Γεννημένος στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας στις 14 Φεβρουαρίου 1884, ο Βάρναλης (το επίθετό του δηλώνει καταγωγή από την Βάρνα, στην οποία κατοικούσαν πολλοί Έλληνες) βιώνει ως έφηβος τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος αναμφίβολα τον σημάδεψε. Το 1898 τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο, ενώ στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία, όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής του δημοτικιστικού κινήματος.
Στα 1905 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Κηρήθρες». Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του περιοδικού «Ηγησώ», ενώ το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Μετά τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού. Το 1918 γράφει το ποίημα «Στυλίτης», το οποίο δε δημοσίευσε. Πρόκειται για ένα ποίημα-σταθμό στην πορεία του Βάρναλη, καθώς φορτισμένο από τις συνέπειες του άδικου και ιμπεριαλιστικού Α' Παγκοσμίου Πολέμου και επηρεασμένο από την τεράστια ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αποτυπώνει τη «μετάβαση» του Βάρναλη από τον αισθησιασμό, τον λυρισμό και την αρχαιολατρία που χαρακτηρίζουν τα πρώιμα έργα του, στην ταξικά προσανατολισμένη «επαναστατική» του περίοδο:
«Τα θύματα χιλιάδες των πολέμων κάτου σέπονται με της πείνας, της σκλαβιάς αντάμα, με της αρρώστιας, του δαρμού - δόξα θανάτου!»
Και στη συνέχεια:
«Όχι με λόγια, μ' έργα τ' Άδικο πολέμα! Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ' άδικο μ' αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ' αδερφού, η λευτεριά η δικιά του θα 'ναι λευτεριά σου, κι ανάγκη πια δε θα 'χεις κανενός Θεού.»
Το προανάκρουσμα της επαναστατικής ποίησης του Βάρναλη που ξεκίνησε με τον «Στυλίτη», ολοκληρώθηκε το διάστημα 1919-1921, όπου, κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, συντελείται μια βαθιά αλλαγή στη σκέψη και τη συνείδησή του, καθώς έρχεται σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες, με τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό. Το 1919 δημοσιεύει τον «Προσκυνητή», χαρακτηριστικό ποίημα της ιδεολογικής και πολιτικής μεταστροφής του. Ακολουθεί την επόμενη δεκαετία (1922-1933) η πιο παραγωγική περίοδος στο έργο του Βάρναλη. Ξεκινώντας με ένα από τα σημαντικότερα έργα -ίσως και το σημαντικότερο- στη λογοτεχνική του πορεία, δημοσιεύει το 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας «Tο Φως Που Καίει», ίσως το πρώτο «στρατευμένο» έργο στα νεοελληνικά γράμματα και από τα σημαντικότερα της επαναστατικής λογοτεχνίας. «Με αυτό εκφράζει ο ποιητής τον πόνο, την οργή και την απόφαση των καταπιεσμένων να τερματίσουν το καθεστώς της εκμετάλλευσης και να χτίσουν τη νέα κοινωνία της δουλειάς, της ειρήνης, της φιλίας και της αδελφότητας των λαών, ιδανικό που πραγματώνεται μέσα στην κάθε χωριστή πατρίδα από το λαό της χώρας, ανάλογα με τις παραδόσεις, τις ανάγκες και την πραγματικότητα της καθεμιάς.» Χαρακτηριστικός είναι ο επίλογος του έργου με το ποίημα «Οδηγητής»:
«Δεν είμ' εγώ σπορά της Tύχης,
O πλαστουργός της νιας ζωής.
Eγώ 'μαι τέκνο της Aνάγκης
Kι ώριμο τέκνο της Oργής...»
Για το έργο αυτό ο Βάρναλης υπέστη διώξεις και απολύθηκε από την Παιδαγωγική Ακαδημία, με αφορμή και ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία», η οποία δημοσίευσε ως παράδειγμα αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών παιδαγωγών ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο έργο. Από «το Φως Που Καίει» και ύστερα, ο Βάρναλης, στρατευμένος στην υπόθεση του λαού και της εργατικής τάξης, αφοσιωμένος εργάτης της κομμουνιστικής υπόθεσης, έγραψε ποιήματα, πεζά και κριτικά έργα, έκανε μεταφράσεις πολλών αρχαίων έργων, πάντοτε από τη σκοπιά των φτωχών και των καταπιεσμένων, των «κολασμένων της γης».
Στα 1922 δημοσιεύει και το λυρικό ποίημα «Οι Μοιραίοι», από τα δημοφιλέστερα ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης (ίσως και εξαιτίας της ιδιαίτερα επιτυχημένης μελοποίησής του από τον Μίκη Θεοδωράκη). Το 1927 δημοσιεύει τους «Σκλάβους Πολιορκημένους», εμπνευσμένος από την επανάσταση του '21, τους οποίους αντιτάσσει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού:
«Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά... Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Αχ, πού 'σαι, νιότη, που 'δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!»
Ο ίδιος ο Βάρναλης θα γράψει για τους «Σκλάβους Πολιορκημένους»: «Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι όπως κι ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και το πρώτο σχεδίασμα της Αληθινής απολογίας του Σωκράτη, γραφτήκανε στη Γαλλία, ύστερ' απ' το πρώτο παγκόσμιο μακελειό. Ο θάνατος κι η καταστροφή είχαν ξυπνήσει τις συνειδήσεις των λαών και σκορπίσει στους τέσσερις ανέμους τα ψέφτικα συνθήματα των ιμπεριαλιστών. Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι είναι στην ουσία τους έργο αντιπολεμικό και αντιιδεαλιστικό.»
