Με αιφνιδιαστικό τρόπο και σίγουρα με απύθμενη υποκρισία, η ΝΔ ετοιμάζει Σχέδιο νόμου που, σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα, στοχεύει στην απαγόρευση της συμμετοχής τω νεοναζιστικών κομμάτων στις εκλογές. Αυτά σε ό,τι αφορά τον προφορικό λόγο. Γιατί στο ίδιο το κείμενο, η διατύπωση είναι ιδιαίτερα προσεχτική και σίγουρα χρήζει πολλών και πολλαπλών ερμηνειών. Εκεί, ως προϋπόθεση ορίζεται… «Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Που ο καθένας καταλαβαίνει ότι μια τέτοια φράση μπορεί να ερμηνευτεί ανάλογα με την συγκυρία πολύ διαφορετικά, από αυτό που παρουσιάζεται ως επίδικο της περιόδου.
Οι αιφνίδιες «αντιφασιστικές» ευαισθησίες της ΝΔ δεν έχουν κανένα άλλο περιεχόμενο παρά αυτό του εκλογοθηρικού σχεδιασμού, για τη διευκόλυνση της αυτοδυναμίας της με βάση τον εκλογικό νόμο. Αυτό, με τις απώλειες ψήφων που βλέπει από τα ακροδεξιά της, οδήγησε τους ιθύνοντες της ΝΔ στην αναζήτηση φραγμών και σε «αντιφασιστικές» κορώνες. Όμως είναι βαθιά υποκριτικό, το κόμμα του Γεωργιάδη, του Βορίδη, του Πλεύρη και προηγούμενα του Μπαλτάκου και πολλών ακόμη ακροδεξιών αστέρων να εκφράζει την ανησυχία του για την είσοδο των νεοναζί στη Βουλή. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να ευνοεί περισσότερο την επάνοδο των νεοναζί από την ίδια την πολιτική της ΝΔ.
Η πολιτική της ΝΔ, όπως αποτυπώνεται και από την τοποθέτηση στελεχών τής ακροδεξιάς σε κορυφαίες θέσεις του κόμματος και της κυβέρνησης, είναι αυτή -που εδώ και δεκαετίες- επικοινωνεί, συναγελάζεται, τροφοδοτεί και στην πραγματικότητα ενισχύει την άνοδο των νεοναζιστικών και φασιστικών μορφωμάτων στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Μπαλτάκος, ως Γ. Γραμματέας της ΝΔ τότε, σημείωνε την ανάγκη και τη δυνατότητα κυβερνητικών συνεργασιών με τη Χρυσή Αυγή. Και δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στο φιλοφασιστικό-φιλοχουντικό παρελθόν των Βορίδη, Γεωργιάδη, Πλεύρη για να καταλάβει τη στενή σχέση της «γαλάζιας παράταξης» με αυτές τις ιδέες. Οι καθημερινές τοποθετήσεις και εμφανίσεις τέτοιων στελεχών (υπάρχουν πολλά) δεν κάνουν άλλο από το να ξερνούν ακροδεξιό και φιλοφασιστικό δηλητήριο ανά πάσα στιγμή.
Η κυβέρνηση της ΝΔ άλλωστε, στα πλαίσια και των αποφάσεων-κατευθύνσεων της ΕΕ, είναι θιασώτης της αντιδραστικής και αντικομμουνιστικής θεωρίας των «δύο άκρων». Πρόκειται για την θεωρία που εξισώνει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό, τους οποίους -υποτίθεται- η εγχώρια και ευρωπαϊκή δεξιά εχθρεύεται εξίσου. Στην πράξη όμως κάθε πολιτική απόφαση, τοποθέτηση, πράξη αυτής της πλευράς δεν κάνει άλλο από το να χαϊδεύει τους νεοναζί και να τους χρησιμοποιεί ως μαντρόσκυλα του συστήματος από τη μια και να εχθρεύεται, να σπιλώνει και να διώκει το κομμουνιστικό κίνημα και την ιστορία του από την άλλη. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης και τα ακροδεξιά στελέχη του, άλλωστε, έχουν τοποθετηθεί πολλές φορές καθαρά για το ποιους ακριβώς θεωρούν εχθρούς της δημοκρατίας. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο σημερινός πρωθυπουργός διακήρυττε ότι «η βία και η τρομοκρατία στην Ελλάδα προέρχονται αποκλειστικά από την αριστερά» (Μητσοτάκης, 2017) αναπαράγοντας στην ουσία την «ιστορική αλήθεια» των συνεργατών των ναζί, του μοναρχοφασισμού και της χούντας. Και, από τις φράσεις που επιλέγονται, είναι φανερό ποιοι (κυρίως) θέλει να περιγράφονται στο νέο νόμο που ετοιμάζει ο Μητσοτάκης, ανάλογα με τις ανάγκες της περιόδου.
Ο φασισμός και η αντίδραση γνώρισαν άνοδο στη χώρα μας και στις χώρες της Ευρώπης σε συνθήκες μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης, που η πολιτική της διαχείριση οδήγησε στη βίαιη φτωχοποίηση μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Στην Ελλάδα αυτό πραγματοποιήθηκε με τη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική των μνημονίων που επέβαλαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές και η ντόπια ολιγαρχία του πλούτου, που καταβαράθρωσε τα λαϊκά εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο πλατιών εργατολαϊκών στρωμάτων. Μέσα στη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση που δημιούργησαν τα μνημόνια της υποδούλωσης, βρήκε εύφορο έδαφος να ανθίσει ο φασισμός που βρήκε έκφραση στα ρατσιστικά, μισαλλόδοξα και εθνικιστικά κηρύγματα της Χρυσής Αυγής.
Η πάλη ενάντια στο φασισμό είναι πρωταρχικά υπόθεση του λαϊκού κινήματος. Η καταδίκη των φασιστικών δυνάμεων και του αντικομμουνισμού πρέπει να δυναμώσουν και να συνδυαστούν με την αποφασιστική καταδίκη του ιμπεριαλισμού, της ντόπιας ολιγαρχίας και των κυβερνήσεών τους.
Είναι βέβαιο ότι η ΝΔ με αυτό το σχέδιο νόμου και με την επίκληση του «αντιναζιστικού μετώπου» επιχειρεί να αποσπάσει τη συμφωνία όλων των κομμάτων, ώστε βραχυπρόθεσμα να ικανοποιήσει τους άμεσους εκλογικούς της σχεδιασμούς και μακροπρόθεσμα να υπηρετήσει την ίδια αντιδημοκρατική, βαθιά αντιδραστική πολιτική. Αυτήν που χτυπά το κομμουνιστικό κίνημα και στρώνει το δρόμο στις φασιστικές και ναζιστικές ιδέες.
Καμία ανοχή στην υποκρισία τους!