Η κυβέρνηση συνεχίζει ακάθεκτη τη διάλυση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Το νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο που προωθεί τις επόμενες μέρες στη Βουλή έρχεται να επιβάλει νέους ταξικούς φραγμούς στους φοιτητές που προέρχονται από τις λαϊκές οικογένειες και να χτυπήσει ακόμα περισσότερο τον φοιτητικό συνδικαλισμό και τα δημοκρατικά δικαιώματα.
Όμως για πρώτη φορά δημιουργούνται προϋποθέσεις απόκρουσης της κυβερνητικής επίθεσης από το φοιτητικό - πανεκπαιδευτικό κίνημα σε συνθήκες καραντίνας και χουντοαπαγορεύσεων. Τόσο η κινητοποίηση της Πέμπτης 14 Γενάρη, όσο ακόμα περισσότερο αυτή της προχθεσινής Πέμπτης 21, έδειξαν με τη μαζική, αγωνιστική συμμετοχή φοιτητών, εκπαιδευτικών πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αναπτυσσόμενο κίνημα που αν κλιμακώσει τη δράση του το επόμενο διάστημα μπορεί να βάλει φραγμό και να ανατρέψει τα αντιεκπαιδευτικά σχέδια και μέτρα της κυβέρνησης.
Τα νέα αντιεκπαιδευτικά μέτρα
Οι δρομολογούμενες αντιδραστικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έρχονται σε συνέχεια προηγούμενων αντιεκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της δεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και της ψευτοαριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ παρακολουθούν όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες των αντιλαϊκών κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων που έχουν θέσει τη δημόσια δωρεάν παιδεία “υπό διωγμό”.
Το νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο επαναφέρει το μέτρο των διαγραφών των φοιτητών. Η θέσπιση του νέου ορίου σπουδών ν+½ν είναι ένα μέτρο ταξικό που στρέφεται απέναντι ιδιαίτερα στους εργαζόμενους φοιτητές οι οποίοι συνεχώς πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί ένα ασφυκτικό και εντατικοποιημένο περιβάλλον σπουδών. Πρόκειται για ένα μέτρο που αποσκοπεί στη μείωση των φοιτητών και των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί στόχο της κυβέρνησης.
Στην κατεύθυνση των ταξικών αποκλεισμών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση βρίσκεται και ο νέος τρόπος εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις η κυβέρνηση θεσπίζει ένα νέο ακόμα πιο ταξικό σύστημα πρόσβασης εγκαινιάζοντας την “ελάχιστη βάση εισαγωγής” η οποία θα καθορίζεται από τις σχολές μαζί με το περίφημο “διπλό μηχανογραφικό”. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη δραστική μείωση των εισακτέων, η τριτοβάθμια εκπαίδευση οδηγείται σε σημαντική συρρίκνωση, σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα της κυβέρνησης της ΝΔ πως “οι σπουδές δεν είναι για όλους”. Βέβαια την ίδια στιγμή προσφέρει απλόχερα δώρα στους σχολάρχες των κολεγίων, εξισώνοντας σε μια νύχτα τους τίτλους που προσφέρουν με τα πτυχία των ΑΕΙ, κουρελιάζοντας στην πράξη το Σύνταγμα και το άρθρο 16.
Φυσικά, η πολιτική της διάλυσης της δημόσιας και δωρεάν παιδείας πάει χέρι – χέρι με την πολιτική της καταστολής και της διάλυσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Εκεί στοχεύει και η θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Η κυβέρνηση μετά την κατάργηση του ασύλου, θεσπίζει το νέο αυτό αστυνομικό σώμα, που θα υπάγεται μάλιστα στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η θέσπιση της πανεπιστημιακής αστυνομίας καμία σχέση δεν έχει με την αντιμετώπιση της “εγκληματικότητας”, όπως η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να πείσει, αλλά στοχεύει την πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα στα πανεπιστήμια. Ακόμα, με βάση τις αλλαγές στο ποινικό και το πειθαρχικό δίκαιο, ποινικοποιούνται ουσιαστικά οι καταλήψεις, οι αφισοκολλήσεις, ενώ φοιτητής μπορεί να διωχθεί μέχρι και για λεκτική αντιπαράθεση με καθηγητή, στο πλαίσιο μιας παράστασης διαμαρτυρίας.
Όλοι στο δρόμο του αγώνα
Μπροστά στον νέο αντιλαϊκό οδοστρωτήρα οι φοιτητές θα πρέπει να απορρίψουν είτε τις εχθρικές προς το φοιτητικό κίνημα τοποθετήσεις, είτε θέσεις που -ενώ εμφανίζονται με έναν αγωνιστικό μανδύα- στην πραγματικότητα υποσκάπτουν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος.
Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να αντιπαρατεθούν πρώτα απ’ όλα με τις δυνάμεις που στέκονται απέναντι στο φοιτητικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του. Τέτοιες είναι οι δυνάμεις των ΔΑΠ – ΠΑΣΠ – Bloco. Η ΔΑΠ, πιστή στον αντιδραστικό της ρόλο, εμφανίζει τα νέα αντιεκπαιδευτικά μέτρα ως δικαίωση των… πολύχρονων αγώνων της. Από τη άλλη, ΠΑΣΠ και Bloco, παρά την αντιπολιτευτική τους δημαγωγία, έχουν στηρίξει στο πρόσφατο παρελθόν πολλές αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και το φοιτητικό κίνημα δεν έχει να περιμένει τίποτα από αυτές.
