Πρόλογος του περιοδικού ΠΟΡΕΙΑ - ΤΕΥΧΟΣ 35 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012
αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις
Κεκτημένη, υποτίθεται, θεωρητική γνώση για την Αριστερά είναι η (απορρέουσα από την παγκόσμια Ιστορία, διαχρονικά) θεμελιακή θέση που δέχεται ότι για να αναπτυχθεί ουσιαστικό και νικηφόρο κίνημα πρέπει να συντρέχουν ταυτόχρονα «αντικειμενικές» αλλά και «υποκειμενικές» προϋποθέσεις. Τι είναι αυτό;
Πόλεμος, εκμετάλλευση, ανεργία, φτώχεια, εξαθλίωση, είναι καταστάσεις που δημιουργούν αφόρητη πίεση στις κοινωνίες, μετατρέποντάς τες σε «καζάνι που βράζει». Αυτές συνιστούν τις «αντικειμενικές», λεγόμενες, συνθήκες. Πρόκειται, με δυο λέξεις, για
το επίπεδο διαβίωσης. Αντικειμενικές συνθήκες είναι και η ειρήνη, η κοινωνική ευημερία, ισότητα και πρόοδος, ωστόσο αυτό το φαινόμενο σχεδόν εκλείπει από τον σύγχρονο παγκόσμιο χάρτη.
Κάθε κοχλάζον κοινωνικό καζάνι μπορεί να οδηγηθεί σε εκρήξεις, μπορεί και όχι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εκρήξεις, αν εκδηλωθούν, θα είναι τυφλές, αδιέξοδες και, ασφαλώς, αλυσιτελείς, αν δεν συνδυαστούν με ώριμες «υποκειμενικές» συνθήκες. Η συνειδητοποίηση της κοινωνικής αδικίας με την ταυτόχρονη εμπέδωση της αναγκαιότητας να ανατραπεί η αδικία αυτή με μαζική, οργανωμένη και στοχευμένη κοινωνική και πολιτική πάλη, η απόρριψη των (συγκαλυμμένων και μη) αστικών ιδεών για το «τι είναι» και «πώς επιτυγχάνεται» η κοινωνική ευτυχία, η αφομοίωση των στοιχειωδών ιστορικών διδαγμάτων και η αξιοποίησή τους στις διεκδικήσεις του σήμερα, η κατανόηση της ανάγκης υπάρξης κόμματος που θα δώσει κατεύθυνση στον αγώνα, όλα αυτά συνιστούν, για εμάς, ώριμες υποκειμενικές συνθήκες.
Παρά το γεγονός ότι σε παγκόσμια κλίμακα οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη κινημάτων και αγώνων, δυσάρεστη αλήθεια παραμένει η διαπίστωση ότι ο υποκειμενικός παράγοντας, προς το παρόν, υπολείπεται. Το ίδιο ισχύει, δυστυχώς, και για την Ελλάδα:
-Μολονότι οι Ευρωπαίοι έχουν αλυσοδέσει -μαζί με τους Αμερικάνους- τη χώρα με δεσμά υποτέλειας και εξάρτησης, μολονότι τη βυθίζουν στην κοινωνική εξαθλίωση με μνημόνια και εφαρμοστικούς νόμους, μολονότι τη σέρνουν σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και σε αιματοκύλισμα λαών, η Ε.Ε., ακόμη θεωρείται από μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού «αναγκαίο κακό», αν όχι και «καλό».
-Ανάμεσα στα προϊόντα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, και η πίστη ότι με αλλαγές στη σύσταση του κοινοβουλίου (δηλαδή, αν αλλάξουμε τα πιόνια σε ένα παιχνίδι που έχει κατασκευαστεί από το ίδιο το σύστημα προς εξυπηρέτησή του) μπορεί να αλλάξει ριζικά η κοινωνική κατάσταση. Βρήκαμε άραγε ποτέ τη σωτηρία μας σε κάποια από τις εθνικές κάλπες;
-Κομμάτια της (απογοητευμένης έως, απλά, αυτοαποκαλούμενης) Αριστεράς, διαπιστώνουν σήμερα ότι στους μαζικούς αγώνες δεν υπάρχει καμία προοπτική. Αναζητούν καινούριες λύσεις που κυμαίνονται από τη συγκέντρωση υπογραφών για να καταργηθούν τα μνημόνια (δηλαδή ο ιμπεριαλισμός), μέχρι τις θεαματικές δράσεις που θα «ξυπνήσουν» και θα «ριζοσπαστικοποιήσουν» τους …τηλεθεατές. Κυρίως εκείνοι που φοβούνται να χρησιμοποιήσουν τους όρους «κόμμα» ή «πολιτική παράταξη» (και να αναλάβουν τις σταθερές ευθύνες που απορρέουν από τη συμμετοχή τους σε έναν τέτοιο φορέα) υποστηρίζουν ότι κάποια θολή «αμεσοδημοκρατία» θα απαντήσει στα προβλήματα της κοινωνίας, αρκεί να διωχθούν οι «μεσάζοντες»· η «αρχαία Αθήνα» (με 21.000 Αθηναίους πολίτες και 400.000 δούλους, στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα) κατονομάζεται, συνηθέστερα, ως το πλησιέστερο ιστορικό πρότυπο της ζητούμενης αμεσοδημοκρατίας.
δύο συνεπαγόμενες σκέψεις, ειδικά για το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα
1) Όσο και να χειροτερεύουν οι αντικειμενικές συνθήκες, αν δεν αναπτυχθεί ο υποκειμενικός παράγοντας, αν δεν συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της αντίστασης και του αγώνα, δεν θα υπάρξει ανάσχεση στον κοινωνικό κατήφορο.
Απόψεις που ακούγονται, του τύπου, «για να ξυπνήσουμε, πρέπει να πεινάσει κι άλλο ο ελληνικός λαός» και «αν κόψουν τελείως τους μισθούς και τις συντάξεις, τότε θα γίνει πραγματικός ξεσηκωμός» διατελούν απολύτως αβάσιμες έως εγκληματικά επιζήμιες, στον βαθμό που εντοπίζουν την αγωνιστική αφύπνιση αποκλειστικά στην επιδείνωση του επιπέδου διαβίωσης του λαού.
Ας σημειωθεί και αυτό: το πραγματικά αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα δεν υποστήριξε ποτέ τη φτωχοποίηση και εξαθλίωση μιας κοινωνίας, για να επενδύσει, με την καταστροφή αυτή, στην αγωνιστική αναγέννησή του.
Το πραγματικά αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα δεν ζήτησε ποτέ να «οξυνθούν οι (κοινωνικές/ταξικές) αντιθέσεις», δηλαδή οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι, και οι φτωχοί, φτωχότεροι, όπως αφελώς εκφράζονται κάποιες τροτσκιστικές τάσεις, για να εξεγερθούν οι μάζες.
Το πραγματικά αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα δεν σταύρωσε ποτέ τα χέρια του περιμένοντας τη σωτηρία από τη λαϊκή εξουσία του μέλλοντος, δεν παρέπεμψε ποτέ στις αυριανές σοσιαλιστικές κοινωνίες για τη λύση των καθημερινών σημερινών προβλημάτων του λαού, όπως τώρα πράττει το ΚΚΕ.
2) Εφόσον το σημερινό κίνημα επιθυμεί να εξυψώσει το επίπεδο συνείδησής του, τον υποκειμενικό παράγοντα, ανάμεσα στα στοιχειωδέστερα ερωτήματα που έχει υποχρέωση να θέσει στον εαυτό του, περιλαμβάνονται μερικά ιστορικά:
«Υπήρξε ποτέ πραγματικό κίνημα, νικηφόρο, σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της ιστορίας, το οποίο να μη βάσισε την ισχύ και την επιτυχία του στις μάζες;»
«Το κίνημα αυτό κατέβηκε χωρίς αιτήματα στους δρόμους, στους χώρους δουλειάς, στους χώρους εκπαίδευσης, στον στίβο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, ζητώντας αφαιρετικά, γενικά και αόριστα, “περισσότερα”;»
«Πώς οργανώθηκε αυτό το κίνημα, αυτόματα; πώς ήξερε προς τα πού να κινηθεί, μήπως άναψαν δια μαγείας (ή δια Θείας Πρόνοιας) μικρές γλώσσες φωτιάς πάνω από τα κεφάλια των αγωνιστών, όπως συνέβη την Πεντηκοστή με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος πάνω από τα κεφάλια των Αποστόλων;»
Όχι. Όχι. Όχι.
Το πραγματικά αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα θεμελίωσε την πάλη του στις μάζες, διότι μόνο αυτές είναι η εγγύηση ότι οι ζητούμενοι στόχοι είναι κοινοί, και όχι θέληση του ενός ή μιας ομάδας ανθρώπων. Από την άποψη αυτή, εξάλλου, το κίνημα στο παρελθόν απομόνωσε, και έτσι οφείλει να πράττει και σήμερα, τους ατομικούς εξτρεμισμούς και τις θεαματικές, εντυπωσιοθηρικές δράσεις των μειοψηφιών, ακόμη κι αν οι τελευταίες θεωρούν εαυτές «πρωτοποριακές» ή και «επαναστατικές».
