Λίγους μονάχα μήνες μετά τις αυτοδιοικητικές και εθνικές εκλογές και πριν καλά-καλά μπει το φθινόπωρο, ο Δήμαρχος Καλαμάτας την ίδια ακριβώς στιγμή που επέβαλλε πρόστιμο στο Μ-Λ ΚΚΕ για «ρύπανση» λόγω αφισοκόλλησης(!), διόριζε έναν υπόδικο πρώην βουλευτή της φασιστικής Χρυσής Αυγής Πρόεδρο του Συνδέσμου Ύδρευσης των δήμων Μεσσηνίας. Κι αν αυτό αποτελεί ένα μικρό παράδειγμα της ανισότιμης μεταχείρισης των υποτιθέμενων «δύο άκρων» από το αστικό σύστημα, ο μηχανισμός ξεπλύματος κάθε ρατσιστικής, εθνικιστικής έως και φασιστικής άποψης και ταυτόχρονα συκοφάντησης και ελεεινολόγησης του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, έχει να επιδείξει πολλές ανάλογες υποθέσεις τα τελευταία χρόνια.
Με αποκλειστικό στόχο την εξουδετέρωση των κοινωνικών αγώνων που αναπόφευκτα ξεσπάσανε στο έδαφος της κρίσης, σύσσωμος ο αστικός κόσμος με τις ευλογίες της ΕΕ επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή επιχείρηση χειραγώγησης της λαϊκής γνώμης προς μια πιο συντηρητική κατεύθυνση, δηλαδή προς μια κατεύθυνση συντήρησης της υπάρχουσας συνθήκης βαρβαρότητας για τα λαϊκά στρώματα και κερδοφορίας για τους ξένους δυνάστες και τους ντόπιους εντολοδόχους τους.
Οι μνημονιακές συγκυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» σφιχταγκαλιάστηκαν από την πρώτη στιγμή με την ακροδεξιά του ΛΑΟΣ, των νοσταλγών της Χούντας και του Μεταξά. Της Χούντας που «έφτιαξε δρόμους» και του Μεταξά «που έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας», «ίδρυσε το ΙΚΑ» και άλλα παραμύθια συγκάλυψης των πιο μαύρων δικτατοριών της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.
Η κυβερνώσα δεξιά του Αντώνη Σαμαρά εγκαινίασε τη ρητορική μίσους με τον «Ξένιο Δία», συνοδευόμενη από επιχειρήσεις «σκούπα» στο κέντρο της Αθήνας, αντιμετωπίζοντας τους μετανάστες σαν πολίτες τρίτης κατηγορίας. Η ασυδοσία των ΜΑΤ και των ΔΕΛΤΑ έφτασε στο σημείο της απροκάλυπτης ληστείας μαγαζιών και των ξυλοδαρμών συνταξιούχων. Ως κανονικότητα ορίστηκε το πνίξιμο κάθε διαδήλωσης στα δακρυγόνα, οι τραυματισμοί από τα γκλοπ και τις κρότου λάμψεις, οι προσαγωγές και οι συλλήψεις μαθητών και φοιτητών χωρίς καμιά αιτιολόγηση, η παρουσία αστυνομικών σε απεργίες και συνελεύσεις σωματείων, οι αλλεπάλληλες εισβολές των δυνάμεων καταστολής σε σχολεία και πανεπιστήμια.
Κι αν από τη μία το μαστίγιο απέναντι στο λαό χρησιμοποιούνταν σαν εργαλείο τρομοκράτησης και αυταρχικοποίησης της δημόσιας ζωής, συμπληρωνόταν από την άλλη με το δηλητήριο του ρατσισμού, του εθνικισμού και του αντικομμουνισμού, δηλητήριο που ξεχείλιζε άφθονο από τα συστημικά ΜΜΕ με στόχο τον αποπροσανατολισμό των λαϊκών στρωμάτων από τους πραγματικούς τους εχθρούς και την καλλιέργεια ενός κλίματος κοινωνικού κανιβαλισμού.
Οι απεργίες βαφτίστηκαν «ταλαιπωρία για τον κόσμο που θέλει να πάει στη δουλειά του», ενώ οι υποκινητές των πογκρόμ κατά μεταναστών στον Άγιο Παντελεήμονα παρουσιάζονταν από τα ΜΜΕ ως «απλοί πολίτες αγανακτισμένοι από την εγκληματικότητα των λαθρομεταναστών». Οι συγκεντρώσεις πατριδεμπορίου των «Μένουμε Ευρώπη», «Όλοι Μαζί Μπορούμε», «Η Μακεδονία Είναι Μία και Ελληνική» προβάλλονταν ως δίκαιες, μαζικές και δημοκρατικές, ενώ οι απεργίες κηρύσσονταν παράνομες και τα κινήματα των εργαζομένων χαρακτηρίζονταν «μειοψηφίες τεμπέληδων συνδικαλιστών».