Πρέπει όμως ταυτόχρονα οι φοιτητές να απορρίψουν τη συμβιβαστική πολιτική δυνάμεων των οποίων η πολιτική είτε καταλήγει σε “συμβολικές κινητοποιήσεις” που γίνονται ερήμην του φοιτητικού κινήματος, είτε στη λογική του “μετά θα λογαριαστούμε” που δεν πιστεύει στην δυνατότητα άμεσης διεξαγωγής μαζικών γενικών συνελεύσεων. Εκεί καταλήγει η πολιτική του ΜΑΣ και των ΕΑΑΚ που μέχρι πριν λίγο καιρό, μπροστά στην ανάγκη να αναζωογονηθούν οι μαζικές διαδικασίες των φοιτητών, απαντούσαν με… συλλογή υπογραφών καταδίκης του αντιεκπαιδευτικού νομοσχεδίου. Τώρα, μπροστά στις σημαντικές κινητοποιήσεις των φοιτητών προχωρούν στην οπορτουνιστική προσαρμογή της στάσης τους και από εκεί που αρχικά καλούσαν είτε ανοιχτά (ΜΑΣ), είτε συγκαλυμμένα (ΕΑΑΚ) στις περιβόητες “συμβολικές κινητοποιήσεις” ώστε να περιοριστεί ο υγειονομικός κίνδυνος, τώρα, με τα υγειονομικά δεδομένα να παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια, καλούν τους φοιτητές να συμμετέχουν μαζικά στις κινητοποιήσεις.
Η Φοιτητική Πορεία, μπροστά στη νέα αντιεκπαιδευτική επέλαση θεώρησε πως μόνο ο μαζικός ανυποχώρητος αγώνας του φοιτητικού κινήματος μπορεί να ανατρέψει τα αντιδραστικά σχέδια της κυβέρνησης. Σε αυτήν την κατεύθυνση κάλεσε και καλεί τους φοιτητές να αναζωογονήσουν τις συλλογικές διαδικασίες των συλλόγων τους και να προχωρήσουν άμεσα σε γενικές συνελεύσεις και στη λήψη αγωνιστικών κινητοποιήσεων αντίστασης και αντιπαράθεσης στην κυβερνητική πολιτική. Μόνο οι δια ζώσης διαδικασίες των γενικών συνελεύσεων δίνουν τη δυνατότητα για έναν ζωντανό και γόνιμο διάλογο, ο οποίος αποτελεί βασική προϋπόθεση μαζικής συσπείρωσης των φοιτητών ενάντια στη νέα κυβερνητική επίθεση και ταυτόχρονα από αυτές μπορεί να προκύψουν μαζικές κινητοποιήσεις που μπορούν με αξιώσεις να οδηγήσουν στην ανατροπή της.
Από την άλλη, πρέπει να απορριφθούν οι διαιρετικές λογικές που τεμαχίζουν την ενότητα του φοιτητικού κινήματος. Αν οι μαζικές γενικές συνελεύσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το προχώρημα του αγώνα του φοιτητικού κινήματος, η καταγγελία της λογικής της ψήφισης πλαισίων σε αυτές είναι αναγκαίο βήμα για να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συσπείρωση των φοιτητών. Οι γενικές συνελεύσεις που θα διεξαχθούν την περίοδο αυτή πρέπει να καταλήγουν σε ένα και μόνο αίτημα: «Όχι στο νέο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο». Το αίτημα αυτό αποτελεί την αναγκαία βάση ενότητας της πλατιάς πλειοψηφίας του φοιτητικού κινήματος. Κόντρα στις διασπαστικές και διαιρετικές λογικές της “πλαισιολαγνείας” των ρεφορμιστικών δυνάμεων, η αγωνιστική συσπείρωση των φοιτητών πάνω στο συγκεκριμένο αίτημα, που αντικειμενικά ενώνει και βγάζει στους δρόμους το φοιτητικό κίνημα, μπορεί να κινητοποιήσει τις μέγιστες δυνατές φοιτητικές δυνάμεις.
Αξιοποιώντας τα καταλληλότερα κάθε φορά μέσα πάλης, το φοιτητικό κίνημα πρέπει τέλος να προχωρήσει σε μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Μόνο έτσι μπορεί να σπάσουν και οι απαγορεύσεις που επιβάλλει ο χουντονόμος που ψήφισε η κυβέρνηση το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήταν οι μαζικές συνελεύσεις και κινητοποιήσεις του 2006 – 2007 που εμπόδισαν την αναθεώρηση του άρθρου 16. Ήταν οι μαζικές συνελεύσεις και κινητοποιήσεις του 2011 που εμπόδισαν την ουσιαστική εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών των φοιτητών. Ήταν τέλος, οι μαζικοί αγώνες του φοιτητικού κινήματος που εμπόδισαν ξανά τις διαγραφές των φοιτητών το Φθινόπωρο του 2019 και αναγκάστηκε η κυβέρνηση να μην προχωρήσει τότε στην ψήφιση αυτού του μέτρου. Αυτό το δρόμο πρέπει να βαδίσει και πάλι το φοιτητικό κίνημα.