Από τον Ιούνη του 2016 που η πλειοψηφία του βρετανικού λαού ψήφισε στο δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου του Ενωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, μια βαθειά και παρατεταμένη πολιτική κρίση έχει ξεσπάσει και κλιμακώνεται διαρκώς στα κυρίαρχα πολιτικά κέντρα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και στις σχέσεις του με την ΕΕ, μια κρίση που έχει διεθνείς επιπτώσεις και παγκόσμιο αντίκτυπο. Το Brexit έχει κάνει σμπαράλια το αστικό πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα είναι βαθιά διχασμένα και απειλείται η ίδια η υπόσταση του Ενωμένου Βασιλείου, αφού Σκωτία και Β. Ιρλανδία απειλούν με απόσχιση αν εφαρμοστεί η απόφαση για «σκληρό» Brexit. Το βρετανικό δημοψήφισμα αποτέλεσε την αφορμή και τον καταλύτη για το ξέσπασμα των αντιθέσεων που συσσωρεύονταν όλη την προηγούμενη περίοδο σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, επιταχύνοντας την πορεία διαμόρφωσης μετώπων και οξύνοντας τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Οι αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό της Βρετανίας όσο και στους κόλπους της ΕΕ και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, ξέσπασαν με τη μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ύστερα από το Brexit και την άνοδο του Τραμπ, πάνω στη βάση του ασίγαστου οικονομικού πολέμου και των συνεπειών της κρίσης, κλονίζοντας τη σταθερότητα στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο και επιφέροντας σημαντικές ανακατατάξεις στο ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην παγκόσμια σκηνή.
Έκφραση της κρίσης στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας ήταν η παραίτηση του πρωθυπουργού Κάμερον και της κυβέρνησής του την επομένη του Brexit, που είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα και είχε υποστηρίξει την παραμονή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ, η ανάδειξη της Μέι στη θέση τής πρωθυπουργού και η προκήρυξη στη συνέχεια εκλογών το 2017, στις οποίες υπέστη βαριά ήττα, χάνοντας την αυτοδυναμία και σχηματίζοντας από τότε κυβέρνηση μειοψηφίας με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Β. Ιρλανδίας. Από τότε, σε κάθε σταθμό της πορείας για την επίτευξη της συμφωνίας εξόδου από την ΕΕ, η βρετανική κυβέρνηση κλυδωνίζεται και σωρηδόν παραιτούνται μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Τώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση η όλη διαδικασία, αφού η βρετανική κυβέρνηση και η ΕΕ έχουν καταλήξει σε μια μεταβατική συμφωνία για την έξοδο, η οποία εγκρίθηκε την Κυριακή, 26 Νοέμβρη, από τις χώρες της ΕΕ, σε έκτακτη Σύνοδο Κορυφής και λίγες μέρες νωρίτερα είχε εγκριθεί από τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά συνοδεύτηκε από την παραίτηση αρκετών υπουργών, ενώ βουλευτές του κυβερνητικού κόμματος συλλέγουν υπογραφές για να προχωρήσουν σε πρόταση δυσπιστίας προς τη Μέι και να πετύχουν την καθαίρεσή της, καθώς διαφωνούν ριζικά με τη συγκεκριμένη συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση η τύχη της συμφωνίας θα κριθεί τις επόμενες μέρες, όταν θα έρθει για ψήφιση στο βρετανικό Κοινοβούλιο, και τότε θα φανεί αν με την υπερψήφιση της συμφωνίας θα επέλθει ένας προσωρινός συμβιβασμός και μια εκτόνωση της κρίσης στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας και στις σχέσεις της με την ΕΕ, ή αν αντίθετα με την καταψήφιση της συμφωνίας, που θεωρείται πολύ πιθανό, θα οδηγηθούν είτε σε σκληρό Brexit, που σημαίνει άτακτη έξοδο χωρίς συμφωνία και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση μέσα κι έξω, είτε απόφαση για νέο δημοψήφισμα με στόχο την αναδίπλωση και παραμονή στην ΕΕ. Προσδιορίζοντας η Μέι την ημερομηνία συζήτησης της συμφωνίας στο βρετανικό κοινοβούλιο για τις 11 Δεκέμβρη, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Κανείς δεν γνωρίζει τι θα μπορούσε να συμβεί εάν αυτή η συμφωνία δεν εγκριθεί. Θα άνοιγε την πόρτα σε μεγαλύτερο διχασμό και αβεβαιότητα, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται».
Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Βρετανίας και τα πολιτικά της κόμματα είναι τριχοτομημένα οριζοντίως και καθέτως. Ένα τμήμα της είναι υπέρ του «σκληρού» Βrexit επιδιώκοντας μια γενικευμένη ρήξη με την ΕΕ και το Βερολίνο, το οποίο διαθέτει μάλιστα και την υποστήριξη των ΗΠΑ του Τραμπ, ο οποίος φρόντισε να αποδοκιμάσει τη συμφωνία. Ένα τμήμα της επιδιώκει μια σχετική αυτονομία από την ΕΕ, αλλά θέλει τη συμμετοχή της σε μια κοινή τελωνειακή ένωση, το οποίο αποκαλείται και «ήπιο» Brexit - τέτοια είναι ακριβώς η συμφωνία που έχει τώρα επιτευχθεί- και ένα τρίτο τμήμα επιδιώκει να γίνει ξανά δημοψήφισμα με στόχο να παραμείνει η Μ. Βρετανία στην ΕΕ. Οι δύο τελευταίες κατευθύνσεις συγκλίνουν και βρίσκονται στην πραγματικότητα σε κοινή πορεία αντιπαράθεσης με την πρώτη.
Η μεταβατική συμφωνία που έχουν τώρα καταλήξει θα ισχύσει από τις 29 Μάρτη 2019, που ξεκινά η ημερομηνία εξόδου, μέχρι το τέλος του 2020, και στο διάστημα αυτής της μεταβατικής περιόδου θα συμφωνηθεί η μελλοντική σχέση που θα διαμορφωθεί σε όλους τους τομείς ανάμεσα στα δυο μέρη. Η μεταβατική περίοδος μπορεί να παραταθεί και για δυο χρόνια μετά το τέλος του 2020. Η σημερινή συμφωνία, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο, στο βαθμό που προβλέπει την παραμονή της Μ. Βρετανίας σε καθεστώς τελωνειακής ένωσης και ενιαίας οικονομικής αγοράς με την ΕΕ, χωρίς δηλαδή τελωνειακούς ελέγχους στα σύνορα και δασμούς, και καθώς ταυτόχρονα η χώρα θα συνεχίζει να εφαρμόζει τους κανόνες της ΕΕ, θα πληρώνει τα ποσά που τις αναλογούν στον κοινοτικό προϋπολογισμό, αποδεχόμενη ανεπιφύλακτα τη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην ερμηνεία των νόμων της ΕΕ, διαμορφώνει μια σχέση που λίγο διαφέρει από την προηγούμενη κατάσταση συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ, και αυτό είναι κάτι που εξοργίζει τους υπερασπιστές του «σκληρού» Brexit και κάνει δύσκολη την ψήφισή της στο βρετανικό Κοινοβούλιο τον Δεκέμβρη. Εξ άλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μέι που διαπραγματεύθηκε τη συγκεκριμένη συμφωνία, στην προηγούμενη περίοδο ως υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Κάμερον, όπως και πολλά άλλα μέλη του σημερινού Υπουργικού της Συμβουλίου, είχαν υποστηρίξει τότε στο δημοψήφισμα την παραμονή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα ξεκαθαριστεί ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα κυριαρχήσει, και θα διαπιστώσουμε αν η πορεία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ θα γίνει οριστική και αμετάκλητη, με όρους “σκληρού” Brexit, αποτέλεσμα ενός ευρύτερου επανακαθορισμού της διεθνούς πολιτικής του Λονδίνου (ακόμη πιο στενής σχέσης με τις ΗΠΑ και όξυνση των σχέσεών του με την ΕΕ) ή κάτω από την πίεση των δυνάμεων του “μέσα” στη Βρετανία, θα υπάρξει σταδιακά αναδίπλωση, επανάκαμψη και αναζήτηση ενός συμβιβασμού, αυτής ή της άλλης μορφής, στα πλαίσια της ΕΕ. Είναι όμως βέβαιο πως όποιος κι αν κυριαρχήσει και επιβάλει τη θέση του, όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση και ο διχασμός, αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε νέα οξύτερη εσωτερική κρίση σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής τουλάχιστον περιόδου.