Από τα πεζά και κριτικά έργα του Βάρναλη ξεχωρίζουν «Ο λαός των μουνούχων» (1923), «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1932) και «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925). Το 1935 εξορίζεται μαζί με τον Γληνό και άλλους κομμουνιστές και προοδευτικούς δημοκράτες αγωνιστές στον Άη Στράτη, απ' όπου θα γράψει τον Οκτώβρη το ποίημα «Στην εξορία»: «Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,#για να ρθει ο Εξορισμένος απ' τα ξένα, να χωρίσει το Έθνος και να βάλει#τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.» Θα πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση σαν μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου θα παραμείνει πιστός στις ιδέες του και θα σταθεί στο πλευρό του επαναστατικού ΚΚΕ και του αδούλωτου ελληνικού λαού. Το 1958 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί αυτός ο ποιητής με τους απλούς και λιτούς στίχους του, με τη δεικτική ειρωνεία και την αιχμηρή σάτιρά του, κατέκτησε μία τόσο σημαίνουσα θέση στο στερέωμα της παγκόσμιαw προοδευτικής λογοτεχνίας, ενώ το έργο του διατηρεί μέχρι και σήμερα τη ζωντάνια, την επαναστατικότητα και την επικαιρότητά του.
Ένας από τους βασικούς λόγους της «αντοχής» του βαρναλικού έργου σε πείσμα των καιρών, ειδικότερα ύστερα από τη δεύτερη περίοδο του έργου του, την περίοδο της ιδεολογικής και πολιτικής του μεταστροφής, είναι η διαρκής προσπάθειά του να «φανερώσει την αλήθεια» και να μεταδώσει την αλήθεια αυτή στον λαό. Όπως γράφει και ο ίδιος στους τελευταίους του στίχους πριν πεθάνει, τον Οκτώβριο του 1974:
«Με πάθος την αλήθεια φανερώνω, μα ποιος μ' ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά. Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει, όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου. Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης, αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.»
Ένας ακόμη λόγος για την ανθεκτικότητα της βαρναλικής γραφής μέσα στο πέρασμα των χρόνων είναι η πρωτοποριακή χρήση της αφηγηματικής γλώσσας: Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη: «Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που 'πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.» Ο Βάρναλης, αμφισβητώντας όλες τις κυρίαρχες μέχρι τότε αισθητικές και λογοτεχνικές φόρμες, με τη χρήση λυρικών, συμβολιστικών, σατιρικών και δραματικών στοιχείων, αναζήτησε καινούριους τρόπους για να εκφράσει την ιστορική «ανάγκη» και «αλήθεια» και ταυτόχρονα αυτή η αλήθεια και ανάγκη να μπορεί να διαβαστεί από εκείνους «που στα χέρια τους αυτή θ' αποκτούσε δύναμη», από τους απόκληρους της κοινωνίας. Πρόκειται για μια σπουδαία προσπάθεια σύνδεσης της απλής λαϊκής καθημερινότητας με τον ποιητικό λόγο, του οράματος για μια καλύτερη κοινωνία με τα -μέχρι τον Βάρναλη- σύνθετα και περίπλοκα λογοτεχνικά σχήματα της εποχής. Με μαστοριά και επινοητικότητα, κατάφερε να πετύχει αυτήn τη σύνδεση, κάνοντας την «αριστοκρατική» τέχνη της λογοτεχνίας προσιτή στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στους αγράμματους εργάτες, στους αμόρφωτους λαϊκούς ανθρώπους, χωρίς ωστόσο να ξεφύγει εντελώς από τον λυρισμό που χαρακτήρισε τη λογοτεχνία της εποχής του.
Τέλος, ο λόγος για τη διαχρονικότητα του έργου του, είναι ότι ο Βάρναλης, στρατευμένος εργάτης στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης και της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, έγραψε για να απαντήσει στα πραγματικά προβλήματα του λαού. Το έργο του πηγάζει από τον λαό, καταπιάνεται με τις αγωνίες και τους προβληματισμούς των απλών λαϊκών ανθρώπων, για να επιστρέψει πάλι σ' αυτόν. Ποίηση λαϊκή και κοινωνική, αιχμηρή και σατιρική, στρατευμένη και επαναστατική, αυτή είναι η ποίηση του Βάρναλη. Επομένως, σε σχέση με το ερώτημα που ο ίδιος θέτει -και απαντάει- στο Σημειωματάριο Ι' του Αρχείου του για το «Πώς θ' αποδειχθεί η ζωντανότητα ενός έργου; Από το αν είναι χρήσιμο ή όχι», γίνεται φανερό ότι το έργο του Βάρναλη είναι όχι μόνο χρήσιμο, αλλά και απόλυτα αναγκαίο και επίκαιρο, ιδιαίτερα σήμερα, στους δύσκολους καιρούς της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης και της νέας ιμπεριαλιστικής εφόρμησης ενάντια στους λαούς του κόσμου. Στην Ελλάδα των μνημονίων, στην Ελλάδα της εξαθλίωσης και της υποτέλειας, επικαιροποιείται με το παραπάνω το σύνθημα που φώναζαν χιλιάδες λαού και νεολαίας στην κηδεία του μεγάλου αυτού κομμουνιστή ποιητή: «Είσαι οδηγητής για μας, ποιητή της εργατιάς». Το έργο του Βάρναλη θα συνοδεύει και θα φωτίζει όλους τους αγώνες μας, μικρούς και μεγάλους, για να μας θυμίζει με την ατσάλινη, κομμουνιστική σιγουριά του ότι «η πλάση θα κοκκινίσει», ότι «στους δρόμους θα κριθεί το δίκιο».
του Ιάσονα Αδριανού