Το πραγματικό αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα δεν φοβήθηκε να θέσει συγκεκριμένα, χειροπιαστά αιτήματα, μη τυχόν τα κατακτήσει και μετά ξεμείνει από στόχους. Δεν φοβήθηκε να συνασπίσει πάνω στα αιτήματα αυτά όλους όσοι ήταν ειλικρινά πρόθυμοι να αγωνιστούν για αυτά.
Το πραγματικά αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι χύμα λαός στους δρόμους. Δέχεται -όχι απλά τη «χρησιμότητα» αλλά- την «αναγκαιότητα» συντονισμού του αγώνα, συνειδητοποιεί ότι πρέπει να υπάρξει ένας πυρήνας, ένας μηχανισμός, που να θέτει τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις, να ορίζει τους στόχους πάλης και να δίνει το σύνθημα για τη συντεταγμένη κατάκτησή τους.
Πορεία
Στον «γκρινιάρη», το παλιό επιτραπέζιο παιχνίδι, ο τυχερός παίκτης, με δυο-τρεις ιδιαίτερες ζαριές έχει την ευκαιρία να οδηγηθεί πρώτος στον τερματισμό και να κατακτήσει τη νίκη. Ένα τμήμα της αριστεράς σήμερα μοιάζει να ελπίζει σε ένα παρόμοιο, ιδιαίτερα φιλόδοξο, σχέδιο: με δυο-τρεις κατάλληλες ενέργειες αναζητά να οδηγηθεί άμεσα, εύκολα, και ανέξοδα, με ένα «άλμα στο τελευταίο τετραγωνάκι», σε κατακτήσεις μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών στόχων.
Μεγάλη, στην πραγματικότητα, τραγωδία για αυτό το κομμάτι της αριστεράς είναι το γεγονός ότι παρουσιάζει το ευχολόγιό της ως σχεδιασμό! Αυτό το κομμάτι της αριστεράς, έχει ξεχάσει τη σημασία του υπομονετικού και επίμονου αγώνα, και ετοιμάζει τις πένες και τα μελάνια του για να συντάξει το επόμενο πολιτικό εγχειρίδιό του, με πιθανό τίτλο «πώς να φτάσετε με απλά βήματα στον σοσιαλισμό» ή, ίσως, «χίλιοι συν ένας τρόποι να κάνετε επανάσταση». Αυτό το κομμάτι της αριστεράς είναι καταδικασμένο συνεχώς να απογοητεύεται και να απογοητεύει, διότι με νοητικά άλματα και βουλησιαρχία, στη θέση τής δουλειάς του μυρμηγκιού, δεν ξημέρωσε ποτέ, και ούτε θα ξημερώσει, καμία καλύτερη μέρα για τον λαό και τον τόπο.
Η Πορεία θεωρεί ότι ο δρόμος της αγωνιστικής ανασύνταξης και ανάτασης όχι μόνο του εκπαιδευτικού, αλλά και του εργατικού, συνδικαλιστικού, λαϊκού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, δεν είναι μια ανοιχτή λεωφόρος στρωμένη ροδοπέταλα· είναι μια διαδρομή συχνά ανηφορική, με εξάρσεις και υφέσεις, αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες, πισωγυρίσματα και απογοητεύσεις, στοιχεία τα οποία θα πολλαπλασιάζονται και θα διαιωνίζονται όσο η «αριστερά» θα βιάζεται να φτάσει στο τελευταίο τετραγωνάκι, ξεχνώντας να περάσει από όλα τα προηγούμενα. Πρόκειται για μια πορεία που θα απαιτήσει και τιμήματα και θυσίες, αλλά θα δώσει και νίκες, σε έναν μεγάλο αγώνα προς το πιο υψηλό, συνολικό, τελικό διακύβευμα: την κοινωνική αναγέννηση.
Η Πορεία θεωρεί ότι το κλειδί για την ανασυγκρότηση όλων των κινημάτων είναι η πίστη στον μαζικό, δημοκρατικό, οργανωμένο αγώνα, και η -πρώτα απ’ όλα- υπομονετική, συνεπής και αισιόδοξη εξυπηρέτηση του αγώνα αυτού.
Τόσο η Φοιτητική όσο και η Μαθητική Πορεία, συνδεόμενες με την Πορεία,οργάνωση νεολαίας του Μ-Λ ΚΚΕ, γνωρίζουν ότι έχουν να διανύσουν πολλά βήματα στη μεγαλόπνοη και μακρόπνοη διαδρομή που ολόκληρο εξάλλου το κίνημα έχει μπροστά του· όσο πιο συντεταγμένα, πεπεισμένα και στοχευμένα γίνουν τα βήματα αυτά, τόσο ο βηματισμός θα γίνει γρηγορότερος. Στο μέτρο και στον βαθμό των δυνατοτήτων μας, στα βήματα μιας τέτοιας πορείας βαδίζουμε ήδη.