Το κερασάκι στην τούρτα αποτέλεσε η πριμοδότηση της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής από το κράτος, το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ. Ακριβώς στο σημείο που ο λαός δεν καταδεχόταν να κυβερνάται πια από τα παραδοσιακά κόμματα της κεφαλαιοκρατίας και του ευρωμονόδρομου, βρέθηκε η «αντισυστημική» λύση του φασισμού. Εγκληματίες νεοναζί παρουσιάζονταν σαν τηλεπερσόνες, περιδιαβαίνοντας στα κανάλια και τα ραδιόφωνα ο ένας μετά τον άλλο, ενώ ολόκληρα αφιερώματα στα «ανθρωπιστικά συσσίτια» μόνο για Έλληνες(!) κοσμούσαν τα εξώφυλλα των αστικών εφημερίδων. Και το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν είχε σκοπό να αφήσει την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.
Σε εκείνη τη συγκυρία ήταν που ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος δεν έβρισκε «τίποτα ακραίο» στις ρατσιστικές ρητορείες της κ. Σκορδέλη, μέλους της Χρυσής Αυγής που διηύθυνε κύκλωμα λαθρεμπορίας παράλληλα με τη διοργάνωση διώξεων μεταναστών στον Άγιο Παντελεήμονα. Ταυτόχρονα ο γενικός γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης Σαμαρά Π. Μπαλτάκος «προειδοποιούσε» τον Ηλία Κασιδιάρη περί σκευωρίας της κυβέρνησης ενάντια στη Χρυσή Αυγή, ενώ ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, όταν ήταν ακόμη «αμερόληπτος» δημοσιογράφος και όχι βουλευτής της ΝΔ, οραματιζόταν ένα «συντηρητικό συνασπισμό» με μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή».
Κι αν αυτά θεωρούνται αναμενόμενα όταν γίνονται από τους απογόνους των δολοφόνων του Λαμπράκη και του Τεμπονέρα, άλλο τόσο δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν όταν πηγάζουν από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία στον τόπο αυτό ήταν ανέκαθεν δεμένη με τα υπερατλαντικά αφεντικά και τους εγχώριους εκμεταλλευτές. Ο κ. Λοβέρδος συγκεκριμένα δε δίστασε να αποκαλέσει τη Χρυσή Αυγή «το μόνο αυθεντικό κίνημα», προφανώς σε αντιδιαστολή με το λαϊκό και αριστερό κίνημα, ενώ λίγο αργότερα ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξέπλενε το φασισμό σε εθνικιστικές φιέστες στο Καστελλόριζο παρουσία υπόδικων βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Κι όταν πια η εγκληματική φύση της νεοναζιστικής οργάνωσης δε μπορούσε να κρυφτεί, ύστερα από μήνες καθυστερήσεων στήθηκε η δίκη της Χρυσής Αυγής πίσω από κλειστές πόρτες στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, απομονωμένη από την κοινή γνώμη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αφού συνεργάστηκε με το ακροδεξιό μόρφωμα των ΑΝΕΛ για μια τετραετία, τίμησε με την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα τη φασιστική κυβέρνηση του Κιέβου στην Ουκρανία, «συνδιαμόρφωσε» την επεμβατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια του αμερικανόπνευστου πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα ενώ οι στήλες της «Αυγής» δε σταμάτησαν να αναπαράγουν τη θεωρία των «ολοκληρωτικών καθεστώτων του Χίτλερ και του Στάλιν», τις θεωρίες περί «κακιάς Βόρειας Κορέας» αλλά «διαβολικά καλού Τραμπ». Και πώς να ξεχάσει κανείς ότι ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που όσους πρόσφυγες δεν έπνιγε στο Αιγαίο, τους έκλεινε στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν αυτό της Μόριας, όπου μανάδες και παιδιά που ξέφυγαν από βέβαιο πνιγμό, στοιβάζονταν σε κοντέινερ μόνο για να βρεθούν αντιμέτωποι με φονικές πυρκαγιές.
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ καλούν το λαό να συγκροτήσει μαζί τους «δημοκρατικό μέτωπο» ενάντια στην ακροδεξιά. Μάλλον δε λάβανε υπόψη τους τη λαϊκή ρήση, ότι «στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί».
