Λίγο πριν τις εκλογές, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να ανακοινώσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος επίσημα πλέον, ανέρχεται από τα 713 ευρώ στα 780 ευρώ μικτά. Το καθαρό ποσό θα ανέρχεται από 1η Απριλίου στα 667 ευρώ. Αυτή η αναπροσαρμογή είναι, σύμφωνα με την δήλωση του πρωθυπουργού «μία γενναία αύξηση του βασικού μισθού».Η σκληρή πραγματικότητα όμως είναι ότι τα 53 ευρώ εξανεμίζονται μέσα σε ελάχιστο χρόνο, με τις ανατιμήσεις που σημειώνονται σε είδη πρώτης ανάγκης, ρεύμα, πετρέλαιο και την επιπρόσθετη φορολόγηση που θα προκύψει λόγω υπέρβασης του αφορολόγητου ορίου. Είναι μια αναπροσαρμογή της τάξης του +9,5%, που δεν λογαριάζει τις μεγάλες απώλειες που έχει υποστεί ο κατώτατος μισθός τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια και φυσικά δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τον σημερινό υψηλό πληθωρισμό του 15%! Αντιθέτως, η αναπροσαρμογή της ΝΔ είναι η επαναφορά, με μια μικρή αύξηση, στον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ, μισθό που έπαιρναν οι εργαζόμενοι πριν από 12 χρόνια! Είναι προφανές ότι μια τέτοια «προεκλογική» αύξηση όχι μόνο δεν καλύπτει τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά σε συνδυασμό με την πρακτική απαγόρευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη μείωση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (το 80%-85% των μισθωτών δεν καλύπτονται από καμία συλλογική σύμβαση και οι αμοιβές τους επιβάλλονται από την εργοδοσία με ατομικές συμβάσεις), αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μεγάλη μισθολογική συμπίεση επιφέρει η κυβερνητική πολιτική στους εργαζόμενους.Μάλιστα ο αρμόδιος υπουργός, Κ. Χατζηδάκης σε συνέντευξή του, μια εβδομάδα πριν καταθέσει την εισήγησή του για τον κατώτατο μισθό, δήλωσε ότι «πρέπει να δει κανείς την παραγωγικότητα. Πρέπει να ισορροπήσουμε στην απόφαση αυτή ανάμεσα στις δυνατότητες των επιχειρήσεων». Υπακούοντας λοιπόν στην εργοδοσία, που ζητούσε μέσω των εργοδοτικών οργανώσεων (ΣΕΒ,ΣΕΤΕ,ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕ) να μη δοθεί αύξηση στον κατώτατο μισθό που να καλύπτει τον πληθωρισμό «για να μην προκληθεί σπιράλ διαδοχικών αυξήσεων και υπονομευτεί η παραγωγικότητα», η κυβέρνηση έφερε την πρόταση των 780€ και «κατάφερε» να δεχθεί τα μπράβο τους. Με τον πρόεδρο της ΕΣΕΕ, Γ. Καρανίκα, να χαρακτηρίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού «ισορροπημένη» και τον πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, να δηλώνει ότι «κινείται εντός της πρότασης της ΓΣΕΒΕΕ».Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μεριά του μέχρι το Δεκέμβρη έκανε λόγο για αυξήσεις γύρω στα 800€. Όταν όμως διαπίστωσε ότι η ΝΔ μπορεί και να φτάσει την αύξηση έως τα 800€, δια στόματος Τσίπρα, στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, είπε ότι: «…εφαρμογή της Ετήσιας Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής στους μισθούς, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, που σημαίνει αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023, μαζί με την αναπροσαρμογή, στα 880 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα…». Πρόταση που επί της ουσίας δεν έχει μεγάλες αποστάσεις από την κυβερνητική και κυρίως έχει προεκλογικό χαρακτήρα. Και βεβαίως δεν αντιπροσωπεύει καμιά σοβαρή αύξηση αφού είναι κάτω και από το από όριο φτώχειας που υπολογίζει η ΕΕ, η οποία υποδείχνει ο κατώτατος μισθός να εξισώνεται με το όριο φτώχειας!Από την άλλη το «αγωνιστικό» ΚΚΕ απαντά στις κυβερνητικές ψευτοπαροχές με άρθρο στις 14 του Γενάρη στο Ριζοσπάστης: «...πρέπει να διεκδικήσουν επαναφορά βασικών εργασιακών δικαιωμάτων (ξεπάγωμα τριετιών, υποχρεωτικότητα ΣΣΕ κ.λπ.) και κατώτατο μισθό 825 ευρώ, ως αφετηρία διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ενώ λίγο πριν τις κυβερνητικές ανακοινώσεις ήρθε να διορθώσει την πρότασή του και λέγοντας: «Ρήτρα αναπροσαρμογής των μισθών με βάση τον πληθωρισμό και ονομαστική αύξηση του κατώτατου που ζητούν τα συνδικάτα και ξεπερνά τα 850 ευρώ με τα σημερινά δεδομένα…». Η πρόταση του ΚΚΕ λοιπόν στο εργατικό κίνημα, για να αγωνιστεί, να παλέψει, να απεργήσει, να συγκρουστεί με το κεφάλαιο -όπως κάθε μέρα γράφει ο Ριζοσπάστης- είναι να διεκδικήσει αύξηση στα 850 (μικτά), λίγο πιο πάνω από τις κυβερνητικές εξαγγελίες.Παράλληλα η ηγεσία της ΓΣΕΕ, όπως το συνηθίζει χρόνια τώρα, διαμόρφωσε ως διεκδίκηση για τον κατώτατο μισθό ένα αίτημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της κυβερνητικής πολιτικής. Για την ακρίβεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι γρίφος. Προτείνει να είναι, στο ύψος που υποδείχνει η ΕΕ, ίσος, δηλαδή, με το «60% του διάμεσου μισθού»... χωρίς όμως να διευκρινίζει ποιος είναι ο διάμεσος μισθός! Έτσι ο Παναγόπουλος μαζί με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), που έκανε τη «μελέτη» του καθορισμού του κατώτατου μισθού, ανακοίνωσε «τεκμηριωμένα» ότι η αύξηση που διεκδικεί η ΓΣΕΕ είναι στα 826 ευρώπου, μάλιστα, να δοθεί με «χρονοδιάγραμμα επίτευξής του» ύστερα από «συμφωνία των κοινωνικών εταίρων». Μια αύξηση, δηλαδή, που ελάχιστα απέχει από την κυβερνητική αύξηση αλλά που ούτε και γι’ αυτή δεν κάνει τον παραμικρό αγώνα. Την ώρα, λοιπόν που δεν υπάρχει νοικοκυριό στη χώρα μας που να μην αντιμετωπίζει τεράστια φτωχοποίηση, κυβέρνηση, αξιωματική αντιπολίτευση, το «αγωνιστικό και διεκδικητικό» ΚΚΕ και η ηγεσία των συνδικάτων, κάτω από την πίεση της εργοδοσίας με προεκλογικά ψίχουλα για τον κατώτατο μισθό περιμένουν να λάβουν ψήφους.
Φανή Μ.
Από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία