ΡΟΥΜΑΝΙΑ - ΒΟΥΓΑΡΙΑ (2015)
Στη Βλαχία του 1835 (όταν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος άρχουν οι Βαυαροί), ένας Ρουμάνος αρματολός συνοδευόμενος από το γιο του σπεύδει, για λογαριασμό εντός ντόπιου φεουδάρχη, σε αναζήτηση ενός φυγάδα σκλάβου με τσιγγάνικη καταγωγή.
Οι δυο άντρες διασχίζουν έφιπποι μια εκτεταμένη περιοχή όπου ήμερα λιβάδια εναλλάσσονται με πυκνά δάση κι ερημικά υψίπεδα με πυκνοκατοικημένους καταυλισμούς.
Θα διασταυρωθούν με “ασθενείς και οδοιπόρους”• μισαλλόδοξους ιερωμένους, ακτήμονες της περιοχής και έτερους αρματολούς, ένας εκ των οποίων θα προδώσει την κρυψώνα του τσιγγάνου έναντι τριάκοντα αργυρίων.
Η σύλληψη του τελευταίου αποδεικνύεται εύκολη υπόθεση, η συνέχεια όμως εμφανίζει ποικίλες δυσκολίες.
Η τελευταία ταινία του Ράντου Ζούντε, απομακρύνεται αισθητά από το ύφος και τη θεματολογία που καθιέρωσαν το νέο Ρουμάνικο σινεμά των Πούιου (“Σιέρα Νεβάδα”), Νέτζερ (“Οικογενειακή Υπόθεση”) και Μουντζίου (“4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες” – “Αποφοίτηση”), με την ευθεία εστίαση στη μετα-σοσιαλιστική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και την έντονα κριτική ματιά.
Ο μόλις 38 Μαΐων σκηνοθέτης επιστρέφει σε μια ξεχασμένη, όπως ο ίδιος λέει, ιστορική περίοδο (ιστοριογραφώντας λιγότερο και ηθογραφώντας περισσότερο) – με χαρακτηριστικά σκωπτική διάθεση, φλερτάροντας τόσο με το κλασικό γουέστερν όσο και με τη μαύρη κωμωδία ή το σινεμά του Ταραντίνο, υπογραμμίζοντας με την ασπρόμαυρη φωτογραφία και τα μακρινά πλάνα του τον καθοριστικά εκτεινόμενο χώρο και χρόνο. Ενδεικτικά, η έμφαση στο Άφεριμ!” δεν είναι στο περιεχόμενο των φεουδαλικών σχέσεων – χωρίς αυτό να παρακάμπτεται, αλλά στην ακρίβεια της ηθογραφικής περιγραφής, τον πλούτο και την τυπολογία του (προφορικού) λόγου: τοπικές ενδυμασίες της εποχής, εργαλεία κι αντικείμενα, παροιμίες, ευχές και αφορισμοί, δάνεια από αδελφές γλώσσες των Βαλκανίων (ακούγονται μεταξύ άλλων ελληνικές λέξεις όπως “ζήλος”, “ψυχή μου” ή “αγάπη μου”), γλωσσικοί ιδιωματισμοί κι ιδιότυπες τσιγγάνικες εκφράσεις που στη μετάφραση χάνουν, οπωσδήποτε, μέρος της δύναμής τους.
Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο συστατικό της ταινίας, είναι η επίμονη αναφορά στον χαρακτήρα της σκλαβιάς και των παθών του τσιγγάνικου λαού. Κι αν κάτι φωτογραφίζεται απερίφραστα, αυτό είναι ο ρατσισμός που διαπερνά τάξεις και στρώματα, και που βρίσκει, ως δείχνεται, την πιο βάρβαρη έκφρασή του σε μιαν ακραίας μορφής έχθρα προς τους τσιγγάνους. Άπαντες - πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές της ταινίας, από τον βογιάρο-φεουδάρχη και τον σερίφη-αρματολό ως τον περιπλανώμενο κληρικό και τους υποτελείς χωρικούς, συναντιούνται στο μίσος τους προς τα “κοράκια”, τα οποία ο Ζούντε παρακολουθεί με αξιοσημείωτη τρυφερότητα.
Το Άφεριμ είναι μια τραγωδία” καταθέτει μεταξύ άλλων. “Οι άνθρωποι δικαιολογούν τη βαρβαρότητά τους κάνοντας αναφορές στα δικά τους βάσανα. Πάντα αυτό γινόταν. Σε 100 χρόνια, άραγε, θα λένε οι άνθρωποι καλά πράγματα για μας;”
Σοβαρό μειονέκτημα της ταινίας, ο ασταθής ρυθμός που υπονομεύει περιοδικά την αφηγηματική ισχύ• εξισορροπείται σ’ ένα βαθμό από την αναπαραστατική πιστότητα (ο Ζούντε ανατρέχει σε πρωτογενείς πηγές), την πρωτοτυπία του θέματος και των μέσων.
Αργυρή Άρκτος σκηνοθεσίας στο περυσινό φεστιβάλ του Βερολίνου (2015).