Η οικονομική βάση της δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού δεν είναι άλλη από την ιμπεριαλιστική νέα τάξη πραγμάτων. Αν το Ευρωκοινοβούλιο που τώρα ψήφισε το κατάπτυστο αντικομμουνιστικό μνημόνιο έχει μοιράσει απλόχερα τα τελευταία χρόνια 2.500.000 ευρώ σε ακροδεξιές και φασιστικές οργανώσεις ανά την Ευρώπη, είναι ακριβώς επειδή οι κυρίαρχες τάξεις περιμένουν σε αντάλλαγμα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε η Χρυσή Αυγή για τους εφοπλιστές-μεγαλοκαναλάρχες με επερωτήσεις στη Βουλή περί αύξησης της κρατικής χρηματοδότησης για τη ναυτιλία, με την υπερψήφιση των ιδιωτικοποιήσεων και την τρομοκράτηση των αγώνων, με την υποστήριξη της ευρωνατοϊκής πορείας της χώρας.
Η ακροδεξιά ρητορική, ο αντικομμουνισμός και η κρατική καταστολή αποτέλεσαν και αποτελούν εργαλεία του ιμπεριαλισμού για τη συμμόρφωση των καταπιεσμένων τάξεων προς τα κελεύσματά τους, κι αυτή η παραδοχή διόλου δε σημαίνει πως ο κύριος εχθρός στη χώρα μας αλλά και παγκόσμια σήμερα είναι ο φασισμός ή η δεξιά, αλλά συνολικά οι αυταπάτες και το το σύστημα που τους θρέφουν, τα μνημόνια που τους έβγαλαν στην επιφάνεια.
Αυτή είναι και η πιο πολύτιμη συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτούς που διαφεντεύουν τον κόσμο, ότι ταύτισε τον όρο «αριστερά» με μια δεξιά πολιτική, ενίσχυσε το δόγμα πως οι κοινωνικοί αγώνες είναι καταδικασμένοι στην αποτυχία, το δόγμα πως ρεαλισμός σημαίνει μνημόνια. Ξεφούσκωσε το λαϊκό κίνημα για να φουσκώσει τα πανιά της δεξιάς που έρχεται τώρα δήθεν δικαιωμένη να εφαρμόσει το αντιλαϊκό της πρόγραμμα. Μπορεί η κύρια ευθύνη να βαραίνει την ψευτοαριστερή διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, όμως θα ήταν ολέθριο λάθος να παρακάμπταμε τις ευθύνες όσων στο όνομα της αριστεράς και του «Κ» αρνούνται τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, αυτών δηλαδή που στο όνομα μιας «ταξικής καθαρότητας» στενεύουν το μέτωπο του αγώνα και στέλνουν τον κόσμο στα θολά νερά του εθνικισμού και της πατριδοκαπηλίας.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδύθηκε τώρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με μια ακραιφνώς ακροδεξιά ατζέντα: κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, φακέλωμα συνδικαλιστών, καθιέρωση μητρώου εργαζομένων, διάλυση φοιτητικών παρατάξεων, επανασύσταση ομάδας ΔΕΛΤΑ, εκκενώσεις προσφυγικών καταλήψεων. Σε αυτό το πλαίσιο η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως διατείνεται πως στο έπος της Αλβανίας ο λαός μας είχε αντιμέτωπο το «λαϊκισμό» και η υφυπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου, που θεωρεί την αριστερά «ψυχική νόσο», ισχυρίζεται πως αυτοί που πολέμησαν το φασισμό ήταν οπαδοί του «εθελοντισμού». Οι όροι που χρησιμοποιούν δεν είναι προϊόν αγραμματοσύνης, αλλά πολιτική επιλογή, ακριβώς επειδή δε θέλουν να κατονομάσουν το τέρας ούτε αυτούς που το τσάκισαν. Γιατί γνωρίζουν πως κατά βάθος μοιάζουν στο τέρας περισσότερο από όσο θέλουν να παραδεχτούν και απέχουν από αυτούς που πολέμησαν ενάντια σ’ αυτό, όσο απέχει η αλήθεια από το ψέμα.
Όσο όμως οι πολιτικές της φτώχειας και της ξενοδουλείας έχουν ανάγκη το σφίξιμο των λουριών, το ξόρκισμα του άλλου δρόμου, το θάψιμο της ιστορίας του λαού και της νεολαίας, άλλο τόσο θα γεμίζουν σιγουριά αυτούς που αντιστέκονται, πως αφού οι από πάνω φοβούνται, τότε οι από κάτω μπορούν να νικήσουν.
Φοίβος Α.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Πορεία, τεύχος 49, που κυκλοφορεί