Από τη στιγμή που προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα σε μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης και είχε αυτό το αποτέλεσμα, ο σπόρος της διάσπασης, του τεμαχισμού και της αποσύνθεσης της ιμπεριαλιστικής ΕΕ έχει πέσει.
Παρίσι και Βερολίνο σκληραίνουν τη στάση τους και πιέζουν το Λονδίνο να ξεκαθαρίσει άμεσα τη θέση του, χωρίς καμιά διάθεση παραχωρήσεων, διαβλέποντας το κλίμα γενικευμένης κρίσης και αστάθειας που κυριαρχεί στην Ευρώπη.
Στην ίδια τη Γερμανία ύστερα από τις πρόσφατες εκλογές τόσο σε πανεθνική κλίμακα, όσο και για τα κοινοβούλια των ομόσπονδων κρατιδίων, υπήρξε καταβαράθρωση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών, που υπέστησαν βαριά πολιτική ήττα, εξαναγκάζοντας τη Μέρκελ να δηλώσει πως τον επόμενο μήνα παραιτείται από την ηγεσία του κόμματος, ανοίγοντας όπως φαίνεται το δρόμο για την αποχώρησή της και από την καγκελαρία. Την ίδια στιγμή η γερμανική οικονομία αγκομαχά, ο ρυθμός ανάπτυξης το τελευταίο τρίμηνο έπεσε κάθετα, σαν αποτέλεσμα εκτιμούν του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ο Τραμπ, ιδιαίτερα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Στη Γαλλία ο μικρός Βοναπάρτης, Μακρόν, μέσα σε ενάμιση χρόνο κινδυνεύει να βρεθεί από τα ύψη που τον εκσφενδόνισαν στα Τάρταρα, σε μια χώρα ανάστατη από κινητοποιήσεις, ενώ στη γειτονική Ιταλία η κυβέρνηση Πέντε Αστέρων και Λίγκας του Βορά αψηφά τις απειλές των Γαλλογερμανών, αρνείται να συμμορφωθεί με τους ευρωενωσιακούς κανόνες, και με τον ακροδεξιό Σαλβίνι να σαρώνει στις δημοσκοπήσεις, να γίνεται κυρίαρχος στην ιταλική πολιτική σκηνή, χωρίς αντιπολίτευση, και έτοιμο σε λίγο να αναλάβει την πρωθυπουργία, ξυπνώντας εφιαλτικές μνήμες. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τις πιο ισχυρές, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, κ. α., οι κυρίαρχες «συστημικές» δυνάμεις, διεγείροντας τις εθνικιστικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις και υποδαυλίζοντας την ξενοφοβία, στρώνουν το έδαφος στις ακροδεξιές και νεοφασιστικές δυνάμεις, που συμμετέχουν ήδη σε κυβερνήσεις συνασπισμού και η κυριαρχία τους θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερα δεινά για τους λαούς.
Σε κάθε περίπτωση το οικοδόμημα της ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ ύστερα από 60 χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπο με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας του, κλονίζεται και εξασθενεί η ιμπεριαλιστική του συνοχή και απειλείται με διάσπαση.
Αυτό που εμφανίστηκε από τους θιασώτες και προπαγανδιστές του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας και την Ευρώπη σαν κάτι σταθερό και αδιατάρακτο, ο περίφημος “ευρωμονόδρομος”, η περιβόητη “ευρωπαϊκή ενοποίηση και ολοκλήρωση”, στην οποία όφειλαν οι ευρωπαϊκοί λαοί να υποταχθούν σαν μια δήθεν διαμορφωμένη αδήριτη πραγματικότητα, αποκαλύπτεται και καταρρίπτεται με πάταγο από τις εξελίξεις σαν κάτι σάπιο, ασταθές και προσωρινό. Και όλες οι κραυγές περί “ευρωμονόδρομου”, όλα τα προηγούμενα χρόνια μέχρι και σήμερα, δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αντιδραστική προπαγάνδα για την άσκηση ιδεολογικής και πολιτικής τρομοκρατίας προκειμένου να παραλύσουν την αντίσταση των λαών στη βάρβαρη πολιτική τους.
