Μια γνωριμία με το συγγραφέα Πέτρο Πικρό

Κατηγορία: 
petros pikros

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πορεία, τεύχος 51, που κυκλοφορεί

Πέθανε πρόωρα, ξαφνικά, σχεδόν τραγικά, με την πίκρα

πως δεν του αναγνώρισαν την αξία του, την προσφορά του ούτε οι ομοϊδεάτες του!...

Με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Πέτρος Πικρός», στα τέλη της δεκαετίας του ’20, εμφανίζεται στη λογοτεχνική και πολιτική σκηνή της Αθήνας o Ιωάννης Γιανναρόπουλος. Ο Πικρός -ψευδώνυμο που τελικά επικράτησε ως επίσημο όνομά του- γεννιέται το 1894 στην Κωνσταντινούπολη και στο διάστημα 1913-18 σπουδάζει ιατρική στη Γαλλία ενώ στη Γερμανία ειδικεύεται στη βιοχημεία. Η μακροχρόνια παραμονή του στο εξωτερικό, την εποχή που μεσουρανεί το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο ιδεολογικός αναβρασμός του κουμμουνιστικού κινήματος, αποτελεί σταθμό στη διαμόρφωση του πρωτοπόρου φοιτητή. Για το λόγο αυτό, ήδη με τον ερχομό του στην Αθήνα, προσχωρεί στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, εγγράφεται στον Επαιδευτικό Όμιλο, αναμειγνύεται ενεργά στο φοιτητικό και εργατικό κίνημαˑ πρώτο δείγμα της επαναστατικής του γραφής αποτελεί η πολιτική μπροσούρα Για το ψωμί και για τη λευτερία (1921). Μάλιστα, γρήγορα αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστική μορφή του αριστερού χώρου ως “φιλολογικός εκπρόσωπος” του ΚΚΕ ενώ το 1923 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του Ριζοσπάστη. Ωστόσο, το 1930 ο Πικρός αναλαμβάνει την έκδοση -με στόχευση τη διάδοση στο λογοτεχνικό κύκλο των ιδεών της αριστεράς για την καλλιέργεια της προλεταριακής τέχνης- του περιοδικού Πρωτοπόροι, κάτι που τον οδηγεί το 1931 σε ρήξη με το ΚΚΕ και στην οριστική δίωξή του από το κόμμα. Έκτοτε ο Πικρός σταδιακά αποστασιοποιείται από την πολιτική σκηνή, υπενθυμίζοντας βέβαια την παρουσία του μέσω της συγγραφής του και κυρίως της έκδοσης της πολιτικής βιογραφίας του Λένιν και του Στάλιν. Πρόκειται, όμως, αναμφίβολα για μια πολύπλευρη προσωπικότητα που με απίστευτη ενεργητικότητα και εντυπωσιακή παραγωγικότητα ασχολήθηκε ταυτόχρονα με την πεζογραφία, τη δημοσιογραφία, τη δοκιμιογραφία, τη μετάφραση και την παιδική λογοτεχνία.

Ας μου επιτραπεί όμως να σταθώ στο λογοτέχνη Πικρό, γιατί παρά το πλούσιο συγγραφικό του έργο, ανήκει στους λησμονημένους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στο λογοτεχνικό στίβο, αν και εκκινεί από την ποίηση, κατοχυρώνεται στην πεζογραφία. Η τριλογία του Χαμένα Κορμιά -που την συνθέτουν οι συλλογές διηγημάτων Χαμένα κορμιά (1922) και Σα θα γίνουμε άνθρωποι (1924) και το μυθιστόρημα Τουμπεκί (1927)- αποτελεί ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα έργα της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Οι ήρωες της τριλογίας, επηρεασμένοι από τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι και του Γκόρκι («γκόρκι» άλλωστε σημαίνει «πικρός», όπως το ψευδώνυμο του συγγραφέα μας), είναι άτομα που βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, είναι η όψη εκείνη που η αστική τάξη θέλει να κρύψει και ο επαναστάτης συγγραφέας έχει καθήκον να αποκαλύψει. Άλλωστε, λόγω αφενός της ζοφερής πραγματικότητας της εποχής (πείνα, ανεργία, αρρώστιες αλλά και όλα τα αρνητικά επακόλουθα που προκάλεσε η Μικρασιασιατική Καταστοφή), αφετέρου του ότι ακόμα επικρατεί η άποψη για την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και την αναπόφευκτη εξέγερση που νομοτελειακά ακολουθεί την έσχατη αθλιότητα, η ωμή νατουραλιστική περιγραφή και η χρήση εκφράσεων από τη γλώσσα του υποκόσμου που μετέρχεται ο Πικρός, κατά συνέπεια αποβλέπουν στο να προκαλέσουν την ανησυχία και την αφύπνιση των εφησυχασμένων συνειδήσεων. Ο υπόκοσμός του αποβαίνει μια μικροκοινωνία που, όσο κι αν εξοβελίζεται στο περιθώριο, δεν παύει να αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας ως μινιατούρα της. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Πώς μπορούσε κανείς να αποδώσει την εικόνα μιας κοινωνίας σαν τη σημερίνη δίχως να σκοντάψει μπρος στις σιχαμερότερες ανηθικότητες, σαν την πορνεία, σαν την ελεημοσύνη, σαν το μεροκάματο, σαν την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, ανηθικότητα που όλες οι άλλες είναι απλούστατα παρακλάδια της;». Ας παραβάλλουμε εδώ την πόρνη από το διήγημα «Το Πράμα» (1922) του Πικρού, όπου η Πόπη παρουσιάζεται ως «ἕνα τέτοιο χαμένο κορμί, σιχαμερὴ δουλεύτρα τῆς ἀρρωστιας, μεροκαματιάρα τῆς ἡδονῆς, ἄθλιος σκλάβος τοῦ ἀρσενικοῦ, ποὺ μέσα στὸ σαρκικό της πόνο, μέσα στὸ βοῦρκο τοῦ ἠθικοῦ της ξεπεσμοῦ, κατρεφτίζεται και ζωντανεύει ὁ ἴσκιος ἀλάκερης μιᾶς κοινωνίας» ή ας θυμηθούμε την πόρνη της Γαλάτειας Καζαντζάκη («Αμαρτωλό», 1931): «Εικόνα σου είμαι κοινωνία, και σου μοιάζω».

Αν και ο Πικρός συνεχίζει το στόχο της πρωίμης μαρξιστικής κριτικής, αναδεικνύοντας την αστική υποκρισία και την παρακμή της μέσω της προκλητικής θεματολογίας της τριλογίας του, δεν μένει εκεί. Η καινοτομία της γραφής του έγκειται στην πρωτοπόρα για την εποχή αφηγηματική τεχνική του και συγκεκριμένα στη συστηματική παράθεση του ελεύθερου πλάγιου λόγου και του εσωτερικού μονολόγου που παράλληλα με τη λειτουργία των αποσιωπητικών και των υπονοούμενων είναι σαν να κλείνει ο συγγραφέας το “μάτι” στον αναγνώστη, υποβάλλοντάς του έμμεσα την οπτική γωνία από την οποία τον καλεί να κρίνει το υλικό που του παρουσιάζει, ώστε να επιτευχθεί μέσω της “καθοδήγησής” του πρώτα η καταγγελία και έπειτα η διέξοδος από το περιβάλλον του ζόφου και της κοινωνικής ανισότητας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι επιλέγει ως μόττο της συλλογής διηγημάτων Χαμένα Κορμιά το στίχο του Baudelaire: «Ω αναγνώστη υποκριτή,/ αδέρφι που μου μοιάζεις». Κινούμενος ο Πικρός σε αυτήν την κατεύθυνση που προϋποθέτει την κριτική και ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη, προωθεί πρωτόπυπες για την εποχή αντιλήψεις περί της δραστικής λειτουργίας της λογοτεχνίας, που αργότερα θεωρητικοποιούνται και αναπτύσσονται από δημιουργούς, όπως ο Πισκατόρ και ο Μπρεχτ. 

Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε ότι η προσφορά του στη λογοτεχνική σκηνή ήταν σπουδαία και σημαντική, δυσανάλογη με τη διάρκειά της. Ο Πικρός πεθαίνει σε ηλικία 62 χρονών (1956), από καρκίνο, λίγους μήνες μετά την έκδοση του μυθιστορήματός του Λαμπηδόνα του βυθού, με τη λήθη να σκεπάζει τα έργα του για αρκετά χρόνια, μια λήθη από την οποία μόνο το αναγνωστικό κοινό μπορεί να τα ανασύρει. 

Αγαθούλα Σ.