Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πορεία», Τεύχος 50, που κυκλοφορεί
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών που χαρακτηρίστηκαν ως περίοδος πανδημίας από τον ΠΟΥ λόγω του κορωνοϊού, η στάση της εκκλησίας προκάλεσε πάμπολλα σχόλια και κριτικές.
Ο ανώτερος κλήρος και οι εκπρόσωποί του αμφισβήτησαν επανειλημμένα τα επιστημονικά πορίσματα προωθώντας απόψεις όπως αυτή της λοιμωξιολόγου Γιαμαρέλου που δήλωνε συγκεκριμένα: «ή το πιστεύεις και κοινωνείς κανονικά ή δεν το πιστεύεις. Δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις, κουταλάκια κλπ. Είμαι τελείως εναντίον αυτών. Αν το πιστεύουμε, δεν προκαλούμε την τύχη μας. Αν πιστεύω ότι αυτό μπορεί να με μολύνει, τότε δεν πιστεύω στο μεγαλύτερο μυστήριο. Τα άτομα που θέλουν να κοινωνήσουν δεν πρέπει να φοβούνται ότι από τη θεία κοινωνία μπορεί να μεταδοθεί ποτέ μικρόβιο». Τέτοιες και παρόμοιες απόψεις βρήκαν άπλετο τηλεοπτικό -και όχι μόνο- βήμα και εκφράσαν ό,τι πιο αντιδραστικό, αναχρονιστικό, αντιφατικό και τελικά επικίνδυνο για την εξάπλωση του ιού. Ο μητροπολίτης Κέρκυρας την 25η Μαρτίου καλούσε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά τον κόσμο να κάνει ψευδή δήλωση ότι βγαίνει για άθληση και να προσέλθει στην εκκλησία για να κοινωνήσει, ο μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ δήλωνε «σε καμία περίπτωση κανένας δεν έχει να φοβάται κάτι από το άγιο ποτήρι, το οποίο μεταδίδει τη χάρη του Θεού και όχι ιούς...», διάφορες εκκλησίες όπως η Γρηγορίου Παλαμά στη Θεσ/νίκη μέσα στην απαγόρευση έκαναν κανονικά τη λειτουργία με εκατό και πλέον άτομα μέσα και έμεναν στο απυρόβλητο, ενώ η υπόλοιπη κοινωνία έτρωγε πρόστιμο για την παράβαση των συναθροίσεων ή αν ο σκοπός μετακίνησης δεν ήταν αποδείξιμος. Οι καθημερινές επιστημονικές τοποθετήσεις και η έξαρση του ιού σε γειτονικές χώρες δυσκόλεψαν τους εκκλησιαστικούς ιθύνοντες, οι οποίοι αναγκάστηκαν τελικά κάτω από μεγάλες πιέσεις να δεχτούν το κλείσιμο των εκκλησιών, την απαγόρευση της μετάληψης και την αναβολή των εορτασμών του Πάσχα.
Είναι σαφές ότι τα ζητήματα πίστης (προσευχή, εξομολόγηση, κλπ.) είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Αλλά τα ζητήματα υγειονομικής φύσης, και κοινωνικής κατ’ επέκταση, δεν είναι δυνατόν να τα διαχειρίζονται και να τα κατευθύνουν οι εκκλησιαστικοί παράγοντες του τόπου, παραγκωνίζοντας την επιστήμη και απόψεις όπως της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος) η οποία ανακοίνωνε για τη θεία κοινωνία: «Όπως έχει ήδη τονιστεί, η μετάδοση των τρεχουσών εποχικών ιώσεων αναπνευστικού (κορωνοϊού και γρίπης) γίνεται με σταγονίδια που εκπέμπονται από την στοματοφαρυγγική κοιλότητα και την μύτη πασχόντων. Γι’ αυτό συνιστώνται τα αναγκαία προφυλακτικά μέτρα. Οι συστάσεις αυτές φυσικά και δεν περιλαμβάνουν εξαιρέσεις για λόγους θρησκευτικούς, μυστηριακούς ή μεταφυσικούς».
Κάθε άνθρωπος που θέλει να εκκλησιαστεί έχει αυτό το δικαίωμα. Η στάση όμως διάφορων παπάδων και μητροπολιτών που προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο, με την ανοχή της κυβέρνησης, ότι οι συναθροίσεις στους ιερούς χώρους είναι ασφαλείς και ότι το ιερό μυστήριο της μετάληψης αποδιώχνει «ιούς και βακτήρια» δείχνει σε τι σκοτάδι βαθύ βρίσκεται η κρίση και η σκέψη τους και πόσο χαμηλά τελικά τοποθετούν την ανθρώπινη ζωή και την υγεία του λαού.
Ζέτα Κ.