Η ανατροπή της προηγούμενης κατάστασης στην ΕΕ, αντανακλά τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το βρετανικό δημοψήφισμα ήρθε να καταδείξει πως ασυμβίβαστες αντιθέσεις φέρνουν σε αντιπαράθεση τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ για το ποιος θα κυριαρχήσει πάνω στον άλλο και ότι οι μεταξύ τους συμφωνίες και συμβιβασμοί είναι προσωρινοί και σχετικοί, αντανακλούν κάθε φορά το δοσμένο συσχετισμό
δυνάμεων, υπόκεινται σε συνεχείς τροποποιήσεις και γίνονται στα πλαίσια ενός μόνιμου και άγριου ανταγωνισμού.
Μπορεί οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να κάνουν συμφωνίες, να υπογράφουν Συνθήκες και Σύμφωνα, ακόμη να συγκροτούν πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς συνασπισμούς, όμως στο βάθος, κάτω από την επιφάνεια αυτών των συμφωνιών, βυσσοδομεί ένας λυσσαλέος ανταγωνισμός, που τα αποτελέσματά του εκδηλώνονται με διάφορες μορφές όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων, προκαλώντας τη συνεχή όξυνση των θεμελιωδών αντιθέσεων του σύγχρονου κόσμου.
★★★
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πώς στάθηκε και στέκεται ο βρετανικός λαός; Γνωρίζουμε ότι, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν από τα κυρίαρχα κόμματα των συντηρητικών του Κάμερον και των εργατικών του Κόρμπιν, καθώς και απ’ όλες τις μεγάλες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για παραμονή στην ΕΕ, στην πλειοψηφία του, το 52%, συνολικά δέκα επτάμισι εκατομμύρια, ψήφισε υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, τον Ιούνη του 2016, ρίχνοντας σε βαθιά πολιτική κρίση τη Βρετανία, την ΕΕ και το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η ψήφος του βρετανικού λαού στο δημοψήφισμα έκφραζε τη διάθεση εναντίωσής του τόσο στη βάρβαρη πολιτική της ΕΕ, όσο και στην αντίστοιχη πολιτική της κυβέρνησης Κάμερον.
Η εργατική τάξη και οι λαοί της Ευρώπης εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της βάρβαρης πολιτικής της ΕΕ, με το πέταγμα εκατομμυρίων εργαζομένων στην ανεργία και την εξαθλίωση, τη ραγδαία χειροτέρευση των όρων διαβίωσης εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, την άγρια οικονομική εκμετάλλευση και καταπίεση, την επιβολή ενός νέου εργασιακού μεσαίωνα.
Καμιά “τάξη” και σταθερότητα στην Ευρώπη δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στα ερείπια των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, πάνω στην πιο άγρια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και αιματηρής λιτότητας, που προωθεί το Βερολίνο, το Παρίσι, το Λονδίνο και οι αστικές τάξεις των χωρών της ΕΕ, πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης.
Αν οι πολιτικές δυνάμεις που ηγήθηκαν και ηγούνται στο Brexit συγκροτούνται, κατά κύριο λόγο, από αστούς εθνικιστές που εναντιώνονται στο Βερολίνο και ονειρεύονται το αυτοκρατορικό μεγαλείο της Βρετανίας με τις πλάτες της Ουάσιγκτον, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να μείνουν άφωνοι, αδιάφοροι και αμέτοχοι οι λαϊκοί αγωνιστές μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα που απασχολεί τους πάντες και να «ξεχάσουν» την πάλη ενάντια στην ΕΕ και το στόχο της αποχώρησης κάθε χώρας- μέλους από αυτήν τη λυκοσυμμαχία.
Μια τέτοια στάση στην πράξη όχι μόνο εγκαταλείπει τον αγώνα ενάντια στην ΕΕ και αρνείται να υποστηρίξει το πολιτικό αίτημα εξόδου κάθε χώρας αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους θιασώτες της ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα σπρώχνει και παραδίδει πλατιά λαϊκά στρώματα που εναντιώνονται στην ΕΕ να μπουν κάτω από την επιρροή των εθνικιστικών, ακροδεξιών ή και φασιστικών δυνάμεων.
