικά αριστερή δύναμη πως το εσωτερικό και το διεθνές δίκαιο, οι εσωτερικοί νόμοι αλλά και οι διεθνείς συνθήκες αποτελούν αποκρυσταλλώματα του εσωτερικού και του διεθνούς ταξικού και πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων. Αυτό, θα επαναλάβουμε, δεν αναιρεί το γεγονός ότι είναι δυνατόν μέσα στο ισχύον αστικό και ιμπεριαλιστικό δίκαιο, κάτω από την πίεση και τους αγώνες λαών να ενσωματώνονται, σε συγκεκριμένες περιόδους ανόδου του λαϊκού κινήματος και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, ορισμένα θετικά για τους λαούς δικαιώματα που, αναμφίβολα, μένουν στο χαρτί αν δεν συνεχίσει να τα υπερασπίζει και να τα περιφρουρεί ο λαϊκός παράγοντας που τα κατάκτησε. Ένα τέτοιο κορυφαίο δικαίωμα που κατέκτησαν με τους αγώνες τους οι λαοί και τα έθνη μέσα στο σημερινό καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα, είναι το δικαίωμα, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής κυριαρχίας των χωρών τους. Αυτό το δικαίωμα, που το καταπατούν και το παραβιάζουν βάναυσα οι ιμπεριαλιστές, εξαπολύοντας πολέμους και επεμβάσεις, δεν θα το υποστηρίξουν οι λαοί; Τα 12 μίλια και η ΑΟΖ είναι μια παρόμοια περίπτωση. Και εφόσον έχουν κατακτηθεί και σε νομικό επίπεδο η υπεράσπισή τους και η διεκδίκηση της εφαρμογής τους είναι λαϊκή απαίτηση. Όπως άλλωστε είναι και κάθε άλλο δικαίωμα που έχει κατακτηθεί, όπως π.χ, στο εσωτερικό το δίκαιο της απεργίας, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ, ανεξάρτητα αν το αστικό κράτος μόνιμα προσπαθεί να κρατήσει ανενεργά και να ακυρώσει τέτοια δικαιώματα. Είναι αυτονόητο, επίσης, ότι η ανάπτυξη της πάλης των λαϊκών μαζών δεν είναι υπόθεση εσωτερικού αστικού δικαίου ή διεθνούς ιμπεριαλιστικού δικαίου, νόμων του αστικού κράτους ή διεθνών συνθηκών. Ωστόσο, η διεξαγωγή της λαϊκής πάλης σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο δεν μένει αδιάφορη όσον αφορά τα εσωτερικά και διεθνή νομοθετικά πλαίσια που θεσπίζονται και ισχύουν, είτε γιατί αυτά, κατά κύριο λόγο, εμποδίζουν την ανάπτυξή της και την κατάκτηση δικαιωμάτων είτε γιατί περιέχουν και ορισμένα, κατακτημένα στο παρελθόν, ευεργετικά για τον λαό κάθε χώρας δικαιώματα. Αντίθετα ενδιαφέρεται να ασκήσει την επίδρασή της σ’ αυτά, διεκδικώντας εφαρμογή και νομοθέτηση δικαιωμάτων που διευκολύνουν την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης και να βελτιώνουν τη ζωή του λαού. Από αυτήν τη σκοπιά οφείλουμε να δούμε την υπεράσπιση και την άσκηση δίκαιων κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως είναι και τα 12 μίλια και η ΑΟΖ.
Η τοποθέτηση του σ. Σ.Χ. κατά της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια και την οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στο επιχείρημα, όπως ο ίδιος το γράφει, ότι «Το ζήτημα που τίθεται δεν είναι εάν η επέκταση των χωρικών υδάτων είναι -γενικά- «κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας» και εάν προκύπτει αυτό το δικαίωμα από (δίκαιες ή άδικες) διεθνείς συνθήκες. Το ζήτημα είναι ποια τάξη, με ποιους όρους, κάτω από ποιες συνθήκες και με ποιες επιδιώξεις προχωράει στην υλοποίηση αυτού του «δικαιώματος»». Ξεκινώντας απ’ αυτό θεωρεί “παράδοξο να μην γίνεται κατανοητό» πως τα 12 μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη και οι ΑΟΖ “γίνονται εργαλεία των ιμπεριαλιστών”. Και ακόμα υποστηρίζει πως τα 12 μίλια και η ΑΟΖ «αφοπλίζουν το λαό και εντάσσουν την κίνησή του στο “εθνικό αφήγημα”».
Η επιχειρηματολογία αυτή, ουσιαστικά, ανοίγει το θέμα αν πρέπει να υποστηρίζουμε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας ενώ υπάρχει καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης στη χώρα μας, ενώ, δηλαδή, κυριαρχεί και κυβερνά η εξαρτημένη και υποτελής ντόπια μεγαλοαστική τάξη. Ο σ. Σ.Χ. θεωρεί πως επειδή η ντόπια μεγαλοαστική τάξη τα ξεπουλά και τα κάνει εργαλεία των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων, δεν θα πρέπει το λαϊκό κίνημα να προβάλλει και στηρίζει δίκαια αιτήματα εθνικής κυριαρχίας, όσο αυτή κυβερνά τον τόπο. Αν ακολουθήσουμε μια τέτοια λογική σ’ όλη τη συνέπειά της, αυτή βέβαια δεν θα είναι μόνο για τα 12 μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη και την ΑΟΖ (κυριαρχικά δικαιώματα που δεν έχουν ασκηθεί ακόμα), αλλά για όλα τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα (υπεράσπιση της εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας της χώρας κλπ.), τα οποία επειδή τα διαχειρίζεται, σήμερα, η μεγαλοαστική τάξη και δεν τα υπερασπίζει και προστατεύει, εκχωρώντας έδαφος, θάλασσα, εναέριο χώρο κλπ. στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν θα πρέπει να τα διεκδικεί και να τα υπερασπίζει το λαϊκό κίνημα. Εκτός και αν ο σ. Σ.Χ. θεωρεί ότι τα 12 μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη και η ΑΟΖ δεν είναι κυριαρχικά δικαιώματα που ισχύουν και για την Ελλάδα, όπως για όλες τις άλλες χώρες, αλλά τα θεωρεί “επεκτατικές” και «επιθετικές” βλέψεις της Ελλάδας… Ούτε θα πρέπει το λαϊκό κίνημα με βάση αυτήν τη λογική του συντρόφου να αντιτίθεται στην πολιτική της άρχουσας τάξης της Τουρκίας για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης και την αλλαγή των συνόρων ή για τη διεκδίκηση δεκάδων νησιών και βραχονησίδων της Ελλάδας.
O σ. Σ.Χ. στη σκέψη του αντιμετωπίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, σήμερα, σαν να είναι αστικά δικαιώματα, και όχι δικαιώματα του ελληνικού λαού για τα οποία πρέπει αυτός να έχει θέση και να τα υπερασπίζεται. Και μάλιστα, πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα, πιστεύει ότι αν τα υπερασπιζόμαστε και παλεύουμε γι’ αυτά “δεν συγκροτούμε το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε ταξική κατεύθυνση”.
Ακριβώς το αντίστροφο θα γίνει αν ακολουθήσουμε στην πράξη τη σκέψη του. Αν στον αγώνα του λαού μας δεν εντάξουμε και την πάλη για την υπεράσπιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, που αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι του αγώνα για πραγματικά εθνικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ελλάδα, τότε δεν θα μπορέσουμε να συσπειρώσουμε τον ελληνικό λαό γύρω από αυτό τον κεντρικό στόχο. Αν αρνηθούμε τον αγώνα για τα κυριαρχικά δικαιώματα, έναν αγώνα που συνδέεται άμεσα με την πάλη για την εθνική ανεξαρτησία, δεν θα κάνουμε τίποτα άλλο παρά να εκχωρήσουμε έδαφος σε κάθε εθνικιστή, εθνοκάπηλο και εθνοδημαγωγό να χειραγωγεί το λαό στα εθνικά θέματα, ενώ θα πρέπει αντίθετα σ’ αυτά ενεργητικά να προβάλλει τις θέσεις του το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, επιδιώκοντας να κερδίσει γύρω απ’ αυτές τον λαό σε αντιπαράθεση με τον εθνικισμό και την υποτέλεια.
Το βασικό λάθος στην επιχειρηματολογία τού σ. Σ.Χ. είναι πως δεν κατανοεί ότι ο αγώνας που δίνει η εργατική τάξη και ο λαός για τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα έχει ταξικό περιεχόμενο, γιατί είναι ένας αγώνας που στρέφεται ταυτόχρονα τόσο ενάντια στους ιμπεριαλιστές που τα καταπατούν ή όποιο άλλο κράτος επιχειρεί να τα αμφισβητήσει, όσο και ενάντια στην ντόπια εξαρτημένη μεγαλοαστική τάξη που τα υπονομεύει, τα παζαρεύει και ασκεί μια πολιτική εκχώρησης κυριαρχίας της Ελλάδας. Αυτή η πολιτική κάνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας “εργαλεία των ιμπεριαλιστών”, και η υπεράσπισή τους από τη πλευρά των κομμουνιστών, της πραγματικής αριστεράς, του λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος έχει σαν βασικό περιεχόμενό της την καταγγελία αυτής της πολιτικής. Τέτοια εκχώρηση και παζάρεμα κυριαρχικών δικαιωμάτων εκφράζει η στάση της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης δεκαετίες τώρα, που προσαρμόζεται και υποκύπτει στην απειλή πολέμου της Τουρκίας για τη μη επέκταση στα 12 μίλια, και αυτήν ακριβώς τη στάση οφείλουμε να ξεσκεπάσουμε και να καταδικάσουμε.
Αν ο σ. Σ.Χ. θεωρεί πως στο “σημερινό χρόνο” και στα “σημερινά δεδομένα” τα 12 μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη και η ΑΟΖ δεν είναι και δικαιώματα του λαού της χώρας μας, αλλά μόνο “διεκδικήσεις της αστικής τάξης”, αν θεωρεί ότι η υπεράσπιση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σήμερα δεν σημαίνει πάλη για δικαιώματα του ελληνικού λαού, αλλά αντίθετα σημαίνει “ένταξη στο εθνικό αφήγημα”, ότι, δηλαδή, γινόμαστε ουρά των “διεκδικήσεων της αστικής τάξης”, τότε υπάρχει κάτι περισσότερο από το πρόβλημα σύγχυσης γύρω από τα ελληνοτουρκικά ζητήματα.