Επειδή αυτές οι αντιδραστικές δυνάμεις στην Ευρώπη και τη χώρα μας εμφανίζονται να υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ, να δημαγωγούν ασύστολα και να καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα των πλατιών λαϊκών μαζών, (αυτό το εθνικιστικό, φασιστικό ρεύμα θα το δούμε να φουντώνει στις επόμενες ευρωεκλογές), αυτό δε σημαίνει για τους κομμουνιστές πως θα απαρνηθούν τον αγώνα για το γκρέμισμα της κυριαρχίας της ΕΕ σε κάθε χώρα και για κάθε λαό από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Έτσι κι αλλιώς, βέβαια, θα ήταν μεγάλο σφάλμα αν τα εκατομμύρια των Βρετανών που υποστήριξαν το Brexit ή τα εκατομμύρια των Ελλήνων που υποστηρίζουν την έξοδο από την ΕΕ θα τα χαρίζαμε στους Βρετανούς εθνικιστές και στους ντόπιους φασίστες.
Παλεύοντας ακριβώς να μην εγκλωβιστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και αγανάκτηση και ο αγώνας για την έξοδο από την ΕΕ σε αστικά, εθνικιστικά και φασιστικά κόμματα, ξεσκεπάζοντας την ύπουλη “φιλολαϊκή” και “αντισυστημική” προπαγάνδα και τα κάλπικα αντιδραστικά τους συνθήματα, αποκαλύπτοντας πως όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την υπεράσπιση των πραγματικών εθνικών και ταξικών συμφερόντων κάθε λαού, αλλά είναι η έκφραση ενός αντιδραστικού εθνικισμού, μιας σοβινιστικής και αντιμεταναστευτικής υστερίας, εργαλείο στα χέρια των πιο επιθετικών και τυχοδιωκτικών κύκλων που θέλουν να υποδαυλίσουν το μίσος ανάμεσα στους λαούς και να τους σύρουν σε καταστροφικές περιπέτειες, διαιωνίζοντας την πιο άγρια εκμετάλλευση και καταπίεση των λαών τους.
Μόνο αν αναπτυχθεί ένα μαζικό εργατικό λαϊκό κίνημα που θα συνδέσει την πάλη για την έξοδο από την ΕΕ με την πάλη για ριζικές κοινωνικές ανατροπές σε κάθε χώρα, μετουσιώνοντας και μετασχηματίζοντας σε ένα ανώτερο επίπεδο τη θέληση και διάθεση των λαών, μπορεί να ανοίξει μια ελπιδοφόρα προοπτική για την υπόθεση της εργατικής τάξης και των λαών της Ευρώπης.
Ο μαζικός λαϊκός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας είναι ο βασικός παράγοντας στον οποίο οφείλουν να στηριχθούν οι κομμουνιστές για την προώθηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων του κινήματος.
Να παλέψουν έτσι ώστε οι διεκδικητικοί αγώνες να συνδεθούν με τους αγώνες για τα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού, ξεσκεπάζοντας τη γραμμή των ρεφορμιστικών κομμάτων, που προσπαθούν να υποτάξουν τους μακροπρόθεσμους στόχους του λαού στα γεγονότα της στιγμής.
Ο αντιιμπεριαλιστικός, επαναστατικός αγώνας των λαών του τρίτου κόσμου και ο εργατικός αγώνας και το λαϊκό κίνημα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, συναντά μεγάλα προβλήματα και δυσκολίες λόγω των δυσμενών συσχετισμών δυνάμεων, της υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος και της αρνητικής επίδρασης διαφόρων λαθεμένων και επικίνδυνων ιδεολογικών ρευμάτων.
Αυτό έχει σα συνέπεια το επίπεδο ανάπτυξης των λαϊκών αγώνων να υπολείπεται σοβαρά ως προς το μέγεθος της αντιδραστικής επίθεσης.
Η πάλη των λαών για την απολύτρωση από τα δεσμά της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μπορεί να προχωρήσει μόνο αν στην πορεία τού μακρόχρονου αγώνα αντίστασης αναδειχθούν γνήσιες λαϊκές, κομμουνιστικές δυνάμεις που, καταπολεμώντας αντιδραστικά, ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και προσδιορίζοντας το πραγματικό περιεχόμενο του αγώνα, θα τον μετασχηματίζουν σε αγώνα ενάντια στους καταπιεστές και εκμεταλλευτές, σε επαναστατικό αγώνα για την κατάκτηση της Λευτεριάς, της Δημοκρατίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλισμού.